Πέμπτη 26 Ιανουαρίου 2017

Δημήτρης Γ. Μαγριπλής: «Τα καναπεδάκια της ανεργίας» κριτική της Έρης Ρίτσου

κείμενο : Έρη Ρίτσου 

Μια συλλογή «μικροδιηγημάτων», όπως τα αποκαλεί ο ίδιος ο συγγραφέας, είναι η συλλογή Τα καναπεδάκια της ανεργίας. Πραγματικά πρόκειται για μικρά σε έκταση διηγήματα, που όμως το καθένα αποκαλύπτει έναν κόσμο ολόκληρο.
Η συλλογή εισάγεται με το διήγημα «Η χώρα της αφθονίας» που, με τον όποιο συμβολισμό του, ξεκινά σχεδόν σαν μια αφήγηση επιστημονικής φαντασίας. Ο αφηγητής ακολουθεί έναν γηγενή που επιστρέφει στη χώρα της αφθονίας περνώντας «όλα τα χρώματα της δικής μας επικράτειας» και φτάνοντας στην πύλη ενός τεράστιου τείχους, το οποίο φρουρεί ένας αμίλητος φύλακας. Σε μια παράξενη πολιτεία που δημιουργεί κλειστοφοβικά αισθήματα, και που μοιάζει σαν μια τεράστια παγίδα. Κλειστή ολούθε, χωρίς διαφυγή, μουντή, με έναν διαρκή βόμβο να ακούγεται, με τον λόγο και κάθε προσπάθεια ομιλίας και επικοινωνίας να έχουν καταργηθεί. Το μόνο που μπορούν να κάνουν οι κάτοικοί της είναι να καταναλώνουν. Να αγοράζουν τα πάντα. Χωρίς χρήματα. Μόνο με τη χρήση κάρτας. Και φυσικά να εργάζονται διαρκώς αμίλητοι. Δυνατότητα λόγου αποκτούν μόνο μετά από χρήση φαρμάκων αλλά και τότε μιλούν μόνο σε καθρέφτες απέναντί τους. Ο αφηγητής, μην μπορώντας να αντέξει τη χώρα της αφθονίας, δραπετεύει. Γαντζωμένος πάνω του, τον ακολουθεί και ο γηγενής στη χώρα των αισθήσεων.
Συμβολικό το διήγημα; Σε έναν βαθμό ναι, αλλά όχι και τόσο, μια που την εμπειρία την έχουμε. Ζήσαμε τα χρόνια της αφθονίας, με τον καταναλωτισμό, την επιδερμικότητά τους, τις στρεβλές αξίες τους, την απώλεια της ουσίας χάριν του φαίνεσθαι. Μόνο που η δική μας επιστροφή στη «χώρα των αισθήσεων» έγινε με ανώμαλη προσγείωση και το τράνταγμα που αισθανθήκαμε μας ακολουθεί και θα μας ακολουθεί.
Τα διηγήματα αυτής της συλλογής αποτελούν στην ουσία μια εικόνα της νεοελληνικής πραγματικότητας των χρόνων πριν την κρίση και στη διάρκειά της, με αναφορές και στο πιο μακρινό παρελθόν που, χωρίς να είναι ο παράδεισος, ήταν η τάξη του σύμπαντος σε ανθρώπινα μέτρα. Στις σελίδες του βιβλίου παρελαύνουν χαρακτηριστικές κατηγορίες ανθρώπων της ελληνικής κοινωνίας. Εργαζόμενοι με νοοτροπία λούμπεν που στα χρόνια της αφθονίας ξοδεύουν «μύρια» για πλάκα, γραφειοκράτες, εκπρόσωποι της Εκκλησίας, πολιτικοί, επιχειρηματίες, αγρότες, εργαζόμενοι που αγωνιούν για την ανανέωση της σύμβασής τους, άνεργοι.
Ο ρεαλισμός με τον οποίο περιγράφονται όλες αυτές οι καταστάσεις μπολιάζεται από σουρεαλιστικές πινελιές που δημιουργούν μια αίσθηση γκροτέσκου και τονίζουν ακόμα περισσότερο τον παραλογισμό των όσων βιώνουμε καθημερινά. Ο συγγραφέας σαρκάζει και αυτοσαρκάζεται, μας κλείνει το μάτι, και με ένα ιδιότυπο χιούμορ μάς κάνει να χαμογελάμε πικρά αναγνωρίζοντας πράγματα που όλοι έχουμε ζήσει
Η ματιά του Μαγριπλή κριτική, και η πένα του καυστική, καταγγέλλει τη γραφειοκρατία, το ψεύδος και τα κούφια λόγια των πολιτικάντηδων, την υποκρισία «του καλού κόσμου», τα φαινόμενα του τζόγου και της ανούσιας κατανάλωσης, την ανθρωποφαγία στην οποία καταδικάζεται να καταλήξει ο κόσμος μέσα σε συνθήκες ολοένα αυξανόμενης ανεργίας και φτώχειας. Παράλληλα, δεν παραλείπει να αναφερθεί και στα φωτεινά παραδείγματα εκείνων που δεν έχουν χάσει το μέτρο και την ανθρωπιά τους. Η ανεργία είναι πάντα ένα θέμα που καίει και ο συγγραφέας σχολιάζει πικρά την ανεργία των πτυχιούχων, ενώ δεν αφήνει στο απυρόβλητο και τα «προοδευτικά» αφεντικά με νοοτροπία «Ελληνάρα», που ανθούν εντός και εκτός της χώρας.
Ο ρεαλισμός με τον οποίο περιγράφονται όλες αυτές οι καταστάσεις μπολιάζεται από σουρεαλιστικές πινελιές που δημιουργούν μια αίσθηση γκροτέσκου και τονίζουν ακόμα περισσότερο τον παραλογισμό των όσων βιώνουμε καθημερινά. Ο συγγραφέας σαρκάζει και αυτοσαρκάζεται, μας κλείνει το μάτι, και με ένα ιδιότυπο χιούμορ μάς κάνει να χαμογελάμε πικρά αναγνωρίζοντας πράγματα που όλοι έχουμε ζήσει, αναγνωρίζοντας τελικά τον ίδιο μας τον εαυτό μέσα σε κάποιες από τις ιστορίες του.
Τέλος, θα έλεγα πως η διαδρομή του βιβλίου είναι κατά κάποιον τρόπο η διαδρομή τούτου του τόπου. Ξεκινώντας με το πρώτο διήγημα «Η χώρα της αφθονίας», αναφορά στα χρόνια της κατανάλωσης, τελειώνει με τον τρεφόμενο από σκουπίδια ήρωα του διηγήματος «Στον κάδο μου» και το γενικό ξεπούλημα της πατρώας γης στο «Antistathite».
Η συλλογή Τα καναπεδάκια της ανεργίας του Δημήτρη Μαγριπλή είναι ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον, χιουμοριστικό και πικρό χρονικό της Έρημης Χώρας.
Τα καναπεδάκια της ανεργίας
Δημήτρης Γ. Μαγριπλής
Κριτική
144 σελ.
ISBN 978-960-586-129-2

πρώτη δημοσίευση  :http://diastixo.gr/kritikes/ellinikipezografia/6299-ta-kanapedakia-tis-anergias

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Μη μαζεύεις μου λες…

  Όλο παραπονιέσαι πως κουράζεσαι. Πως δεν αντέχεις τον κόσμο τον πολύ και τα γούστα του και κάθε χρόνο αφαιρούμε σερβίτσια από το γιορτινό ...