Δευτέρα 14 Δεκεμβρίου 2015

Μικρές παραμυθίες




Κατακόρυφη
 κοντυλιά ανάμεσα στον αέρα και το απύθμενο βάθος.
Με κύματα και αφρούς ολόγυρα.
Άλογα αφηνιασμένα  καλπάζουν με ήχους πολέμου.
Φωνές και ιαχές, γαλέρες του τρόμου, βαρβάρων ορδές.
Επίπεδα με πράσινες κουβέρτες στρωμένες.
Το κάστρο, λιμάνι των ερωτημάτων στον χρόνο των έντονων αντιθέσεων.
Το μαύρο ως παιδί αφημένο απόλυτα και το κόκκινο στα ήθη και τα πάθη του.
Αλήθεια, αν έσπαγε;
Θα βυθιζόμασταν αμέσως στον υγρό τάφο.
Κι αν μας κατασπάραζε;
Τότε στο στόμα το γαλάζιο θα ξεπλέναμε τα ανομήματά μας.
Στροφάδες, των αισθήσεων ζάλη.
Ποιος μοναχός δεν άγιασε με τις σκέψεις σου;
Ποιος άνεμος δεν σε άγγιξε;
Ποια νύχτα του χειμώνα  νύχτωσε χωρίς καντήλια;
Και το σύννεφο πόσες φορές δεν σε έπλυνε;
Δεν γέμισε τα πηγάδια σου;
Δεν έφερε ξεκούραση στο θάνατο;
Στροφάδες του νου, του ονείρου, της αγάπης απόλυτη αφιέρωση.



Δ. Γ. Μαγριπλής: Μια κριτική ανάγνωση στο βιβλίο του Διονύση Σέρρα, «Οι κήποι της Απόδρασης. Ποιήματα 1992 – 2007», Γαβριηλίδης, Αθήνα 2007, σσ. 100, ISBN: 978-960-336-243-2 (το βιβλίο κοσμούν δύο χαρακτικά έργα της Άριας Κομιανού).







Για τον   Διονύση Σέρρα έχουν γραφτεί αρκετές κριτικές[1], που νομίζω ότι καταγράφουν και αναλύουν φιλολογικά το έργο του. Φυσικά στέκονται, όπως συνηθίζεται άλλωστε στους φιλολογικούς κύκλους, σε ζητήματα γραφής, επιρροές, επιδράσεις και εντάξεις του ποιητή σε ευρύτερους κύκλους. Και εδώ δεν χωρεί αμφιβολία. Άλλωστε και ο ίδιος ο ποιητής μαρτυρά(με τις αφιερώσεις του ), επιδράσεις από τον Δ. Σολωμό, τον Α. Κάλβο, τον Ο. Ελύτη και τον Ο. Σαίξπηρ, με μότο του οποίου ξεκινά αυτή την περιπλάνηση της γραφής του σε ένα κόσμο που με άφησε άφωνο. Φυσικά αρκετοί συνταξιδιώτες  σε αυτό το ιδιαίτερο μονοπάτι της ποίησης τον συντροφεύουν: ο Π. Καποδίστριας, ο Σ. Καψάσκης, ο Σ. Καβαδίας, ο Δ. Βλάχος, ο Δ. Μουσμούτης, ο  Μ. Χατζιδάκις, η ζωγράφος Κ. Χαριάτη – Σισμάνη, η χαράκτρια Άρια Κομιανού, ο ζωγράφος Δ. Παπαδάτος και αρκετοί ανώνυμοι, μα  επώνυμοι για την καρδιά  του, με εξέχουσα την σκιά της  μητέρας του.
Ο ποιητής : «Σχεδόν απρόσμενα γεννήθηκε / σε νύχτα Διχασμού / και με πνοές της αντοχής / στο άβατο μεγάλωσε / της ηδονής και των Δακρύων» … και «…μόνος στην κόψη της αφής / ως τα εξήντα έφτασε - / πάντα στους κήπους της απόδρασης / ματώνοντας τα σπλάχνα».
Για τούτο και χάθηκε, «… στα σκοτεινά / (όλο μελάνι) κύματα -/ ως τις ακτές της Λησμονιάς / δίχως του μύθου τη σχεδία». Αυτές τις ακτές μάς περιγράφει και το ταξίδι σε αυτόν τον παράδεισο ζωής το πληρώνει, όπως ομολογεί στο «Πρελούδιο»:  «…με πλάσης στίχους σαν πουλιά / μες στο χινόπωρο / …/ και να ματώνεις».
Ο κόσμος αυτός γεμάτος «Μαγείας είδη / σε πλάσμα ονείρου / από κτίση Θεού / (δίχως Γνώσης φυγή) / με δωρήματα γέννας / ή μιλήματα Κήπου / σαν αφή Χερουβείμ / από σκέπη ουράνια / της αβύσσου τ’ ασώματα / να ηδύνει με φως / στη Δοκιμασία». Και από την «Γραφή δοκιμής» στην «Ελεγεία» και από τον θρήνο στο «Θέρος ονείρου», που «Σωμάτων ροές / μυρώνουν το Άσαρκο / στην ερημία».
Εκεί οι μόνιμοι συνταξιδιώτες απαλύνουν τα τείχη της σιωπής και συντηρούν την βεβαιότητα ότι         «Με Φίλων πνοές / κι αγγέλων φτερώματα / αίρεις τον τάφο». Έτσι προκαλούνται οι «Σπορές Εαρινές» που «Ήλοι ανάστασης / και πνοές συνωδίας / τα πάθη οδυνούν» και το «Εαρινό στεφάνι» που «Μ’ άγια του Μάη  / και ονείρου λιόσημα / βυθούς χρυσουργείς». Τότε αυτοί που θυμήθηκαν «…μ’ άλλη λαλιά τρεχούμενη / από πηγές της Χρυσαβύσσου» με «Συνωδίες Χρωστήρα», «… πως / χαράζουν του μύθου το Άριστο / με παλέτας σπορές / ή ωδής ζωγραφήματα», «… σ’ άχτιστους κόσμους και σταθμούς / (περ’ από τείχη)…» ταξιδεύουν.
Το ταξίδι αυτό γίνεται με «Σήματα πορείας», όπου οι ιδέες γεννούν την Αντίσταση και «Από χώρους ταφής ή Φθινόπωρου φεύγεις…».
Οι «Φωτοστιγμές», «…που απ’ το στήθος στά- / ζοντας σε χάσμα νόστου ά / χαρου και σε ανάστασης χαρτί» αφήνουν τόπο σε «Μια συνταγή απόκρυφη για γεύση ευζωίας», όπου «…στην πύλη της Ανάβασης / σώματα ήσκιων κοινωνώντας / με της ειδής σπιθίσματα / και ιριδίσματα ψυχής», οδηγούν σε «Προσκύνημα στη Φιγαλεία»: «Χώρος μετέωρος / ιριδωτός…», «…με αετώματα της αρπαγής / στο άδυτο του Φοίβου χαραγμένα».
Μετά αρχίζει η «Συνομιλία» όπου «…χαρά- / ζοντας βαθύτερα την Ομορφιά / κι αλλάζοντας το αίμα με μελάνι», «…του Κενού τις θηλιές / σαν κεριά της φυγής / κρυφολειώνουμε». Τότε η ψυχή «…θωρεί τ’ αθώρητα / (τρυγώντας τα βαθιά) …».
Η  παραπάνω «Οφθαλμογραφία» ανοίγει το δρόμο για τα «Επιτάφια», που η νοσταλγία της μάνας που έφυγε τελειώνει με την επιθυμία: «Μ’ αφής ιδεογράμματα / ώ! Να γινότανε / μες το λευκό / αλάθητα / να σε καλλιγραφήσω».
Με «Λύρα εφτάχορδη» ο ποιητής τραγουδά: «Μπαλάντες πνοής / αιωνίζουν του Σφυγμού / τ’ αναστάσιμα» και στον «Κεραμεικό», «…στις στήλες / και τα λείψανα των τάφων», αποκαλύπτει ότι «…τις χοές της Σκιάς / ή της σάρκας το τίμημα / μυστικά μελετάμε». Χρειάζονται όμως «Πανοπλίες» γιατί «…της Λύπης τον στερνό τον συνοδό / …δεν γίνεται / καλότυχα / με σώμα νάρκης πληκτικό / ή με άρνησης Σιωπή / να τον παραπλανήσεις». Στις «Ψηφίδες στην πλατεία Σολωμού», «…του νησιού μελετά / και της σάρκας τα χάσματα» και μας θυμίζει, υποθέτω, τη Ζάκυνθο «Μόνιμο στέκι μοναχών / για της Ανάγκης το συλλείτουργο - / και των πιστών που δεν μπορούν / περ’ απ’ το δέρμα ν’ αγαπήσουν». Άλλωστε έτσι είναι παντού. Η λογοτεχνική γεωγραφία σώζει τους τόπους και η ερημία των πόλεων σπάει από «Πινελιές» ανθρώπων που έζησαν ή ζουν την ομορφιά. Αυτοί μπορούν ακόμη και ασώματοι, όπως η ζωγράφος φίλη του ποιητή: «…με πινελιές της άνοιξης / να ζωγραφίσεις για πνοές / τα όνειρα της εφηβείας / ή να χαράξεις της αυγής / σελίδες σαν ακουαρέλες». Με τον τρόπο αυτό φωταγωγείται η λιγότερο θεατή πλευρά της πραγματικότητας και ο καθένας δείχνει κάτι καλό που έχει πάνω του, φανερώνοντας «…της γέννας ή της πλάσης μια Ανάσταση».
Από την «Επι – στροφή στον Άγιο Λύπιο» και «Με τη μάσκα του θανάτου αθώρητη / και τη Θωπεία αισθητή /φτάνεις νωρίς και σήμερα / …/ στην πόρτα της Υφαντουργείων - / …/ στην διαδρομή της Γκιόστρας / με κρίνου Ιππότες λιγοστούς / και περισσούς τους εκπεσόντες - / σ’ ευχής κονταροχτύπημα / για του καλού το δαχτυλίδι» και αναζητάς «- Φυγής κλειδιά σ’ εσώθυρες …» στα «Φάσματα». Κλειδιά που μάλλον τα βρίσκει κανείς  στις «Χαραγές στο Άγιον Όρος» που ως  «Άχραντος δείκτης / χρυσώνει το πράσινο / μες στο γαλάζιο…», περιβάλλοντας λέξεις μυστικές όπως η χαρμολύπη, η παραμυθία, ο Κήπος, η Άσκηση, η Άφεση, ο Παράδεισος, περίκλειστο φως, η σάρκα, η Αγρύπνια, το θαύμα, η ανάβαση, η Ζωή. Μα η «Αναζήτηση» για τον ποιητή δεν τελειώνει εδώ. «…σαν σώμα σταύρωσης το ποίημα;» ερωτά και οδηγείται στο «Περιβόλι», όπου καλεί τον Ο. Ελύτη: «-Έλα/ κατέβα τώρα, Ποιητή, και πες / σ’ αυτό το χάσμα της Ντροπής τι βλέπεις;» ξεδιπλώνοντας μια έντονη κοινωνική κριτική, έντονα επίκαιρη και  δεικτική για τη σημερινή κατάσταση που επικρατεί στη χώρα.
Το βιβλίο τελειώνει με ένα πρωτότυπο βιογραφικό(«Σαν άλλο βιογραφικό»). Σε στίχους μάς αποκαλύπτει την παρουσία του στο χρόνο από την στιγμή της γεννήσεως μέχρι σήμερα και την τραγική επίγνωση του θανάτου που περιμένει. Στα υστερόγραφα 1, 2 και 3 τολμά να τα βάλει με βεβαιότητες: «Κατηχητές πικροί κι ανύποπτοι/ …./ για τις φωτιές ποιας κόλασης μιλούν / και για φτερά ποιου παραδείσου;». «- Έε! Μάνα, Φύση ή Θεέ:…» θρηνεί δυνατά και καταλήγει : « Τέλος του κύκλου τη στροφή - / …/ σμίγεις μ’ αυγής κελαηδητό / της σύλληψης το κλάμα».
Ο Δ. Σέρρας  στάθηκε για μένα αποκάλυψη. Ίσως γιατί μαζί με τον Γ. Παυλόπουλο μου κάνουν την γειτονιά καλύτερη και με γεμίζουν εικόνες ενός κόσμου που λίγοι μπορούν να επισκεφτούν. Είναι και αυτός από τους ελάχιστους μεταφραστές των «σκιών», τους ταξιδιώτες της νύχτας και τους ατρόμητους καβαλάρηδες του Λίβα του νότου που, όταν φυσά, μας σκονίζει με τα χαιρετίσματα του αιώνιου τόπου της σιωπής και της ερήμου. Αν συνυπολογίσουμε δε στο ποιητικό του έργο και το σπουδαίο κατόρθωμα της επί σειρά ετών έκδοσης των «Επτανησιακών Φύλλων», τότε να μου επιτρέψετε να σταθώ με σεβασμό και αγάπη απέναντι σε έναν αληθινό εκπρόσωπο της Ζακυνθινής και όχι μόνο λογιοσύνης.







[1] Δ. Ν. Μουσμούτης (επιμ.),  Δέκα Γραφές για τον Διονύση Σέρρα και την ποίησή του, Ραπόρτο, Ζάκυνθος, 2006.


Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό λογοτεχνικό περιοδικό « Στον Ίσκιο του Ήσκιου»
http://www.iskiosiskiou.com

Δευτέρα 16 Νοεμβρίου 2015

Σοῦ στέλ­νω γράμ­μα νὰ ξέ­ρεις τὴν τύ­χη μου

Του Δημήτρη Γ. Μαγριπλή




08-Kappa-Fair,_Brown,_and_Trembling_-_Initial_illustrationΑΘΟΜΑΙ ΔΙΠΛΑ στὴν τρύ­πα στὸν τοῖ­χο καὶ κοι­τά­ζω τὸ δρό­μο. Δὲν ὑ­πάρ­χει κα­νείς. Ἔ­φυ­γαν ὅ­λοι. Ἄλ­λος γιὰ τὰ ξέ­να, ἄλ­λος γιὰ πάν­τα, οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι ἁ­πλὰ μέ­χρι νὰ ἡ­συ­χά­σει ἡ κα­τά­στα­ση. Ἐ­γὼ τὸ ἀρ­νή­θη­κα. Ἀ­κό­μη καὶ ὅ­ταν ἦρ­θαν νὰ μοῦ ποῦν γιὰ­ ἐκ­κέ­νω­ση.
Ἐ­δῶ θὰ μεί­νω, ἀ­πάν­τη­σα καὶ ζή­τη­σα σφαῖ­ρες. Ἄ­φη­σαν μπό­λι­κες.
       Θὰ σοῦ χρεια­στοῦν, εἶ­παν καὶ ἀ­νέ­βη­καν στὴν κα­ρό­τσα τοῦ ἀ­γρο­τι­κοῦ.
       Τοὺς εἶ­δα ποὺ ἔ­στρι­βαν τὴν γω­νί­α. Ἀ­πὸ τό­τε ἔ­χω νὰ μι­λή­σω σὲ φί­λο. Ἀ­κού­ω φω­νὲς μὰ δὲν ξε­χω­ρί­ζω τί λέ­νε. Νο­μί­ζω μὲ ἀ­πο­κα­λοῦν τρο­μο­κρά­τη. Δὲν εἶ­μαι σί­γου­ρος, μὰ τὸ ὕ­φος τοῦ λό­γου τους δεί­χνει πὼς στὰ χέ­ρια τους θὰ κα­τα­λή­ξω ἀ­κέ­φα­λο σῶ­μα. Δὲν τὸ ρι­σκά­ρω νὰ ἀ­πο­κρι­θῶ. Τοὺς στέλ­νω κά­πο­τε κα­νέ­να βό­λι. Ἔ­τσι γιὰ νὰ ἀ­να­γνω­ρί­σω τὴν θέ­ση τους. Εἶ­ναι παν­τοῦ. Τὶς προ­άλ­λες ἕ­να μαῦ­ρο ἁ­μά­ξι πέ­ρα­σε μὲ ἰ­λιγ­γι­ώ­δη τα­χύ­τη­τα ἔ­ξω ἀ­πὸ τὸ σπί­τι. Ὅ­πλι­σα μὰ δὲν πρό­λα­βα νὰ ρί­ξω. Εἶ­δα μό­νο σκό­νη καὶ ρι­πὲς στὸν ἀ­έ­ρα. Με­τὰ τὴν γω­νί­α κά­ποι­οι ἀ­λά­λα­ζαν στὸ ρυθ­μὸ τοῦ θα­νά­του. Πά­γω­σα. Λὲς νὰ ἔ­μει­να μό­νος στὴν κό­λα­ση;
       Ἐ­κεῖ­νο τὸ βρά­δυ σὲ σκέ­φτη­κα. Νὰ εἶ­σαι κα­λά; Σᾶς δῶ­σαν τρο­φὴ καὶ νε­ρό; Πῶς σᾶς φέρ­θη­καν; Ὅ­πως καὶ νὰ ἔ­χει, φύ­γα­τε. Ὁ ἥ­λιος ἐ­κεῖ συ­νε­χί­ζει νὰ βγαί­νει μὲ δύ­να­μη καὶ τὸ φεγ­γά­ρι στρώ­νει στὴν θά­λασ­σα δρό­μους. Κα­ΐ­κια μὲ ἀ­νοιγ­μέ­να πα­νιὰ τα­ξι­δεύ­ουν στὸ πέ­λα­γο. Παι­διὰ χτί­ζου­νε κά­στρα στὴν ἄμ­μο. Ἐ­σὺ μὲ τὸ γα­λά­ζιο σου φό­ρε­μα νὰ περ­πα­τᾶς σὰν δορ­κά­δα καὶ πί­σω σου τρί­α κου­τσού­βε­λα νὰ φω­νά­ζουν: «μα­μά».
       Πά­λι ἄ­να­ψαν φω­τι­ὲς στὸν λό­φο. Καῖ­νε τὰ πάν­τα. Στά­χτες καὶ ἐ­κεί­νη ἡ μυ­ρω­διὰ τοῦ κα­μέ­νου κρέ­α­τος. Δὲν ἔ­χου­νε ἔ­λε­ος. Φο­βᾶ­μαι νὰ δῶ. Ὁ τοῖ­χος ἀ­πέ­ναν­τι εἶ­ναι γε­μά­τος εἰ­κό­νες. Τὶς ἔ­χω καρ­φώ­σει στὰ πρό­χει­ρα μὰ στέ­κον­ται ὄρ­θι­ες πα­ρὰ τὶς ἐ­κρή­ξεις. Κά­νουν τὸν νοῦ μου νὰ φεύ­γει…
       Ἀ­κού­γον­ται πά­λι κραυ­γές. Σκυ­λιὰ τοῦ πο­λέ­μου. Κά­ποι­ον θὰ βρή­κα­νε πά­λι. Καὶ νὰ φαν­τα­στεῖς ἦρ­θαν σὰν ἄγ­γε­λοι. Εἴ­χα­νε λύ­σεις γιὰ ὅ­λα. Στὴν ἀρ­χὴ τοὺς πι­στέ­ψα­με. Δί­ναν πρά­μα­τα καὶ ὑ­πο­σχέ­σεις. Ποι­ός δὲν τὰ θέ­λει; Τὰ πή­ρα­με. Τὸ σπί­τι ἄλ­λα­ξε, ἡ γει­το­νιά, ἀ­κό­μη καὶ ὁ τρε­λὸς στὴν γω­νί­α ἐν­τύ­θη­κε. Με­τά…
       Ἄρ­χι­σε ἐ­κεῖ­νος ὁ πό­λε­μος. Ὁ ἕ­νας ἐ­ναν­τί­oν τοῦ ἄλ­λου. Πό­νος ἀ­φό­ρη­τος καὶ ὁ κό­σμος συν­νέ­φια­σε. Οἱ γρι­ὲς βά­λα­νε μαῦ­ρα μαν­τή­λια καὶ κου­ρέ­ψα­νε σύν­τρι­χα τὰ παι­διά. Τὰ πρά­μα­τα γί­ναν δε­σμὰ καὶ οἱ ὑ­πο­σχέ­σεις δα­νει­κά. Τὰ ἤ­θε­λαν πί­σω. Μᾶς κλέ­ψαν τὰ πάν­τα. Δη­μεύ­σα­νε σπί­τια καὶ ὀρ­γώ­σα­νε ξέ­να χω­ρά­φια. Σφά­ξαν τὰ ζῶ­α μας καὶ πῆ­ραν μα­κριὰ τὴν σο­δειά μας. Κλεῖ­σαν σχο­λειὰ καὶ ἱ­δρύ­μα­τα. Πῆ­ραν ἀ­κό­μη καὶ τὰ παι­χνί­δια τῶν παι­δι­ῶν. Μᾶς ἄ­φη­σαν μό­νο, χω­ρὶς νὰ τὸ θέ­λουν, ἐλ­πί­δα. «Ἔ­τσι­ ὅ­πως ἦρ­θαν θὰ φύ­γουν», μο­νο­λο­γού­σα­με. Τί­πο­τα δὲν εἶ­ναι ἄλ­λω­στε αἰ­ώ­νιο. Μό­νο τὸ χα­μό­γε­λό σου. Ἀ­πο­τύ­πω­μα πά­νω στὰ ἀ­στέ­ρια. Ἔ­τσι δὲν εἶ­ναι;
       Ἦρ­θαν γιὰ μέ­να. Ἀ­κού­ω τὶς μη­χα­νές τους νὰ μουγ­κρί­ζουν καὶ βλέ­πω φι­γοῦ­ρες νὰ κά­νουν πα­ρέ­λα­ση. Με­τρά­ω τὸ χρό­νο, σφίγ­γω τὰ δόν­τια, σέρ­νο­μαι δί­πλα στὴν τρύ­πα. Ἀ­πέ­ναν­τι εἶ­ναι ὁ δρά­κος. Μὲ κοι­τᾶ καὶ οὐρ­λιά­ζει: «ἐ­κεῖ – ἐ­κεῖ».
       Ἀ­κού­ω το μπὰ­μ καὶ τρα­βι­έ­μαι. Νοι­ώ­θω τὸ κά­ψι­μο πά­νω ἀ­πὸ τὸ γό­να­το. Ξυ­στὰ εὐ­τυ­χῶς. Πιά­νω τὸ αἷ­μα. Ζε­στό. Μὲ τὸ δά­χτυ­λο παίρ­νω τὸ κόκ­κι­νο καὶ τὸ ἀ­φή­νω­ πά­νω στὸ κά­τα­σπρο πά­τω­μα: «θέ­λω νὰ ξέ­ρεις ὅ­τι ἔ­κα­να τὰ πάν­τα γιὰ νὰ μεί­νω ἐ­δῶ».
       Ὁ­μο­βρον­τί­ες. Βάλ­θη­καν νὰ μὲ ξε­κά­νουν. Κα­θάρ­μα­τα λέ­ω καὶ ἀρ­χί­ζω νὰ ρί­χνω. Μὲ ἀ­κοῦς;
       Εἶ­μαι ἀ­κό­μη ζων­τα­νός. Μὲ τὸ κε­φά­λι ψη­λὰ ἀ­παν­τά­ω στὶς φλό­γες τους. Τὸ ξέ­ρω πὼς σὲ ἔ­χω πάν­τα κον­τά μου. Ὁ πα­τέ­ρας καὶ ἡ μάν­να, τὰ ἀ­δέλ­φια μου, οἱ μνῆ­μες ποὺ ἔ­χου­νε κά­νει γι­ορ­τές, πα­νη­γύ­ρια καὶ λύ­πες. Εἴ­μα­στε ὅ­λοι ἐ­δῶ καὶ γι’ αὐ­τὸ πο­λε­μά­ω τὸ ἔ­ρε­βος. Πό­σο λί­γοι μοῦ φαί­νον­ται πιά. Ση­κώ­νο­μαι ὄρ­θιος καὶ­ περ­πα­τά­ω στὸ δω­μά­τιο ποὺ χτί­σα­με μὲ ἀ­γά­πη. Εἶ­μαι ἀ­η­τὸς καὶ μπο­ρῶ νὰ πε­τά­ξω. Ἀ­φή­νω τὰ μαλ­λιά μου στὸ κύ­μα ποὺ ἔρ­χε­ται. Κοι­τά­ω τὴν πόρ­τα. Ἀ­κού­ω τὸν θό­ρυ­βο. Σπά­ει καὶ χύ­νον­ται. Τὸ δά­χτυ­λο γί­νε­ται σκαν­δά­λη ποὺ ρί­χνει. Νοι­ώ­θω παν­τοῦ ἕ­να τσού­ξι­μο.
       Μεῖ­ναν ἐ­κεῖ. Νὰ ξέ­ρεις πὼς μέ­σα δὲν μπή­κα­νε. Στὸ λέ­ω για­τί προ­τοῦ ἀρ­χί­σω νὰ πε­τῶ ἀ­πὸ πά­νω τους, εἶ­δα. Δὲν τόλ­μη­σαν. Τὰ μά­ται­α κτή­νη. Κά­ναν στρο­φὴ καὶ χα­θῆ­καν, σκι­ὲς στὸ βά­θος τοῦ δρό­μου. Τώ­ρα πε­τῶ νὰ σᾶς βρῶ. Μὲ λο­γι­σμὸ καὶ ὕ­παρ­ξη ἐ­λεύ­θε­ρη. Πά­νω ἀ­πὸ κάμ­πους καὶ κά­τω ἀ­πὸ ἀ­στέ­ρια. Κρυμ­μέ­νος στὰ πιὸ γλυ­κὰ ὄ­νει­ρά σας. Σὲ βε­βαι­ῶ κα­νεὶ­ς δὲν μᾶς νί­κη­σε που­θε­νά. Τί ση­μα­σί­α ἔ­χει τὸ ὄ­νο­μα: «Κομ­πά­νι – Ἀ­θή­να – Βαρ­κε­λώ­νη», ἢ ὅ­πως ἀλ­λι­ῶς. Ὁ φα­σι­σμὸς δὲν ἔ­χει φτε­ρὰ νὰ πε­τά­ξει.
       Στὸ φῶς τῆς αὐ­γῆς σκαρ­φα­λώ­νω στὸ σύν­νε­φο. Γί­νο­μαι ἕ­να μα­ζὶ μὲ χι­λιά­δες. Χέ­ρι μὲ χέ­ρι βου­τᾶ­με καὶ ρέ­ου­με. Σοῦ στέλ­νω γράμ­μα νὰ ξέ­ρεις τὴν τύ­χη μου. Δι­α­λέ­γω τὸ ρό­δο στὴν πόρ­τα σου. Ἐ­κεῖ θὰ εἶ­μαι ὅ­ταν ἀ­νοί­ξει­ καὶ βγοῦν τὰ παι­διά. Ἐ­κεῖ, στὸν χρό­νο ποὺ ἔρ­χε­ται.

  πρώτη δημοσίευση περιοδικό ΠΛΑΝΟΔΙΟ (Ιστορίες Μπονζάι)


Δευτέρα 2 Νοεμβρίου 2015

Χρώμα και λόγος


Αγγελική Κοκονάκη: Προσκυνηματική έξοδος. Δημήτρης Γ. Μαγριπλής: Στα τέταρτα του χρόνου

Δημήτρης Γ. Μαγριπλής
ζωγραφική: Αγγελική Κοκονάκη

Σταμούλης Αντ., 2010
96 σελ.
ISBN 978-960-6887-33-8





Η συνεργασία με ένα εικαστικό αποτέλεσε για μένα μια πρόκληση, όχι μόνο για το τελικό αποτέλεσμα, μα για τη διαδρομή και την επικοινωνία με ένα μονοπάτι της ανθρώπινης φαντασίας που δύσκολα θα έλεγα το κατέχω και φυσικά το κρίνω. Η επικοινωνιακή δυνατότητα όμως, που μας έδωσε η έκδοση της πρώτης λογοτεχνικής μου απόπειρας, με οδήγησε να καταλήξω ότι είτε μέσα από το χρώμα, είτε μέσα από τον ποιητικό ή λογοτεχνικό λόγο γενικότερα, μπορούμε, όπως τονίζει και η Αγγελική Κοκονάκη, να μιλήσουμε για κάτι που φαντάζει ορθολογικά αδύνατο. Πόσο μάλλον όταν ο όποιος βιωματικός δρόμος, μέσα από την τέχνη, καταλήγει σε συγγενικές ονειρικές προτυπώσεις. Τότε επέρχεται η έκπληξη. 



Έτσι το «Στα τέταρτα του χρόνου», μια αυτοτελή ποιητική απόπειρα, εντάσσεται στην «Προσκυνηματική έξοδο» της φίλης ζωγράφου. Νομίζω ισότιμα και εξίσου εναγώνια στη πρόθεσή τους να βοηθήσουν σε μια υποκειμενική προσπάθεια προσδιορισμού του εαυτού και της σχέσης μας με τις ενέργειες της φύσης . Αφού περί της ουσίας, θα ήταν νομίζω υπόθεση μιας ορθολογικής καθαρά μορφής, λίγο ασυμβίβαστο με το διάλογο που κανονάρχησε αυτή τη δουλειά.


Η προσπάθεια καταστολής του χρόνου δια της αιχμαλωσίας του θύμισε, τουλάχιστον από τη μεριά μου, περισσότερο ένα φωτογραφικό στιγμιότυπο , ή μια αντανάκλαση της φυσικής ομορφιάς στον εσωτερικό μου καθρέφτη . Κυριολεκτικά προσπάθησα να συλλάβω μια σκηνή από το φυσικό περιβάλλον , αντιπροσωπευτική μιας από τις τέσσερις εποχές και με τη πειθαρχία του γνώριμου σχήματος των 5 – 7 – 5 συλλαβών (Haiku), να το αποδώσω με το στάλαγμα μιας μοναδικής νότας, αστραπιαία. Πρόκειται για την χωρίς βία χάραξη μιας μονοκονδυλιάς. 

Δεν ξέρω αν το αποτέλεσμα μετά την καταγραφή του επιβίωσε ποιητικά, ιδιαίτερα μετά την παρέλευση της ιστορικά πρώτης συγκίνησης αλλά είμαι βέβαιος πως απέδωσε επι-κοινωνία με την εικαστικό που επιμελείται αυτής της εκδοτικής προσπάθειας.


Σίγουρα δεν ταυτιστήκαμε, άλλωστε αυτό δεν είναι επιζητούμενο, μα στο πλαίσιο της πειθαρχίας ενός διαλόγου, στην υπακοή της σειράς, στην αντίστοιχη προσπάθεια αφαίρεσης καρποφόρησε μια γλυπτική του λόγου και της εικόνας. Παράλληλα εκφράστηκε μια ικεσία στις δυνάμεις της φύσης σε όλα τα επίπεδα, στην περιφρονημένη της ιερότητα και στην αγωνία του τέλους της, όπως διαδίδεται. Τόσο το «Στα τέταρτα του χρόνου» όσο και η «Προσκυνηματική έξοδος» είναι μια αποκρυπτογράφηση, αποκάλυψη ψυχικών κεφαλαίων, μέσα από τη διαπίστωση ότι ο άνθρωπος είναι αναπόσπαστο στοιχείο της φύσης και μάλιστα λόγω ικανοτήτων έχει την υποχρέωση να ζει σε απόλυτη αρμονία μαζί της.


Όπως και στην κηπουρική, πράγμα οικείο και ιδιαίτερα αρεστό για μένα, αφήσαμε το τελικό άγγιγμα. Έτσι ο κήπος όσο κι αν φαίνεται ατελείωτος, δεν είναι παρατημένος. Αντίθετα δηλώνει το απόρρητο, το κρυφό, την αλήθεια. Αυτό είναι υπόθεση υποκειμενικής τραγικότητας στο δρόμο για την όποια υπαρξιακή προσωπική απάντηση.
Ο αναγνώστης λοιπόν ας συμπληρώσει μόνος του το λόγο, την εικόνα ή τον κήπο, ανάλογα με τις δικές του αρετές και διαθέσεις.


Φθινόπωρο του 2008

Δρ. Μαγριπλής Δημήτριος

Παρασκευή 16 Οκτωβρίου 2015

Δ. Γ. Μαγριπλής: Συνομιλώντας με τον ποιητή και διηγηματογράφο Αλέξανδρο Βαναργιώτη, με αφορμή το βιβλίο του: «Η θεωρία των Χαρταετών», Παράξενες μέρες, 2013, σσ 148, ISBN: 618-80905-0-4




Τον Αλέξανδρο Βαναργιώτη πρωτοσυνάντησα  λογοτεχνικά, στο αφιέρωμα του περιοδικού «Πλανόδιον», για τον Πατρινό ποιητή Χρήστο Λάσκαρη . Έκτοτε τον παρακολουθούσα σε αρκετά επώνυμα λογοτεχνικά περιοδικά, είτε στην έντυπή τους μορφή, είτε στην ψηφιακή - διαδικτυακή τους έκδοση, που τελευταία τείνει να τα αντικαταστήσει. Στον κόσμο αυτό, της διαδικτυακής  πραγματικότητας, μας δόθηκε και η ευκαιρία μιας πιο στενής επαφής. Όπως ήταν φυσικό, η κοινή αγάπη για την συγγραφή αλλά και ιδιαίτερα για την κλειστή φόρμα, μας οδήγησε στην αμοιβαία ενημέρωση για τους κόπους μας. Έφτασαν λοιπόν με το ταχυδρομείο δύο καλαίσθητα βιβλία. Τα «Διηγήματα για το τέλος της μέρας», από τις  εκδόσεις «λογείον»(2009) και  η  «Η θεωρία των χαρταετών», από τις εκδόσεις «Παράξενες μέρες» (2013).  Αρχικά τα ξεφύλλισα και διέκρινα μεράκι τυπογραφικό αλλά και διάθεση από την μεριά των εκδοτών. Αυτό με χαροποίησε και αισθάνθηκα αισιοδοξία. Τίποτα  δεν χάθηκε. Η  ποιότητα – κόντρα στα συμφέροντα και την απάτη των ημερών (σε όλα τα επίπεδα), συνεχίζει να υπάρχει. Φυσικά απευθύνεται στους μυημένους και όχι σε εκείνους που από καθωσπρεπισμό αγοράζουν με τα ρέστα και ένα βιβλίο από το σουπερμάρκετ. Πόσο μάλλον όταν και το περιεχόμενο είναι άριστο, απόρροια τόσο του ταλέντου, όσο και των σπουδών του συγγραφέα. Φιλόλογος, διορισμένος στην μέση εκπαίδευση γεννημένος στα Τρίκαλα Θεσσαλίας, ο Αλέξανδρος Βαναργιώτης, αποτελεί ένα ακόμη παράδειγμα μιας νεώτερης γενιάς ποιητών και πεζογράφων που εμφανίστηκαν μετά το 2000 και είναι ικανοί να υποσχεθούν πολλά για το μέλλον. Έχουν όμως να πολεμήσουν με το «ευπώλητο» και άλλες συνάφειες του κατεστημένου, αν και στο τέλος η ποιότητα δεν χάνεται και αυτή μόνο παραμένει στο χρόνο. Η ποιότητα διακρίνεται από τα εξής χαρακτηριστικά:
α. το γεγονός ότι η συγγραφή θεμελιώνεται σε γλώσσα απλή και καλοδουλεμένη.
β. το αφήγημα βασίζεται  σε ένα βιωματικό ρεαλισμό που διακατέχεται από συναισθηματική φόρτιση
γ. εκδιώκεται κάθε είδους λογοτεχνική πόζα, μη επιτρέποντας τα ονειρογενή στοιχεία να μεταβάλουν το αποτέλεσμα σε χλιαρότητα.
Και τα τρία παραπάνω υπηρετούνται στην γραφή του Θεσσαλού συγγραφέα, τουλάχιστον στην πλειονότητα των διηγημάτων του. Τα πεζά  του χωρίζονται σε δύο κατηγορίες, που τις διακρίνει το μέγεθος. Αυτά που έχουν την μορφή διηγήματος και εκείνα που μοιάζουν με στιγμιότυπα. Τα τελευταία είναι, θα έλεγε κανείς, ποιητικές φόρμες και μαρτυρούν ότι ο συγγραφέας υπηρέτησε και υπηρετεί και αυτή τη  μορφή του λόγου. Αυτό δεν μας ξενίζει γιατί όντος το διήγημα είναι η ποίηση του πεζού λόγου και ως  πιο ευρύχωρη φόρμα, αποτελεί συχνά το πέρασμα για πολλούς ποιητές μας. Εδώ όμως μιλάμε για τον πεζογράφο και τα διηγήματά του που διακατέχονται από αγάπη για τον συνάνθρωπο, τον πόνο της μοναχικότητας, την ερημία των πόλεων και την ανησυχία του θανάτου. Ο συγγραφέας μοιράζεται τον άλλο σαν εαυτό και αναδύει μέσα από τις μικρές ιστορίες του μια ορθόδοξη  βιωματική θεολογία.
Θα κλείσω με μία εικόνα που μου γέννησε η μελέτη της δουλειάς του: « Μια στάση σε ένα επαρχιακό δρόμο, ένας άνθρωπος που κοιτά το απέραντο και οι μνήμες σπασμοί που αλλοιώνουν το πρόσωπο. Κάθε πόνος ρυτίδα και κάθε καημός ένα ακόμη λουλούδι να ανθίζει στην φύση».

Τι πιο καλύτερο όμως από το να μας κάνει γνωστή την γραφή του ο ίδιος ο συγγραφέας:


Δ. Μ. : Ποιητής ή διηγηματογράφος Αλέξανδρε;
Α. Β. : Αφηγούμαι ιστορίες είτε χρησιμοποιώ τον πεζό είτε τον ποιητικό λόγο. Θα συμφωνήσω ότι το διήγημα είναι μια πιο μεγάλη ποιητική φόρμα. Μικρός έγραφα ποιήματα. Ακόμα γράφω.  Αγαπώ πολύ την ποίηση. Άλλωστε τα περισσότερα βιβλία που διαβάζω είναι ποιητικές συλλογές.

Δ.Μ.: Από τον  Παπαδιαμάντη μέχρι τον Γιώργο Ιωάννου και τον Ηλία Παπαδημητρακόπουλο, το ελληνικό διήγημα έχει στιγμές απογείωσης. Ποιες οι κύριες επιδράσεις σου;
Α.Β.:  Έχω διαβάσει σχεδόν όλο το έργο και των τριών συγγραφέων. Όμως επειδή τον Παπαδιαμάντη και τον Ιωάννου τους διάβασα σε μικρότερη ηλικία και λάτρεψα τη γραφή και το ήθος τους, νομίζω ότι με επηρέασαν βαθύτατα και οι δύο. Το θέμα των επιδράσεων βέβαια χωράει πολλή συζήτηση. Η αφομοιωμένη επίδραση είναι αυτή που έχει αξία, αλλιώς πρόκειται για ανούσια μίμηση. Όταν όμως μιλάμε για αφομοιωμένη επίδραση στην ουσία μιλάμε για ένα υλικό που έχεις μέσα σου είτε ως εμπειρία, βίωμα είτε ως τραύμα, το οποίο αναδύεται, όταν σε αγγίξει μια συγκίνηση που προέρχεται από την εμπειρία, βίωμα ή τραύμα κάποιου άλλου. Είναι ζήτημα συγγένειας πνευματικής περισσότερο και λιγότερο επίδρασης.

Δ.Μ.: Πόση σημασία έχει η μελέτη και οι σπουδές στην θεμελίωση μιας καλοδουλεμένης γλώσσας, αρκεί το ταλέντο ή ακόμη και οι κύκλοι δημιουργικής γραφής;
Α.Β.: Δεν πιστεύω ότι οι κύκλοι δημιουργικής γραφής μπορούν να δημιουργήσουν έναν συγγραφέα. Ασφαλώς οι σπουδές και η μελέτη συμβάλλουν στη διαμόρφωση της γλώσσας. Όμως το ταλέντο  και η παρατήρηση  της ζωής ως θαυμαστό και αξιοπρόσεχτο πράγμα είναι αυτά που αποτελούν την αφετηρία μιας συγγραφής. Από κει και πέρα χρειάζεται βέβαια διαρκής και επίπονη δουλειά.

Δ.Μ.: Ξερή περιγραφή ή βιωματικός ρεαλισμός; Τι από τα δύο προκρίνεις ως απαραίτητη προϋπόθεση ενός καλού διηγήματος;
Α.Β.: Σαφέστατα τον βιωματικό ρεαλισμό.  Οτιδήποτε γράφουμε αποκτά άλλη δύναμη όταν εμβαπτίζεται στο βίωμα, όπως ακριβώς τα μέταλλα γίνονται πιο ανθεκτικά όταν εμπλουτίζονται και μετατρέπονται σε κράματα.

Δ.Μ.: Στην εποχή μας, η έλλειψη χρόνου, η ένταση και η κυριαρχία της εικόνας οδηγούν στην αδυναμία προσήλωσης σε κείμενα που δεν αυτοπεριορίζονται.  Αυτό σημαίνει την ηγεμονία της κλειστής φόρμας ή ακόμη ζούμε στην εποχή των τεράστιων λογοτεχνικών τομιδίων; 
Α.Β.: Έχουμε περάσει εδώ και πολλά χρόνια στην μικρή φόρμα. Οι  ταχύτητες της εποχής και η κούραση των ανθρώπων, σε συνδυασμό με την κυριαρχία της εικόνας και του διαδικτύου, περιόρισαν την κυκλοφορία εκτεταμένων κείμενων.  Αναφέρομαι πάντα σε ποιοτικά κι απαιτητικά κείμενα. Διότι υπάρχει και ο εύπεπτος χυλός που κυκλοφορεί και πωλείται πολύ.

Δ.Μ.: Στα διηγήματά σου υπάρχει καλοσύνη, συγχωρητικότητα, αγάπη στον πλησίον και γενικά έντονος ανθρωποκεντρισμός. Πρόκειται για μια δική σου θεολογία;
Α.Β.: Τα στοιχεία αυτά τα βρίσκει κανείς σε πολλούς συγγραφείς παλαιότερους και σύγχρονους. Θα αναφέρω πάλι τον Παπαδιαμάντη, τον Ιωάννου, τον Κόντογλου,  τον Λειβαδίτη, αλλά και τον  Γιώργο Μαρκόπουλο, σύγχρονο ποιητή, ο οποίος σε μια συνέντευξή του στην  τηλεοπτική εκπομπή «ιχνηλάτες» στον Δαυίδ Ναχμία είχε πει κάτι που με συγκλόνισε:  «Έχω τάξει τον εαυτό μου να είμαι υπηρέτης του καλού και ταυτοχρόνως να αποσιωπώ το κακό. Όταν όλοι, πιστέψτε με, πράξουμε το ίδιο, να αποσιωπήσουμε δηλαδή το κακό, τότε θα δείτε ότι το καλό θα λάμψει δέκα φορές περισσότερο» είπε τότε, και σ’ ένα ποίημά του γράφει «ας κοιτάξουμε για μια στάλα αγάπη, όπως οι φτωχοί ψωνίζουν κουβέρτες στα πανηγύρια».  Μεγάλωσα σε μια οικογένεια με χριστιανική πίστη. Μικρός ήμουν παπαδάκι, πήγαινα κατηχητικό και το καλοκαίρι παραθέριζα σε κατασκηνώσεις της μητρόπολης Τρικάλων. Πολύ νωρίς, από τα πρώτα φοιτητικά μου χρόνια, επισκέφτηκα και το Άγιο Όρος. Τόσο το πρότυπο των γονέων όσο και τα μηνύματα του ευαγγελίου με επηρέασαν. Πιστεύω βαθύτατα στην αγάπη και  στον συνάνθρωπο. Και ο Θεός στον οποίο πιστεύω είναι επίσης Θεός αγάπης και συγχώρησης.

Δ.Μ.: Μεταμοντέρνος συγγραφέας ή απλά παιδί της εποχής σου;
Α.Β.: Για να είμαι ειλικρινής δεν νιώθω καν  συγγραφέας. Είμαι ένας άνθρωπος που γράφει,  γιατί ένα ποτάμι ανεβαίνει μέσα μου και με πνίγει. Έχω ανάγκη να μιλήσω για κάποια πράγματα και αυτό κάνω πότε κλαίγοντας πότε παίζοντας (ελπίζω το παιχνίδι και ο πειραματισμός να μην θεωρούνται μεταμοντέρνα). Ασφαλώς όλοι είμαστε παιδιά μιας εποχής.

Δ.Μ.: Δώσε μας σε μια εικόνα ή σε ένα ρυθμό, το ιδιαίτερο της γραφής σου.
Α.Β.: Ταξίδευα κάποτε οδικώς με την κόρη μου προς τη Λιβαδειά, όπου υπηρετούσα. Ήταν άνοιξη, γύρω τα πάντα ανθισμένα, αλλά θλιμμένα. Μια βαριά συννεφιά μας συνόδευε. Ψηλά στις πλαγιές του Μπράλου, την ώρα που ο ήλιος έγερνε  προς τον ορίζοντα, άνοιξαν ξαφνικά τα σύννεφα και μας αγκάλιασε ένα μειλίχιο φως. Ένα πορτοκαλί φίλτρο τα έκανε όλα ακόμα πιο όμορφα. Νιώσαμε τότε και οι δύο σαν να εισέβαλε εκείνη η στιγμή στην αιωνιότητα, σαν να σταμάτησε ο χρόνος και να κάναμε βόλτα στον παράδεισο. Όταν γράφω, αισθάνομαι ότι προσπαθώ να αποδώσω εκείνη τη στιγμή κι εκείνο το φως, όποιο κι αν είναι το θέμα μου.


www.tempo24.gr (Ηλεκτρονική εφημερίδα, ειδήσεις και νέα από την δυτική Ελλάδα και την Πελοπόννησο), Πάτρα 16 /10 / 2015 σελ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Τετάρτη 2 Σεπτεμβρίου 2015

Κώστας Ζαφείρης, «Κόντρα Γέφυρα και άλλα διηγήματα», άλφα πι, Χίος 2015, σσ. 183 (εικονογράφηση Κώστας Δαμπολιάς).

Κριτική ανάγνωση:   Δ. Γ. Μαγριπλής




Συνήθως οι συμβουλές για ένα καλό βιβλίο αρχίζουν όταν τα σχολεία κλείνουν. Οι  «ειδικοί» προτείνουν κάποιους τίτλους που φυσικά δεν ξεστρατίζουν από τον κύκλο των γνωστών εκδοτικών οίκων. Όταν το καλοκαίρι για τους αδειούχους τελειώνει, πολλά από τα βιβλία αυτά γυρίζουν σπίτι πασπαλισμένα  με αλάτι και άμμο, συνήθως με κατεστραμμένο εξώφυλλο και επιπλέον χωρίς να έχουν καν ανοιχτεί. Το σπάνιο είναι να γυρίσει κανείς με ένα ολοκαίνουργιο βιβλίο και μάλιστα απόκτημα  από το συμπαθητικό βιβλιοπωλείο της μικρής ή μεγάλης λουτρόπολης. Αυτό το βιβλίο θα το διαβάσει. Είναι σίγουρο. Μέσα στις σελίδες του κρύβει όνειρα καλοκαιρινής νύχτας,  ανάσες καυτές, παιχνίδια στην άμμο και ευωδιές γιασεμιού. Θα έλεγα είναι το πολυτιμότερο αναμνηστικό αλλά και το καλύτερο δώρο για όσους αγαπάμε. Επιπλέον
η πολιτιστική γεωγραφία είναι αυτή που  χαρακτηρίζει τον τόπο αλλά  και τον καταγράφει  στην συλλογική μνήμη.  Σημαντικό κομμάτι του πολιτισμού είναι ο γραπτός λόγος και κάθε τόπος έχει αντιπροσώπους στο χθες και το σήμερά του.
Ένα τέτοιο βιβλίο είναι η «Κόντρα γέφυρα» και μια χιώτικη πέννα, από αυτές που βαραίνουν, είναι ο Κώστας Ζαφείρης. Τον συγγραφέα φυσικά τον έχω διαβάσει ξανά. «Η εκδίκηση του τυπογράφου» από τις εκδόσεις Μεταίχμιο(2006), μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση, όπως και  το μυθιστόρημα «Αφάνεια» από τις αισθητικά άρτιες εκδόσεις «άλφα πι» το 2010.  Η «Κόντρα γέφυρα» όμως είναι το καινούργιο και σαν τέτοιο αποτελεί ανάμνηση καλοκαιριού και ένα βιβλίο που το ρούφηξα αμέσως μετά την επάνοδό μου στα πάτρια.
Πρόκειται για μια συλλογή διηγημάτων, επτά τον αριθμό, που ξεδιπλώνονται με περιστασιακά – αξιοπρόσεχτα – σκίτσα, του  Κώστα Δαμπολιά. Το πρώτο και ομώνυμο του τίτλου(σσ. 7-79, θα μπορούσε να είναι και μια όμορφη νουβέλα), αποτελεί δείγμα ναυτικής ιστορίας, όπως μόνο ένας Χιώτης μπορεί να το γράψει. Ο λόγος πλουτίζεται με ναυτικούς όρους, η ιστορία κεντρίζει για την ποιότητά της και το τέλος ως έκπληξη, αφήνει την αίσθηση του σκληρού μα αιώνια ουτοπικού μπάρκου.   Η ζωή του ναυτικού, χωρίς πασπαλίσματα συναισθηματισμού, μέσα στα σοκάκια του μεγάλου λιμανιού της χώρας, στη μοναξιά του ταξιδιού, στις αναθυμιάσεις ποτών και τσιγάρων. Πόθοι, ονείρατα και πάθη, που περιπλέκονται με μαεστρία και ταξιδεύουν σε καταστρώματα και αμπάρια. Καβγάδες για τα μάτια μιας όμορφης, ισορροπίες που κερδίζονται χάρη στους πιο γνωστικούς, κύματα θεόρατα, ικανά να πνίξουν ακόμη και το πιο σύγχρονο πλοίο.
«Στην παλιά περασιά» ο δάσκαλος, κεντρικό πρόσωπο σε μια ατμοσφαιρική ιστορία μυστηρίου, συμβάλλει στο να μετεγκατασταθεί ένα ολόκληρο χωριό, αν και αυτός μαγεμένος ακολουθεί τη σκιά που  φυλάκισε  ολάκαιρη τη ζωή του. Η «Καταρίνα Βιτ» με το υπέροχο στυλ της θριαμβεύει όχι μόνο στους στίβους της πραγματικότητας αλλά και στις καρδιές των απομονωμένων κατοίκων στο Ζαφειρικό Βραχώρι.  Εδώ διαβάζει κανείς για τις δυσκολίες του χειμώνα και  της συνύπαρξης στα μικρά μέρη. Όσο κι αν φαντάζουν οικογένεια, οι λιγοστοί κάτοικοι δεν κάνουν παράδεισο. Αυτό απαιτεί παιδεία και ποιότητα και τούτο γίνεται ακόμη δυσκολότερο όταν η μόνη επαφή, το μόνο παράθυρο στον έξω κόσμο  είναι η τηλεόραση. Όμως η θρυλική πρωταθλήτρια καταφέρνει να καταλαγιάσει τις έχθρες και να ενώσει τα άκρα αντίθετα. Ο «Λύσανδρος και Ιρίνα» είναι ζευγάρι στην φαντασία των θαμώνων ενός καφενείου. Κακόγνωμοι, όπως τους θέλει  ο συγγραφέας, μα συμπαθέστατοι -θα έλεγα ως αναγνώστης- συνταξιούχοι. Μέσα  στα πολλά δακρυγόνα, της εποχής του πρώτου μνημονίου, καταφέρνουν να δουν τη ζωή με μάτια διαφορετικά,  μα δυστυχώς σε χρόνο που για να κυλήσει χρειάζεται πια τεχνική  υποστήριξη.  Η «Κραυγή» είναι συνάντηση με ένα φάντασμα της παιδικής ηλικίας. Η τρελή  του χωριού. Αυτή που τρομάζει αλλά συνεχίζει να υπάρχει με όλους τους άλλους στο μικρό χωριό, που δεν εξοστρακίζει την διαφορετικότητα αλλά την συντηρεί, γιατί ασυνείδητα γνωρίζει τις ευθύνες της ή απλούστερα βλέπει εικόνες του εαυτού της.  Στο «Παραθαλάσσιο εξοχικό», ένα ερωτικό καλοκαίρι γίνεται από υπόσχεση,  κόμπος στο στομάχι του Γρηγόρη. Μια σπαρταριστή ιστορία με φόντο ένα καλοκαιρινό νησιώτικο μπαράκι. Από αυτά που όλοι έχουμε περάσει προσδοκίες ή και στιγμές πνιγμένες σε καλοκαιρινές αλκοολούχες απολαύσεις. Στη  «Μαρία με τα κίτρινα» ξετυλίγεται όλο το σκηνικό της δεκαετίας του΄70 στην ελληνική επαρχία, αλλά και το πολιτικό που σαν έννοια και ουσία  απασχολεί πάντοτε  τον  Κώστα Ζαφείρη.
Επτά ιστορίες λοιπόν, καλοκαιρινές, όπως καλοκαίρι είναι πάντα στο αρχιπέλαγος, όμορφες σαν νύχτα με ουρανό ξάστερο και τίμιες όπως ορίζει η πέννα και η μόρφωση ενός πολλά υποσχόμενου συγγραφέα της εποχής μας.

Δευτέρα 8 Ιουνίου 2015

Δ. Μαγριπλής : Ανάμεσα στο όνειρο και την πραγματικότητα

Του Γιώργου  Κόνδη, Διδάκτορος της Κοινωνιολογίας – συγγραφέα
«Δέκα Μικρές Εικονογραφημένες Ιστορίες, Ευθύνη, Αθήνα 2012»




Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Δημήτρης Μαγριπλής επισκέπτεται τις σελίδες των «Αργολικών». Δεν είναι επίσης η πρώτη φορά που μας χαρίζει μέσα από τις ιστορίες του εικόνες που μας ταξιδεύουν ανάμεσα σε δυο κόσμους : ανάμεσα στο βίωμα και το φαντασιακό, ανάμεσα στο όνειρο και την πραγματικότητα. Είναι το ταξίδι που προτιμά περισσότερο και, καλοσυνάτος από τη φύση του, μας ζητά να διαβούμε τα όρια των δυο κόσμων παρέα. Ο Δ.Μαγριπλής έχει αποφασίσει εδώ και πολύ καιρό να στήσει το παρατηρητήριό του στην επαρχία, σ’ένα ήσυχο μέρος που επιτρέπει, μακριά από το θόρυβο της πόλης, να ξαναζήσει κανείς τα παραμύθια της παιδικής του ηλικίας και να πλάσει καινούρια χωρίς να ξεκόβει από την πρότερη εμπειρία, την κοινωνική, εκείνη της αστικής γειτονιάς που κάποτε, πριν την εγκαταλείψει, πρόσφερε χώρο και χρόνο μέσα από τις μυρωδιές των γιασεμιών, τις ομιλίες των γειτόνων και τα παιχνίδια των παιδιών, στο όνειρο και τη φαντασία. Στις «Κρυφές ενοχές» που ήδη έχουμε παρουσιάσει, ζωγράφιζε στα κείμενά του τις εικόνες αυτές. Τώρα ξαναζεί τις ιστορίες αυτές με ένα τρόπο ίσως αποστασιοποιημένο, σίγουρα πιο συμβολικό, αλλά εξίσου έντονο συναισθηματικά και χρωματισμένο με παιδικά ουράνια τόξα αλλά και γκρίζο της ενήλικης αυταπάτης.
       Οι δέκα μικρές εικονογραφημένες ιστορίες παραπέμπουν στα Κλασσικά Εικονογραφημένα, στο Μικρό Σερίφη και τους Ινδιάνους, στο Παιδί Φάντασμα. Μου ήρθε να ρίξω κάτω μια κουρελού και να ξαπλώσω πάνω της διαβάζοντας  και κάποτε, κοιτάζοντας το νταβάνι, να βάζω τον εαυτό μου στην ιστορία και να τον ξαναβλέπω στη δράση του δρόμου και της παρέας. Οι ιστορίες ξεκινούν με τον τρόπο αυτό. Με μπίλιες και με γιαγιάδες. Μπίλιες πολύχρωμες, βούζες και μικρότερες σε σακουλάκι για να τις ανταλλάξουμε ή να καλέσουμε στη γειτονιά για παιχνίδι. Παντού χώμα. Οικειότητα. Στο χώμα οι μπίλιες στέκονται. Τις πατάς λίγο με το δάχτυλο και δεν κουνιούνται. Σημαδεύεις τη μάνα για να τις πάρεις όλες ή το κέντρο για να σπάσεις τη σειρά. Το χώμα είναι… εγώ ο ίδιος. Το κερδίζεις ή το χάνεις μαζί με την παιδική σου αθωότητα. Αυτή που σου επιτρέπει παίζοντας με τα πλαστικά στρατιωτάκια στο πάτωμα (Η γιαγιά μου) να επιτρέπεις και στους ινδιάνους να νικάνε και όχι μόνο στους λευκούς, στα χλωμά πρόσωπα. Στην άσφαλτο οι μπίλιες δύσκολα στέκονται, κυλάνε πιο γρήγορα και χαλάνε το παιχνίδι. Η άσφαλτος είναι για τους μεγάλους. Σπάνια σκέπτονται, τρέχουν διαρκώς και κάνουν συνέχεια ατυχήματα. Δεν παίζουν με μπίλιες αλλά με τα ίδια τους τα σώματα δημιουργώντας αυταπάτες κοινωνικού βίου (Ο αναμορφωμένος) ή περνώντας βίαια στον κόσμο των μεγάλων (Μοναξιά).
       Ο Δ. Μαγριπλής ξέρει να οδηγεί τις εικόνες μπροστά στα μάτια σου και να τις σταματά καθώς πρέπει ν’αλλάξει το σκηνικό. Για πρώτη φορά νομίζω, κόβει στη μέση την περιήγηση για να εξηγήσει αυτό που θα επακολουθήσει και που είναι κάποια ριζική αλλαγή σκηνικού. Για να μη φοβηθούμε. Να πάμε όσο πιο απαλά γίνεται από το φαντασιακό στο βίωμα, από το όνειρο στην πραγματικότητα. Στις «Νυχτερινές απόπειρες συγγραφής» βρίσκεται πιεσμένος ανάμεσα στα σφαλισμένα μάτια και το όνειρο από τη μια, την κατασκευασμένη και ωμή πραγματικότητα από την άλλη που απαιτεί να είναι τα μάτια ανοιχτά και να βλέπουν. Να βλέπουν στη μικρή οθόνη τις καταστροφές, τους θανάτους, τις καθημερινές αναζητήσεις χαμένων προσώπων, τις βαθυστόχαστες αναλύσεις όσων αδυνατούν να σκεφτούν. Κι ο συγγραφέας ονειρεύεται καθώς οι εικόνες περνάνε από μπροστά του. Τα μάτια βλέπουν, αλλά η συνείδηση και το πνεύμα βρίσκονται σε άλλους κόσμους. Στην περιγραφή μιας σταγόνας «που χάνεται πάνω στην άνυδρη γη. Που τρυπώνει στις ρυτίδες της και κλείνεται στα μυστικά του κάτω κόσμου. Που ακολουθεί τα μονοπάτια των σκιών και δροσίζει πληγωμένους αφανείς. Γλιστρά στα ξεραμένα χείλη τους και δίνει αυτό που επιθυμούν οι κολασμένοι. Εκεί που η ζωή μοιάζει με σταγόνα στο χρόνο και οι ανάσες ξερνούν φωτιά και χολή. Στον στερεμένο ποταμό είναι ενθύμηση και στα βουβά πρόσωπα ήχος. «Ακούς πως κυλά;». Από στιγμή σε στιγμή και από αγωνία σε αγωνία. Γίνεται ιδρώτας πάνω σε πτώματα. Γίνεται δάκρυ και αναβλύζει στα μάτια μου.»
       Περπατώντας στους δρόμους που συνδέουν το όνειρο με την πραγματικότητα ή κολυμπώντας στα φαντασιακά νερά των αιώνων απ’όπου αναδύονται τα παραμύθια της γιαγιάς και των μεγάλων δημιουργών, ο Δημ. Μαγριπλής σταματά το όνειρο και επανέρχεται σε μια πραγματικότητα άλλοτε απαλή και γλυκιά και άλλοτε αποκρουστική και βίαιη. Βάζει γκαρσόνια να ρωτάνε αδιάκριτα «ραντεβουδάκι ε;» σε κάποια καφετέρια και στρατονόμους να αναμορφώνουνε ψυχές και συνειδήσεις σε εθνικά καθαρτήρια. Κι όταν θα βαρεθεί, θα ξαναμπεί στο όνειρο περιδιαβαίνοντας νέους κόσμους.
Οι ζωγραφιές του Παντελή Σταματέλου χαρίζουν επιπλέον χρώματα σε δέκα μικρές ιστορίες γεμάτες συναίσθημα, αγάπη και συμβολισμούς ενός χρόνου απόμακρου και οικείου μαζί. Ένα μικρό, γοητευτικό, βιβλίο που αξίζει να αναζητήσετε σε όλα τα βιβλιοπωλεία.
 
 
 Το «Δέκα Μικρές Εικονογραφημένες Ιστορίες» εκδόθηκε από τον «Νέο Αστρολάβο/Ευθύνη» το Δεκέμβριο του 2012, στην Αθήνα. Κατά καιρούς διηγήματά του έχουν αναδημοσιευτεί στις σελίδες των «Αργολικών» (http://argolika.gr/index.php/2014-25-96-44-85-11/2013-44-34-89-23-12/2013-500-600-700/6146-d-magriplhs
)

  

Μη μαζεύεις μου λες…

  Όλο παραπονιέσαι πως κουράζεσαι. Πως δεν αντέχεις τον κόσμο τον πολύ και τα γούστα του και κάθε χρόνο αφαιρούμε σερβίτσια από το γιορτινό ...