Παρασκευή 16 Οκτωβρίου 2015

Δ. Γ. Μαγριπλής: Συνομιλώντας με τον ποιητή και διηγηματογράφο Αλέξανδρο Βαναργιώτη, με αφορμή το βιβλίο του: «Η θεωρία των Χαρταετών», Παράξενες μέρες, 2013, σσ 148, ISBN: 618-80905-0-4




Τον Αλέξανδρο Βαναργιώτη πρωτοσυνάντησα  λογοτεχνικά, στο αφιέρωμα του περιοδικού «Πλανόδιον», για τον Πατρινό ποιητή Χρήστο Λάσκαρη . Έκτοτε τον παρακολουθούσα σε αρκετά επώνυμα λογοτεχνικά περιοδικά, είτε στην έντυπή τους μορφή, είτε στην ψηφιακή - διαδικτυακή τους έκδοση, που τελευταία τείνει να τα αντικαταστήσει. Στον κόσμο αυτό, της διαδικτυακής  πραγματικότητας, μας δόθηκε και η ευκαιρία μιας πιο στενής επαφής. Όπως ήταν φυσικό, η κοινή αγάπη για την συγγραφή αλλά και ιδιαίτερα για την κλειστή φόρμα, μας οδήγησε στην αμοιβαία ενημέρωση για τους κόπους μας. Έφτασαν λοιπόν με το ταχυδρομείο δύο καλαίσθητα βιβλία. Τα «Διηγήματα για το τέλος της μέρας», από τις  εκδόσεις «λογείον»(2009) και  η  «Η θεωρία των χαρταετών», από τις εκδόσεις «Παράξενες μέρες» (2013).  Αρχικά τα ξεφύλλισα και διέκρινα μεράκι τυπογραφικό αλλά και διάθεση από την μεριά των εκδοτών. Αυτό με χαροποίησε και αισθάνθηκα αισιοδοξία. Τίποτα  δεν χάθηκε. Η  ποιότητα – κόντρα στα συμφέροντα και την απάτη των ημερών (σε όλα τα επίπεδα), συνεχίζει να υπάρχει. Φυσικά απευθύνεται στους μυημένους και όχι σε εκείνους που από καθωσπρεπισμό αγοράζουν με τα ρέστα και ένα βιβλίο από το σουπερμάρκετ. Πόσο μάλλον όταν και το περιεχόμενο είναι άριστο, απόρροια τόσο του ταλέντου, όσο και των σπουδών του συγγραφέα. Φιλόλογος, διορισμένος στην μέση εκπαίδευση γεννημένος στα Τρίκαλα Θεσσαλίας, ο Αλέξανδρος Βαναργιώτης, αποτελεί ένα ακόμη παράδειγμα μιας νεώτερης γενιάς ποιητών και πεζογράφων που εμφανίστηκαν μετά το 2000 και είναι ικανοί να υποσχεθούν πολλά για το μέλλον. Έχουν όμως να πολεμήσουν με το «ευπώλητο» και άλλες συνάφειες του κατεστημένου, αν και στο τέλος η ποιότητα δεν χάνεται και αυτή μόνο παραμένει στο χρόνο. Η ποιότητα διακρίνεται από τα εξής χαρακτηριστικά:
α. το γεγονός ότι η συγγραφή θεμελιώνεται σε γλώσσα απλή και καλοδουλεμένη.
β. το αφήγημα βασίζεται  σε ένα βιωματικό ρεαλισμό που διακατέχεται από συναισθηματική φόρτιση
γ. εκδιώκεται κάθε είδους λογοτεχνική πόζα, μη επιτρέποντας τα ονειρογενή στοιχεία να μεταβάλουν το αποτέλεσμα σε χλιαρότητα.
Και τα τρία παραπάνω υπηρετούνται στην γραφή του Θεσσαλού συγγραφέα, τουλάχιστον στην πλειονότητα των διηγημάτων του. Τα πεζά  του χωρίζονται σε δύο κατηγορίες, που τις διακρίνει το μέγεθος. Αυτά που έχουν την μορφή διηγήματος και εκείνα που μοιάζουν με στιγμιότυπα. Τα τελευταία είναι, θα έλεγε κανείς, ποιητικές φόρμες και μαρτυρούν ότι ο συγγραφέας υπηρέτησε και υπηρετεί και αυτή τη  μορφή του λόγου. Αυτό δεν μας ξενίζει γιατί όντος το διήγημα είναι η ποίηση του πεζού λόγου και ως  πιο ευρύχωρη φόρμα, αποτελεί συχνά το πέρασμα για πολλούς ποιητές μας. Εδώ όμως μιλάμε για τον πεζογράφο και τα διηγήματά του που διακατέχονται από αγάπη για τον συνάνθρωπο, τον πόνο της μοναχικότητας, την ερημία των πόλεων και την ανησυχία του θανάτου. Ο συγγραφέας μοιράζεται τον άλλο σαν εαυτό και αναδύει μέσα από τις μικρές ιστορίες του μια ορθόδοξη  βιωματική θεολογία.
Θα κλείσω με μία εικόνα που μου γέννησε η μελέτη της δουλειάς του: « Μια στάση σε ένα επαρχιακό δρόμο, ένας άνθρωπος που κοιτά το απέραντο και οι μνήμες σπασμοί που αλλοιώνουν το πρόσωπο. Κάθε πόνος ρυτίδα και κάθε καημός ένα ακόμη λουλούδι να ανθίζει στην φύση».

Τι πιο καλύτερο όμως από το να μας κάνει γνωστή την γραφή του ο ίδιος ο συγγραφέας:


Δ. Μ. : Ποιητής ή διηγηματογράφος Αλέξανδρε;
Α. Β. : Αφηγούμαι ιστορίες είτε χρησιμοποιώ τον πεζό είτε τον ποιητικό λόγο. Θα συμφωνήσω ότι το διήγημα είναι μια πιο μεγάλη ποιητική φόρμα. Μικρός έγραφα ποιήματα. Ακόμα γράφω.  Αγαπώ πολύ την ποίηση. Άλλωστε τα περισσότερα βιβλία που διαβάζω είναι ποιητικές συλλογές.

Δ.Μ.: Από τον  Παπαδιαμάντη μέχρι τον Γιώργο Ιωάννου και τον Ηλία Παπαδημητρακόπουλο, το ελληνικό διήγημα έχει στιγμές απογείωσης. Ποιες οι κύριες επιδράσεις σου;
Α.Β.:  Έχω διαβάσει σχεδόν όλο το έργο και των τριών συγγραφέων. Όμως επειδή τον Παπαδιαμάντη και τον Ιωάννου τους διάβασα σε μικρότερη ηλικία και λάτρεψα τη γραφή και το ήθος τους, νομίζω ότι με επηρέασαν βαθύτατα και οι δύο. Το θέμα των επιδράσεων βέβαια χωράει πολλή συζήτηση. Η αφομοιωμένη επίδραση είναι αυτή που έχει αξία, αλλιώς πρόκειται για ανούσια μίμηση. Όταν όμως μιλάμε για αφομοιωμένη επίδραση στην ουσία μιλάμε για ένα υλικό που έχεις μέσα σου είτε ως εμπειρία, βίωμα είτε ως τραύμα, το οποίο αναδύεται, όταν σε αγγίξει μια συγκίνηση που προέρχεται από την εμπειρία, βίωμα ή τραύμα κάποιου άλλου. Είναι ζήτημα συγγένειας πνευματικής περισσότερο και λιγότερο επίδρασης.

Δ.Μ.: Πόση σημασία έχει η μελέτη και οι σπουδές στην θεμελίωση μιας καλοδουλεμένης γλώσσας, αρκεί το ταλέντο ή ακόμη και οι κύκλοι δημιουργικής γραφής;
Α.Β.: Δεν πιστεύω ότι οι κύκλοι δημιουργικής γραφής μπορούν να δημιουργήσουν έναν συγγραφέα. Ασφαλώς οι σπουδές και η μελέτη συμβάλλουν στη διαμόρφωση της γλώσσας. Όμως το ταλέντο  και η παρατήρηση  της ζωής ως θαυμαστό και αξιοπρόσεχτο πράγμα είναι αυτά που αποτελούν την αφετηρία μιας συγγραφής. Από κει και πέρα χρειάζεται βέβαια διαρκής και επίπονη δουλειά.

Δ.Μ.: Ξερή περιγραφή ή βιωματικός ρεαλισμός; Τι από τα δύο προκρίνεις ως απαραίτητη προϋπόθεση ενός καλού διηγήματος;
Α.Β.: Σαφέστατα τον βιωματικό ρεαλισμό.  Οτιδήποτε γράφουμε αποκτά άλλη δύναμη όταν εμβαπτίζεται στο βίωμα, όπως ακριβώς τα μέταλλα γίνονται πιο ανθεκτικά όταν εμπλουτίζονται και μετατρέπονται σε κράματα.

Δ.Μ.: Στην εποχή μας, η έλλειψη χρόνου, η ένταση και η κυριαρχία της εικόνας οδηγούν στην αδυναμία προσήλωσης σε κείμενα που δεν αυτοπεριορίζονται.  Αυτό σημαίνει την ηγεμονία της κλειστής φόρμας ή ακόμη ζούμε στην εποχή των τεράστιων λογοτεχνικών τομιδίων; 
Α.Β.: Έχουμε περάσει εδώ και πολλά χρόνια στην μικρή φόρμα. Οι  ταχύτητες της εποχής και η κούραση των ανθρώπων, σε συνδυασμό με την κυριαρχία της εικόνας και του διαδικτύου, περιόρισαν την κυκλοφορία εκτεταμένων κείμενων.  Αναφέρομαι πάντα σε ποιοτικά κι απαιτητικά κείμενα. Διότι υπάρχει και ο εύπεπτος χυλός που κυκλοφορεί και πωλείται πολύ.

Δ.Μ.: Στα διηγήματά σου υπάρχει καλοσύνη, συγχωρητικότητα, αγάπη στον πλησίον και γενικά έντονος ανθρωποκεντρισμός. Πρόκειται για μια δική σου θεολογία;
Α.Β.: Τα στοιχεία αυτά τα βρίσκει κανείς σε πολλούς συγγραφείς παλαιότερους και σύγχρονους. Θα αναφέρω πάλι τον Παπαδιαμάντη, τον Ιωάννου, τον Κόντογλου,  τον Λειβαδίτη, αλλά και τον  Γιώργο Μαρκόπουλο, σύγχρονο ποιητή, ο οποίος σε μια συνέντευξή του στην  τηλεοπτική εκπομπή «ιχνηλάτες» στον Δαυίδ Ναχμία είχε πει κάτι που με συγκλόνισε:  «Έχω τάξει τον εαυτό μου να είμαι υπηρέτης του καλού και ταυτοχρόνως να αποσιωπώ το κακό. Όταν όλοι, πιστέψτε με, πράξουμε το ίδιο, να αποσιωπήσουμε δηλαδή το κακό, τότε θα δείτε ότι το καλό θα λάμψει δέκα φορές περισσότερο» είπε τότε, και σ’ ένα ποίημά του γράφει «ας κοιτάξουμε για μια στάλα αγάπη, όπως οι φτωχοί ψωνίζουν κουβέρτες στα πανηγύρια».  Μεγάλωσα σε μια οικογένεια με χριστιανική πίστη. Μικρός ήμουν παπαδάκι, πήγαινα κατηχητικό και το καλοκαίρι παραθέριζα σε κατασκηνώσεις της μητρόπολης Τρικάλων. Πολύ νωρίς, από τα πρώτα φοιτητικά μου χρόνια, επισκέφτηκα και το Άγιο Όρος. Τόσο το πρότυπο των γονέων όσο και τα μηνύματα του ευαγγελίου με επηρέασαν. Πιστεύω βαθύτατα στην αγάπη και  στον συνάνθρωπο. Και ο Θεός στον οποίο πιστεύω είναι επίσης Θεός αγάπης και συγχώρησης.

Δ.Μ.: Μεταμοντέρνος συγγραφέας ή απλά παιδί της εποχής σου;
Α.Β.: Για να είμαι ειλικρινής δεν νιώθω καν  συγγραφέας. Είμαι ένας άνθρωπος που γράφει,  γιατί ένα ποτάμι ανεβαίνει μέσα μου και με πνίγει. Έχω ανάγκη να μιλήσω για κάποια πράγματα και αυτό κάνω πότε κλαίγοντας πότε παίζοντας (ελπίζω το παιχνίδι και ο πειραματισμός να μην θεωρούνται μεταμοντέρνα). Ασφαλώς όλοι είμαστε παιδιά μιας εποχής.

Δ.Μ.: Δώσε μας σε μια εικόνα ή σε ένα ρυθμό, το ιδιαίτερο της γραφής σου.
Α.Β.: Ταξίδευα κάποτε οδικώς με την κόρη μου προς τη Λιβαδειά, όπου υπηρετούσα. Ήταν άνοιξη, γύρω τα πάντα ανθισμένα, αλλά θλιμμένα. Μια βαριά συννεφιά μας συνόδευε. Ψηλά στις πλαγιές του Μπράλου, την ώρα που ο ήλιος έγερνε  προς τον ορίζοντα, άνοιξαν ξαφνικά τα σύννεφα και μας αγκάλιασε ένα μειλίχιο φως. Ένα πορτοκαλί φίλτρο τα έκανε όλα ακόμα πιο όμορφα. Νιώσαμε τότε και οι δύο σαν να εισέβαλε εκείνη η στιγμή στην αιωνιότητα, σαν να σταμάτησε ο χρόνος και να κάναμε βόλτα στον παράδεισο. Όταν γράφω, αισθάνομαι ότι προσπαθώ να αποδώσω εκείνη τη στιγμή κι εκείνο το φως, όποιο κι αν είναι το θέμα μου.


www.tempo24.gr (Ηλεκτρονική εφημερίδα, ειδήσεις και νέα από την δυτική Ελλάδα και την Πελοπόννησο), Πάτρα 16 /10 / 2015 σελ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Δ. Μαγριπλής : Η μυθολογία μιας μουσικής μπάντας , μέσα από την πέννα της Κρίστης Στασινοπούλου. Μια συνομιλία με την συγγραφέα.

  Την Κρίστη Στασινοπούλου και τον Στάθη Καλυβιώτη τους γνωρίζω από την δεκαετία του ’80. Προσωπικά τον Στάθη τον παρακολουθώ από τα μαθητικ...