Τετάρτη 13 Μαρτίου 2024

Δ. Μαγριπλής : Η μυθολογία μιας μουσικής μπάντας , μέσα από την πέννα της Κρίστης Στασινοπούλου. Μια συνομιλία με την συγγραφέα.

 


Την Κρίστη Στασινοπούλου και τον Στάθη Καλυβιώτη τους γνωρίζω από την δεκαετία του ’80. Προσωπικά τον Στάθη τον παρακολουθώ από τα μαθητικά μας χρόνια και τους «Ανυπόφορους» μια πανκ μουσική μπάντα, που την αγαπήσαμε και την ακολουθήσαμε στις συναυλίες της. Το ίδιο παρακολούθησα άλλοτε δια ζώσης και πάντα ως θερμός ακροατής το σχήμα που ταίριαξε με την ξεχωριστή Κρίστη Στασινοπούλου και σημάδεψε τα  μουσικά δρώμενα της εγχώριας αλλά και της διεθνούς μουσικής σκηνής. Σε αυτό το πολυπολιτισμικό  στερέωμα  γράφουν μια λαμπρή καριέρα , αφήνοντας το δικό τους αποτύπωμά, μια μουσική υπογραφή που ξεσηκώνει το κοινό σε όλες τις γωνιές του πλανήτη, εκπροσωπώντας το ελληνικό που γίνεται  παγκόσμιο, με ήχους και στίχους σύγχρονους και παράλληλα τόσο παραδοσιακούς που αγγίζουν τις ρίζες,  αλλά και τις καρδιές μας. Ένα μεγάλο κομμάτι αυτής της διαδρομής καταγράφει η Κρίστη Στασινοπούλου στο βιβλίο της «Ημερολόγια On the Road » που εκδόθηκε στην Πάτρα από τις εκδόσεις “Opportuna”, το 2023. Αυτό ήταν η αφορμή για μια συνομιλία με την συγγραφέα που φυσικά την μεταφέρω εδώ αυτούσια :   

 

 

Ανατολή ή Δύση Κρίστη; Έχει η μουσική σας ταυτότητα;

 

Ταυτότητα δεν έχει η μουσική μας, έχει όμως το δικό της αποτύπωμα. Είναι το αποτύπωμα των διαφορετικών μουσικών επιρροών που έχουμε δεχτεί και δεχόμαστε, όσοι γεννηθήκαμε, μεγαλώσαμε και ζούμε ακριβώς ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση. Δύσκολο γεωπολιτικά… Μοναδικό και πολύ ενδιαφέρον, πολιτισμικά!

 

Θεατρικό ελεύθερο δράμα ή στημένη παρουσία μια μπάντας στην σκηνή;

 

Ανάλογα τη μέρα… απαντά η Ειλικρίνεια. Άλλες μέρες, ναι, πρόκειται για ένα ελεύθερο, όχι θεατρικό, αλλά αληθινό δράμα που εξελίσσεται πάνω στη σκηνή και φέρνει την Κάθαρση. Κάποιες φορές ωστόσο, μπορεί και να πρόκειται απλά για τη στημένη παρουσία μιας μπάντας πάνω στη σκηνή, ώστε να βγει το αναγκαίο νυχτοκάματο. Τυχερός ο ακροατής/θεατής που πετυχαίνει τη πρώτη περίπτωση. Συμβαίνει όμως συχνά, ο ίδιος ο ακροατής/θεατής, με τη συμμετοχή και τον συντονισμό της συγκίνησής του, να μεταμορφώσει μαγικά τη διάθεση των μουσικών εκεί πάνω και να οδηγήσει και τους ίδιους και το κοινό σε ένα ακόμα αληθινό, δημιουργικό δράμα και στην πολυπόθητη Κάθαρση.

 

Κρίστη Στασινοπούλου και Στάθης Καλυβιώτης. Συνάντηση μουσική που γεννά το ιδιαίτερο ύφος και ήχο σας. Έτσι ξεκινάει ο "δρόμος";

 


Ναι. Έτσι ξεκίνησε το 1989 ο μακρύς και όμορφος κοινός μας δρόμος με τον Στάθη. Ο «δρόμος» των μουσικών μας περιοδειών και οι ημερολογιακές αφηγήσεις μου στο βιβλίο ξεκινούν περίπου το 1998, 2000 και φτάνουν μέχρι το 2020, λίγο πριν κλειστούμε σπίτια μας εξ αιτίας της πανδημίας.

 




Τοπία , τόποι, άνθρωποι, μουσική, περιοδείες, μαγικό χαλί το βιβλίο σου. Που μας ταξιδεύει;

 

Από το, απέραντης έκτασης, μουσικό φεστιβάλ του Γουίνιπεγκ στη Μανιτόμπα του Καναδά, το Διεθνές Τζαζ Φεστιβάλ του Μόντρεαλ στο
Κεμπέκ, το καλοκαιρινό  Σάμερ Στέιτζ Φέστιβαλ στο Σέντραλ Παρκ της Νέα Υόρκης, το Κένεντι Σέντερ της Ουάσινγκτον, μέχρι το νότιο ημισφαίριο, στα πολιτιστικά κέντρα άγνωστων μεγαλουπόλεων της Βραζιλίας, αλλά και στις πλατείες χωριών στη μέση του πουθενά της
απέραντης χώρας, σε πολιτιστικές συναυλίες σαν τις δικές μας των Δήμων, με παιδάκια να τρέχουν γύρω μας. Από την εξωτική Σάντα Κρουζ της Τενερίφης,  κάτι ανάμεσα σε Ισπανία και Αφρική, μέχρι τα γκρίζα βιομηχανικά λιμάνια της Βόρειας θάλασσας, μπροστά σε ανέκφραστο κοινό, που… δεν μπορείς να καταλάβεις αν τού αρέσεις ή όχι, μέχρι που ξαφνικά, στο τέλος του λάιβ …ξεσπούν σε κλάματα με λυγμούς και δεν σ’ αφήνουν να φύγεις. Από τις πολύχρωμες, μικρές σκηνές των επαρχιακών πόλεων της Ιβηρικής χερσονήσου, μέχρι τα μαύρα, αντεργκράουντ  κλαμπάκια λαμπερών, ευρωπαϊκών μεγαλουπόλεων και πιο πέρα ακόμα, μέχρι το πονεμένο Ερεβάν της Αρμενίας, κάτω από το μονίμως χιονισμένο Αραράτ. Από τις αγαπημένες μας αμμουδιές της Ανάφης, μέχρι τις απέραντες, αμμουδερές παλίρροιες και τα παραθαλάσσια χιπο-λαϊβάδικα της Γκόα. Με αεροπλάνα και βανάκια… «και με τους φίλους τους παλιούς», δηλαδή με τη μπάντα μας και τα πολλά και βαριά, ηλεκτρικά, ηλεκτρονικά, αλλά και παραδοσιακά, μουσικά μας όργανα.

 

Μας ταξιδεύεις με την μουσική αλλά και με την συγγραφή σου. Τι μαγεύει εσένα περισσότερο;

 


Και τα δυο μαζί φέρνουν μέσα μου μια πάλη, αλλά και μιαν αρμονία. Είναι σαν μια ζυγαριά ανάμεσα στην κοινωνικότητα και τον μοναχισμό, που προσπαθώ να την κρατώ στα ίσα της.

 



Εκδόσεις Opportuna στην Πάτρα. Εντυπώσεις από αυτό το ταξίδι συγγραφής και έκδοσης.

 

Τις εκδόσεις opportuna τίς ήξερα από την πολύ ωραία έκδοση με τα Άπαντα του Κουτρουμπούση. Κι έτσι χάρηκα πολύ, όταν μού ήρθε ένα μήνυμα από την Μαρία Κατεργάρη, που δεν την γνώριζα ακόμα, ότι ενδιαφέρονταν από τις εκδόσεις αυτές, να κυκλοφορήσουν ξανά το Επτά Φορές στην Αμοργό ή, κάτι καινούργιο μου, αν είχα κάτι έτοιμο. Είχα πριν κάνα δυο μήνες τελειώσει τα Ημερολόγια On the Road.  Τους άρεσε, τους άρεσαν και τα μολυβένια μου σκιτσάκια -μέρος κι αυτά των ταξιδιωτικών περιγραφών μου- και προχωρήσαμε. Με την επιμέλεια και με δυο τρεις σωστές συμβουλές του Νίκου Παπαχριστόπουλου, έστησαν μια πολύ καλαίσθητη και εύχρηστη για τον αναγνώστη έκδοση. Έφτιαξε και ο γραφίστας συνεργάτης τους, Κωνσταντίνος Καταγάς ένα φευγάτο, αλλά και ακριβές του περιεχομένου, εξώφυλλο-οπισθόφυλλο και είμαι πολύ ευχαριστημένη που το Ημερολόγια On the Road βγήκε έτσι απλά και εύκολα, από τις εκδόσεις opportuna, που τις νιώθω πλέον σαν σπίτι μου. Είναι και που αγαπώ τη Πάτρα και τα ψηλά βουνά της Αρκαδίας πίσω της και μ’ αρέσει πολύ, που το βιβλίο μου ξεκίνησε από κει το ταξίδι του...

 

 

Κρίστη Στασινοπούλου : Ηθοποιός, συγγραφέας, σκιτσογράφος, μουσικός . Τι επικρατεί τελικά ;

 


Ηθοποιός δεν είμαι, ούτε ήθελα ποτέ να γίνω.  Και τι ήθος να ποιούσα; Μεγάλο το ερώτημα. Συγγραφέας… πέφτει κάπως υπερβολικό για μένα. Σκιτσογράφος… πολύ μου αρέσει. Να είχα πάει και σε καμιά σχολή σχεδίου, θα μού ήταν πιο εύκολο. Μουσικός και τραγουδίστρια… αυτό είμαι μια ζωή, αλλά προσπαθώ να την βγάλω πια από πάνω μου αυτή τη ταμπέλα. Μ΄ αρέσει πλέον να βλέπω τον εαυτό μου απλά ως περιπατήτρια, παρατηρούσα και καταγράφουσα. Γι’ αυτό και προσδοκώ …ωραίους περίπατους στην ανοιξιάτικη φύση της Τριφυλίας και στους υπέροχους, ασημένιους ελαιώνες της.

 

Πέμπτη 6 Ιουλίου 2023

Χρώμα και λόγος

 

Χρώμα και λόγος
Αγγελική Κοκονάκη: Προσκυνηματική έξοδος. Δημήτρης Γ. Μαγριπλής: Στα τέταρτα του χρόνου

Δημήτρης Γ. Μαγριπλής
ζωγραφική: Αγγελική Κοκονάκη

Σταμούλης Αντ., 2010
96 σελ.
ISBN 978-960-6887-33-8










Η συνεργασία με ένα εικαστικό αποτέλεσε για μένα μια πρόκληση, όχι μόνο για το τελικό αποτέλεσμα, μα για τη διαδρομή και την επικοινωνία με ένα μονοπάτι της ανθρώπινης φαντασίας που δύσκολα θα έλεγα το κατέχω και φυσικά το κρίνω. Η επικοινωνιακή δυνατότητα όμως, που μας έδωσε η έκδοση της πρώτης λογοτεχνικής μου απόπειρας, με οδήγησε να καταλήξω ότι είτε μέσα από το χρώμα, είτε μέσα από τον ποιητικό ή λογοτεχνικό λόγο γενικότερα, μπορούμε, όπως τονίζει και η Αγγελική Κοκονάκη, να μιλήσουμε για κάτι που φαντάζει ορθολογικά αδύνατο. Πόσο μάλλον όταν ο όποιος βιωματικός δρόμος, μέσα από την τέχνη, καταλήγει σε συγγενικές ονειρικές προτυπώσεις. Τότε επέρχεται η έκπληξη.

Έτσι το «Στα τέταρτα του χρόνου», μια αυτοτελή ποιητική απόπειρα, εντάσσεται στην «Προσκυνηματική έξοδο» της φίλης ζωγράφου. Νομίζω ισότιμα και εξίσου εναγώνια στη πρόθεσή τους να βοηθήσουν σε μια υποκειμενική προσπάθεια προσδιορισμού του εαυτού και της σχέσης μας με τις ενέργειες της φύσης . Αφού περί της ουσίας, θα ήταν νομίζω υπόθεση μιας ορθολογικής καθαρά μορφής, λίγο ασυμβίβαστο με το διάλογο που κανονάρχησε αυτή
τη δουλειά.
Η προσπάθεια καταστολής του χρόνου δια της αιχμαλωσίας του θύμισε, τουλάχιστον από τη μεριά μου, περισσότερο ένα φωτογραφικό στιγμιότυπο , ή μια αντανάκλαση της φυσικής ομορφιάς στον εσωτερικό μου καθρέφτη . Κυριολεκτικά προσπάθησα να συλλάβω μια σκηνή από το φυσικό περιβάλλον , αντιπροσωπευτική μιας από τις τέσσερις εποχές και με τη πειθαρχία του γνώριμου σχήματος των 5 – 7 – 5 συλλαβών (Haiku), να το αποδώσω με το
στάλαγμα μιας μοναδικής νότας, αστραπιαία. Πρόκειται για την χωρίς βία χάραξη μιας μονοκονδυλιάς.
Δεν ξέρω αν το αποτέλεσμα μετά την καταγραφή του επιβίωσε ποιητικά, ιδιαίτερα μετά την παρέλευση της ιστορικά πρώτης συγκίνησης αλλά είμαι βέβαιος πως απέδωσε επι-κοινωνία με την εικαστικό που επιμελείται αυτής της εκδοτικής προσπάθειας.
Σίγουρα δεν ταυτιστήκαμε, άλλωστε αυτό δεν είναι επιζητούμενο, μα στο πλαίσιο της πειθαρχίας ενός διαλόγου, στην υπακοή της σειράς, στην αντίστοιχη προσπάθεια αφαίρεσης καρποφόρησε μια γλυπτική του λόγου και της εικόνας. Παράλληλα εκφράστηκε μια ικεσία στις δυνάμεις της φύσης σε όλα τα επίπεδα, στην περιφρονημένη της ιερότητα και στην αγωνία του τέλους της, όπως διαδίδεται. Τόσο το «Στα τέταρτα του χρόνου» όσο και η «Προσκυνηματική έξοδος» είναι μια αποκρυπτογράφηση, αποκάλυψη ψυχικών κεφαλαίων, μέσα από τη διαπίστωση ότι ο άνθρωπος είναι αναπόσπαστο στοιχείο της φύσης και μάλιστα λόγω ικανοτήτων έχει την υποχρέωση να ζει σε απόλυτη αρμονία μαζί της.
Όπως και στην κηπουρική, πράγμα οικείο και ιδιαίτερα αρεστό για μένα, αφήσαμε το τελικό άγγιγμα. Έτσι ο κήπος όσο κι αν φαίνεται ατελείωτος, δεν είναι παρατημένος. Αντίθετα δηλώνει το απόρρητο, το κρυφό, την αλήθεια. Αυτό είναι υπόθεση υποκειμενικής τραγικότητας στο δρόμο για την όποια υπαρξιακή προσωπική απάντηση.
Ο αναγνώστης λοιπόν ας συμπληρώσει μόνος του το λόγο, την εικόνα ή τον κήπο, ανάλογα με τις δικές του αρετές και διαθέσεις.
Φθινόπωρο του 2008
Δρ. Μαγριπλής Δημήτριος

Παρασκευή 26 Μαΐου 2023

Τόπος εξορίας

(ο πατέρας μου Γιώργος Ι. Μαγριπλής - καπετάν Φώτης της Εθνικής αντίστασης - ΕΛΑΣ, το 1947 στην Μακρόνησο )



Το καράβι πιάνει λιμάνι. Μακρόνησος. Η μπουκαπόρτα ανοίγει με θόρυβο. Ο κόσμος βγαίνει χαρωπά και ανηφορίζει προς το διοικητήριο. Στέκομαι με τον πατέρα μου και κοιτάμε.
-Τον βλέπεις αυτό τον δρόμο;
-Ναι.
-Από εδώ και από εκεί υπήρχαν αλφαμήτες με κάτι τεράστια ρόπαλα. Έβγαινες και έπρεπε να ανέβεις μέσα σε βρισιές και φωνές οργής. Το ξύλο έπεφτε σωρηδόν. Οι περισσότεροι έπεφταν κάτω προτού φτάσουν στο τέλος.
-Εσύ ανέβηκες;
-Ανέβηκα.
-Και αυτή και την ανηφόρα της ζωής, του είπα και τον αγκάλιασα.
-Πάμε;
-Θα πας μόνος σου πια και θα τα πούμε μετά. Θα σε περιμένω.
Κοιτούσα την ανηφόρα με τρόμο. Ψηλά, στο βάθος, το διοικητήριο και δίπλα μια ανοιχτή εκκλησία. Τα αγριοκάτσικα έκαναν βόλτες στο ιερό.
Ξεκίνησα με βάρος στο στήθος, κάθε ανάσα και λυγμός. Τα πόδια μου μετρούσαν τον χρόνο. Κάποτε έφτασα ασθμαίνων στο ύψωμα. Ένοιωσα τα ρούχα μου κουρέλια και το σώμα μου να πονά. Άντεξα όμως. Γύρισα πίσω να δω τον πατέρα μου. Πουθενά. Είχε φύγει μαζί με το πλοίο που έπλεε μέσα στο απέραντο γαλάζιο της μνήμης.
Ένα χέρι με αγγίζει. Γυρνώ. Ο γιος μου γελά.
-Θα έρθεις;
-Πού;
-Στο σπίτι.
-Μα έχω γυρίσει του λέω και χάνομαι στο μπλε του ουρανού…


πρώτη δημοσίευση : περιοδικό Fractal , τεύχος 109, https://www.fractalart.gr/topos-exorias/

Τετάρτη 1 Φεβρουαρίου 2023

Λόγος για το «Θηριοδαμαστήριο» (βιβλίο νανοδιηγημάτων) του Παναγιώτη Καποδίστρια και σκέψεις περί Διηγήματος

 


Θεωρώ ότι ζούμε σε μια εποχή που έχει κοπάσει η υπερπαραγωγή βιβλίων και ειδικά στο κομμάτι του ελληνικού  διηγήματος. Θέλεις το υψηλό κόστος της έκδοσης; Θέλεις η αίσθηση  ότι υπέρλαμπρο αστέρι δεν γίνεται εύκολα κάποιος; Θέλεις η συνειδητοποίηση πως κέρδος από την συγγραφή δεν είχαν παρά ελάχιστοι κορυφαίοι του είδους , σε μια χώρα με περιορισμένο αναγνωστικό κοινό και μια γλώσσα  που, παρά την σημαντικότητά της, δεν ξεφεύγει του χαρακτηρισμού μειονοτικής, σε σχέση με τον παγκόσμιο πληθυσμό;  Όπως και να έχει, λιγότερες εκδόσεις και κατά συνέπεια  λιγότερες προτάσεις γίνονται στο επίπεδο των αξιόλογων πονημάτων , που δεν σημαίνει και απαραίτητα ευπώλητων, μια και η παθογένεια του εύκολου κέρδους  ακόμη τυραννά τις όποιες επιλογές των λίγων εκδοτικών οίκων που συνεχίζουν να τυπώνουν, αλλά και  ορίζει την κοινή γνώμη, που  χειραγωγείται από τα επικοινωνιακά μέσα.  Προσωπικά λάτρης της αφαιρετικότητας παραμένω ακόλουθος της κλειστής φόρμας, με πλήρη αίσθηση πως πρέπει να βρίσκεται πιο κοντά στην ποίηση παρά στην μυθιστορηματική της μορφή. Το διήγημα δεν είναι ημερολόγιο και φυσικά δεν θα έπρεπε να είναι δημοσιογραφική καταγραφή, μα ούτε και εξομολόγηση. Ιδανικά είναι μια υπερρεαλιστική έκθεση συμβάντων και βιωμάτων, με τρόπο τέτοιο ώστε οι αισθήσεις να αποτυπώνουν την στιγμή. Άλλοτε ακαριαία και άλλοτε με την πάροδο του χρόνου. Όσο πιο ξαφνικά και όσο πιο λιτά, συγγενεύει με την πεζή ποίηση και όσο πιο πλατιά με μια πλήρη ιστορία, με αρχή μέση και τέλος. Σε κάθε περίπτωση είναι  μια άσκηση γραφής  που περιορίζεται μέσα σε κανόνες της τέχνης. Πρόκειται για  το ξετύλιγμα μιας παραμυθίας. Παραμένει έτσι ό,τι πιο δύσκολο υπάρχει στην λογοτεχνία του πεζού λόγου και αισθητικά προσιτό σε όσους ακόμη επιμένουν να διαβάζουν στην εποχή της εικόνας και της καπιταλιστικής ολοκλήρωσης. Στον κόσμο που ζούμε ελάχιστος χρόνος υπάρχει και ακόμη λιγότερος για μελέτη από ένα κοινό,  που ακόμη και τις ειδήσεις τις πληροφορείται διαδικτυακά και εν ολίγοις φευγαλέα, μέσα από τις εντυπώσεις οπτικοακουστικών υλικών, με ελάχιστες λεζάντες γραφής, ως σχόλια. Τα μεγάλα κείμενα ή τα μυθιστορήματα δεν μπορούν να ταιριάξουν με την ταχύτητα, τον χρόνο που ορίζει η εποχή και τον απόλυτο καταναλωτισμό που επιβάλλει. Άλλος παλεύει για να επιβιώσει και άλλος   πασχίζει να γίνει πλουσιότερος και διασημότερος, καλύτερος από το σύνολο, που ασθμαίνοντας ματαιοπονεί, ξορκίζοντας την κατάρρευση του παλαιού και την αυγή μιας καινούργιας εποχής που αναδύεται. Στους πόνους της γέννας δεν θα έπρεπε να υπάρχει ψέμα. Ουσιαστικά δεν υπάρχει η πολυτέλεια του δήθεν και η απίθανη βασιλεία του κενού. Μπορεί να είναι μια τρανή ευκαιρία για την ελληνική λογοτεχνία να συμβάλει στον επαναπροσδιορισμό πανανθρώπινων ιδεών, μέσα από την δυνατότητά της να καταγράψει, να αφυπνίσει, να απαλύνει, να λογαριαστεί με το σκοτάδι, να υπηρετήσει  το φως που είναι πλούσιο σε μια χώρα σαν την δική μας που με ευγένεια το παρέδιδε πάντα στην ανθρωπότητα. Και το όμορφο στην Ελλάδα είναι είδος που ενδιαφέρει και φυσικά εξάγεται. Το  διήγημα λοιπόν ανήκει στην ομάδα των καλών τεχνών. Είναι  απαιτητικό είδος , καθότι έχει κανόνες και τρόπους,  προϋποθέτει ευαισθησία και ικανότητα, ταλέντο και δυνατότητα καταγραφής αισθημάτων ακόμη και εκεί που  μόνο ο σκεπτόμενος διαβάτης – καλλιτέχνης   θα έδινε σημασία.


Ένας τέτοιος διαβάτης είναι ο Παναγιώτης Καποδίστριας. Ποιητής άλλωστε καταξιωμένος για τους γνωρίζοντες, αγαπά να περπατά με το χαρτί και την πένα του , όπως κάποιος άλλος με την κάμερα φωτογραφίζει τον ίσκιο του. Μια σκιά που κινείται μέσα από τα νοσταλγικά μάτια του «Απόμαχου» βοσκού, τα «Αναρτημένα ονόματα» της αλειτούργητης κυρίας Μαρκέλλας, την απελπισία και την μοναξιά στην «Πρωτοχρονιάτικη απόγνωση της φίλης» Λετίσιας, την επίγνωση του φθαρτού και του θανάτου στο «Δωμάτιο με τους καθρέφτες» και το «Χρυσό του στόμα» της καλοκάγαθης κυρίας Ευδοξίας. Ο συγγραφέας αγγίζει τον άνθρωπο είτε πρόκειται για τον σαλεμένο Ζήσιμο στην «Διάγνωση», είτε τον παλαιό γόη τον  Σπύρο στην «Δύση των πραγμάτων», ή ακόμη και τον εμμονικό γέροντα κουρέα στον «Φακό της ημέρας». Χαϊδεύει τον πόνο και κατανοεί τα λάθη και τις ιδεοληψίες ,  όταν διαφωνεί με τον Νικόλα στις «Θλιμμένες Τζακαράντες». Μοιράζεται το πικρό ποτήρι μιας ανολοκλήρωτης αγάπης στα «Ασώματα Likes» , την τρέλα που γεννά η μοναξιά στην «Μπουγάδα» της Αλεξάνδρας, την απομυθοποίηση ενός εκκοσμικευμένου κόσμου στις «Προθέσεις με Δοτική» και τον καημό που αναπηδά από τα βάσανα και της υγείας τα παθήματα στο «Θηριοδαμαστήριο 1994». Τα «Κάνει όλα», όπως η μετανάστρια Ιβάνα για να επιβιώσει σε ένα κόσμο που και το ανθρώπινο κορμί είναι είδος προς κατανάλωση, φτωχός και πένης, όπως ο Θοδωρής στα «Περιστέρια των Χριστουγέννων», περπατά και αισθάνεται σε ένα κόσμο «Παρακμιακό» που τα αισθητά νεκρώνονται και ο χρόνος χαμογελά και αποβάλλει κάθε στοιχείο κιτς ή αδιέξοδων ονείρων του «προΘανάτου».

Το «Θηριοδαμαστήριο» Νανοδιηγήματα (ISBN 978-960-91495-5-6), του Παναγιώτη Καποδίστρια , από τις εκδόσεις «Αληθώς – κέντρο Λόγου», Ζάκυνθος 2022, σσ 45, είναι ένα κόσμημα  που αξίζει να το αναζητήσει κανείς. Στην αισθητική του συμβάλλει επιπλέον και το χαρακτικό της Άριας Κομιανού, στο εξώφυλλο του βιβλίου.

https://plessasbook.gr/zakynthinh-locotexnia/37205-thhriodamasthrionanodihchmata.html

       

Πέμπτη 26 Ιανουαρίου 2023

Άλλο τουρισμός και άλλο ο εκτοπισμός

 


 


Ως τουρίστας χαίρομαι τα πάντα. Όλα μου φαίνονται υπέροχα και ενθουσιάζομαι με το διαφορετικό.  Αισθάνομαι  μια ατελείωτη έκπληξη και επιθυμώ να ζήσω όπως οι ντόπιοι, όσες μέρες βρίσκομαι στα ξένα. Εμένα δεν με αγγίζουν αρνητικές σκέψεις και τίποτα δεν με αποτρέπει από την εμπειρία. Απλά δεν φοβάμαι. Έχω αναπτύξει μια φιλοσοφία που ανέχεται τον άλλο , όχι για αυτό που θέλω μα για αυτό που είναι. Ποτέ δεν κάθισα να ρωτήσω λ.χ. γιατί τρώνε βατράχια ή χέλια. Εκείνο που με   απασχόλησε είναι το πώς. Κοιτούσα  με προσοχή και όταν έμαθα, άρχισα να καταβροχθίζω τεράστιες ποσότητες από πρίγκιπες που ατυχώς δεν ολοκλήρωσαν την αποστολή τους. Στην καλύτερη εκδοχή έμειναν μπουτάκια στο κουρκούτι, η έκαναν παρέα με σαλιγκάρια μέσα σε ριζότο .  Με το χέλι το ζήτημα είναι να συνοδεύσεις το φαγητό με το κατάλληλο τσίπουρο  και να φροντίσεις ώστε να μην γίνεις τύφλα. Άσε που και να γίνεις δεν ενοχλεί. Αρκεί να ξέρεις να αντιπαρέλθεις στην κατάσταση.  Κάθεσαι όσο χρειάζεται, πίνεις νερό και επισκέπτεσαι την τουαλέτα. Μετά από ένα δυο καφέδες είσαι έτοιμος να συνεχίσεις την περιήγηση. Πηγαίνεις χαρωπά στα αξιοθέατα. Κάστρα, μουσεία, πάρκα, πλατείες. Χουζουρεύεις στην καλοκαιρία. Μετράς τους περαστικούς και αφιερώνεις χρόνο σε δρώμενα και καθημερινότητες. Μικρά  μαγαζάκια που αναδύουν αρώματα και χρώματα.  Όλα ακέραια , καθαρά, επιθυμητά. Κάνεις τα ψώνια σου και νοιώθεις άρχοντας. Πάνω που αρχίζεις να συνηθίζεις όμως, πρέπει να φύγεις .  Αυτό  είναι το θέμα. Εκεί που νοιώθεις ντόπιος ξεβολεύεσαι. Άντε πάλι να είσαι ο ξένος και περιπλανώμενος. Εδώ είναι παράδεισος  και αρνείσαι να ξαναγυρίσεις στον μίζερο κόσμο σου. «Θα μείνω εδώ», λες και το εννοείς.

Το έχω δηλώσει κατ’ εξακολούθηση. Την τελευταία φορά φόραγα φεσάκι και κοιτούσα την γαλάζια απεραντοσύνη. Όλα οικεία και φιλόξενα. Η γη της Ιωνίας. Τόπος ονειρεμένος και αγαπητός. Στην Έφεσο, ανάμεσα στις πεσμένες κολόνες συνάντησα τον Ηράκλειτο. Μια  όμορφη κόρη πέρασε  σαν οπτασία. Το πέπλο της άγγιξε  τα πάντα με γλυκύτητα. Δίπλα στα ερείπια της παλιάς εκκλησίας καθόταν  ένα ερωτευμένο ζευγάρι. Έκαναν   σχέδια και οι θεοί, ωσεί παρόντες,  γελούσαν. Καλοκαίρι , τα παιδιά παίζουν με θόρυβο. Επάνω από τους λόφους περνάνε νταλίκες , μεταφέρουν τα αγαθά στο βορρά. Μια μπάλα σκάει κοντά μου. «Πέτα την» μου λένε οι σπόροι. Το κάνω και βάζω γκολ. Είμαι ήρωας. Βρήκα το σπίτι μου. Έχω ακόμη το κλειδί της εξώπορτας. Ανοίγω να πάρει αέρα ο χώρος. Γύρισα  για να μείνω.  

Με βόηθησε σε αυτό η ευκολία μου στις ξένες γλώσσες. Ήδη μιλούσα τα στοιχειώδη, συμπλήρωνα άγνωστες λέξεις  με τα χέρια μου, άφηνα και χώρο στην παγκόσμια γλώσσα του εμπορίου. Αναζητούσα  δουλειά και θα την είχα, αν δεν ξυπνούσα ένα πρωινό να ψάχνω τους φίλους μου. Είχαν όλοι προσαχθεί σε τοπικά αστυνομικά τμήματα για συζητήσεις σχετικά με τις απόψεις τους. «Αναρχικά στοιχεία», μου τόνισε ο ταβερνιάρης χαϊδεύοντας την κοιλίτσα του. Με έπιασε τρόμος, θα συλλάβουν και μένα. Ένας Έλληνας στην Σμύρνη. Μέχρι  να φύγω είχα εφιάλτες. Η γιαγιά μου με μαύρο τσεμπέρι , καθισμένη σε ένα μπόγο με ρούχα με κοίταγε.

- Τι κάνεις εδώ ; μου έλεγε και κοίταζε γύρω με φόβο. Τι να σώσει μέσα στις φλόγες; Την ψυχή και τα παιδία της. Μπήκε σε μια μαούνα και χάθηκε στην νέα πατρίδα.

Πεταγόμουν κάθιδρος, χάθηκε ο μύθος και ο έρωτας. Στους ίδιους δρόμους, που πριν τα γεγονότα έβλεπα μόνο άνθη και ωραίους κήπους, άρχισα να αναγνωρίζω ψυχιατρεία , φυλακές , νοσοκομεία, ακόμη και νεκροταφεία. Σε ένα μπήκα μέσα. Αν αφαιρέσεις τον σταυρό, ίδιο με τα δικά μας. «Πεθαίνουν και εδώ», είπα και με έπιασε τρόμος. Φτάνοντας στο λιμάνι έπεσα σε συνωστισμό. Πλήθος από ντόπιους φώναζαν συνθήματα και κρατούσαν σημαίες. Ένας παρακείμενος μου εξήγησε ότι διαδήλωναν την πίστη τους στο καθεστώς. Η απεραντοσύνη είχε γίνει «γαλάζια πατρίδα» και εγώ πέρασα απέναντι με τα χίλια. Ευτυχώς είχε μπουνάτσα και δεν με πείραξε η θάλασσα. Βγήκα στο νησί και ησύχασα. Έτρωγα γαριδούλες φρέσκιες και πάμφθηνες. Αποφάσισα  να παραμείνω, κοιτώντας την ακτή που είχα αφήσει. Μια συνεχής αλλαγή διέπει το σύμπαν μου. Πρέπει να το αποδεχθώ. Κανείς δεν μπορεί να μπει στην ίδια θάλασσα δύο φορές.

Στο πέμπτο  ουζέλι το γκαρσόνι με ρώτησε για την κατάστασή μου. Μετά  από ενδελεχή συζήτηση για την περιπέτειά μου, τον διαβεβαίωσα, «όλα καλά». Από μακριά μια φουσκωτή βάρκα έφερνε κόσμο. Στην παραλία κάποιοι κρατούσαν κουβέρτες και μοίραζαν μπουκάλια νερό. Ένα νοσοκομειακό παρέλαβε κάμποσους. Οι άλλοι περίμεναν. Δυο  παιδάκια έτρεξαν κατά πάνω μας. Θορυβήθηκα, μα είπα θα έρχονται για το μουσείο του αυτοδίδαχτου ζωγράφου. Εκείνα πλησίασαν και ζητούσαν φαί. Ο σερβιτόρος τα έδιωξε. Γύρισαν πίσω κλαμένα στην μάννα τους. Εκείνη, στα μαύρα ντυμένη, τα αγκάλιασε . Έπειτα έφυγαν όλοι. Μια μακριά παράταξη με την συνοδεία στρατού.


«Άλλο  ο τουρισμός και άλλο ο εκτοπισμός», μονολόγησα και κατηφόρισα ψύχραιμα, πατώντας στέρεα πάνω στην γη.  Μπροστά μου η θάλασσα και στο πολύ βάθος   βόμβες άφηναν ανάσες φωτιάς. Η  σκόνη σκέπαζε τις εικόνες, που εναλλάσσονταν  στον ζαλισμένο μου νου.  




πρώτη δημοσίευση : με τον τίτλο : "Άλλο τουρισμός και άλλο ο εκτοπισμός", στο λογοτεχνικό περιοδικό "Απόπλους" , έτος 33, τεύχος 93- 94, φθινόπωρο 2022, σσ. 52-5.  https://www.politeianet.gr/magazines/periodika-apoplous-teuchos-93-94-fthinoporo-2022-344041

αναδημοσίευση στο https://tempo24.news/eidisi/423970/allo-o-toyrismos-kai-allo-o-ektopismos στις 27/1/23 Γνώμες 

Τρίτη 7 Δεκεμβρίου 2021

Στο κέντρο της πόλης

Είχε πια συνηθίσει. Κάθε βράδυ έστρωνε τις κουβέρτες του και πλάγιαζε πάνω από τον εξαερισμό του μετρό. Είχε πάντοτε ζέστη. Αν έκανε χειμώνα βαρύ έμπαινε μέσα στην τεράστια χάρτινη κούτα που είχε βρει στα σκουπίδια.

Έκανε επαιτεία στην είσοδο του Φαρμακείου.

Το μεσημέρι έτρωγε φτηνά στο χέρι και ύστερα έψαχνε για τη δόση του. Όλα πήγαιναν πρίμα. Κάτι ο ΟΚΑΝΑ, κάτι οι φιλάνθρωποι και τίποτα δεν του έλειπε. Είχε και αίσθημα. Μια όμορφη κούκλα που έκανε πιάτσα πίσω από το Δημαρχείο της πόλης. Πιο σεμνή όμως και πιο γλυκιά δεν είχε ξανασυναντήσει ποτέ.  

Εκεί ανάμεσα στις μυρωδιές των μπαχαρικών την συναντούσε και μίλαγαν με τις ώρες. Εκείνη σπάνια αντιδρούσε και φυσικά του έκανε όλα τα χατίρια. Χωρίς αγγίγματα όμως. Ένα τεράστιο τζάμι στεκόταν πάντα ανάμεσά τους.

«Ρε πρεζόνι, στη βιτρίνα μιλάς;» τον διέκοπτε κάποτε ο ειδικός φρουρός στη βραδινή του περιπολία. Δεν τον ένοιαζε. Ακόμη και όταν με φούρια τον τσάκιζε στο ξύλο άμα ξεμπέρδευε με τις κυρίες στο διπλανό ξενοδοχείο. Είχε μάθει πια. Ο έρωτας ήταν επικίνδυνος στις μέρες μας.

Αυτός κάθε βράδυ πιστός στο ραντεβού μέχρι τη μέρα που πίσω από τη βιτρίνα χάθηκε για πάντα η κούκλα.

Ανακαίνιση έγραφε το σημάδι στο τζάμι.

Δεν την ξαναείδε. Η διαδρομή όμως πάντοτε η ίδια. Πίσω από το δημαρχείο είχε ζήσει τις πιο αληθινές στιγμές αγάπης και πόθου. Ήξερε ότι μια μέρα θα ξανασμίξουνε. Με αυτή την ελπίδα συνέχισε να υπάρχει.

Εκείνη τη νύχτα ο κόσμος ανάστατος. Σειρήνες,  σπασίματα, πυροβολισμοί, εκρήξεις. Σκηνές πολέμου.

Τα ζούσε ή έφταιγε η σκόνη που σαν χιόνι έπεφτε στο μυαλό του;

Κάποιος τον τράβηξε και βρέθηκε στο ποτάμι να κυλά με το πλήθος.

Φωνές και συνθήματα. Έτρεχε με πανικό προς τα μπρος.

Γιατί; Δεν ήξερε, μόνο κάτι στόματα ανοίγαν και κλείνανε.

Συνθήματα σκέφτηκε, μα ήταν τόσο βουβά.

Πίσω του ο ειδικός φρουρός να τον φτάνει. Ήθελε να γίνει αόρατος όσο και την ημέρα. Μα ήταν νύχτα και όλα φωτισμένα από λάμπες νέον, σπινθήρες και χρώματα της φωτιάς.

Αποκάλυψη τώρα! Ο  μπάτσος κατόπι.

«Απόψε πεθαίνω», σκεφτότανε και  ο άνεμος μύριζε φορμόλη.  

Έκανε να κρυφτεί πίσω από το άγαλμα. Ευτυχώς τον προσπέρασαν όλοι και άρχισαν μάχη. Πέτρες έπεφταν σαν το χαλάζι και ο ορίζοντας  με σύννεφα σκόνης.

Στο μαγαζί απέναντι μπούκαραν  για πλιάτσικο.

Είπε να πάει. 

Μα τι να τα κάνει τα πράγματα; Δεν είχε ντουλάπια στη κούτα και τσέπες γεμάτες δεν άντεχε πάνω του. Έμεινε να κοιτά. Αθέατος πάντα. Δεν ήθελε να τον δει κανείς από τους γνωστούς.

Πώς έγινε και ήταν εκεί;

Όλοι οι πλούσιοι της πλατείας έβγαιναν για ψώνια νυχτιάτικα. Άλλος με δέκα ζευγάρια γυαλιά, άλλος με κινητά άλλος με ρούχα και τσάντες με ηλεκτρονικά, άλλος με τίποτα και τη χαρά του μίσους  για απόδειξη.

Του φάνηκε ότι άκουσε κλάματα. Από πού; Αναρωτήθηκε.

Βγήκε με τρόπο και ακολούθησε τις φωνές. Ήταν αυτή. Μόνη και άσημη ανάμεσα στα τόσα στολίδια. Η τζαμαρία σπασμένη και επιτέλους χωρίς εμπόδιο.

Ήταν  δική του.

«Γιατί κλαις;» τη ρώτησε, μα απόκριση δεν πήρε.

Εκείνη συνέχισε να θρηνεί. Κινήθηκε να την αγκαλιάσει.

Κάποιος τον έσπρωξε. Έπεσε κάτω και πλήθος μπήκε ανάμεσά τους.

«Τι κάνετε εκεί;»

Κανείς δεν του απάντησε. Μονάχα έβγαζαν μια φωνή σαν συριγμό και με μάτια πυρωμένα του θύμιζαν Άδη.

Όρμισε να την γλυτώσει.

Όλο την έφτανε μα πάντοτε  στο τέλος την έχανε.

«Μη! Αφήστε την ήσυχη», φώναξε.

«Μια κούκλα είναι μόνο. Άλλοι την ντύνουν και την ξεντύνουν. Δεν φταίει – δεν φταίει σε τίποτα». 

Κανείς δεν του έδωσε σημασία. Την πήραν μαζί τους και έτρεχαν. Κατόπι κι αυτός και να κλαίει.

«Χριστέ μου, δώσε  μου δύναμη».

Τα πόδια του φτερά και το κορμί του πούπουλο. Δεν έφτανε όμως. Κάθε που ζύγωνε κάτι την έπαιρνε όλο και πιο μακριά.

«Τη ζωή μου για αυτή» δήλωσε και πίστεψε ότι θα άξιζε κάτι.

Κάποιος κοντά  γέλασε και με φόρα του πέταξε πέτρα.

«Βρωμιάρη», του  είπε και έφυγε.

«Εικόνα μου είσαι», του αντιμίλησε άκαιρα.

Ζαλίστηκε, μα ευθύς αναστήθηκε. Δεν είχε χρόνο για χάσιμο.

Η ματιά του την είδε μπροστά, την κρατούσαν αιχμάλωτη κάτω από το χριστουγεννιάτικο δένδρο την πόλης. Αυτή φώναζε βοήθεια και γύρω της χόρευαν  βάνδαλοι.

«Σώσε την, σώσε την» εκλιπαρούσε στα ύψη.

«Φεύγα» του είπε ο άγγελος.

«Εσύ να πετάς ξέρεις μόνο», του απάντησε και στριμώχτηκε στους βραδινούς επισκέπτες της κόλασης.

Ήταν πλέον κοντά της, την είχε στο άγγιγμα.

«Τώρα σε έχω» της είπε με ένταση.

Αυτή άπλωσε τα κοκάλινα χέρια της προς το μέρος του και κει που η αγκαλιά θα γινόταν αλήθεια, ένα παιδί την έριξε κάτω από το έλατο.

Τινάχτηκε να την σώσει. Δεν πρόλαβε. Τεράστιες φλόγες ξεπήδησαν σε ξέφρενο ρυθμό.

Παιδιά χόρευαν λέγοντας τα κάλαντα.

Ήταν πρωί πια  και κείνος με αίματα, έψαχνε στα αποκαΐδια για να την συναντήσει ξανά.  

Απόκαμε και έκατσε πληγωμένος.

Κοίταξε επάνω για έλεος.

«Καλά Χριστούγεννα» άκουσε και ο μπάτσος τού έριξε τον ουρανό κατακέφαλα.




Εμπεριέχεται στην συλλογή : "Τα καναπεδάκια της ανεργίας" , Κριτική , Αθήνα 2016, σσ. 79 - 83

https://kritiki.gr/product/ta-kanapedakia-tis-anergias/ 

Σάββατο 24 Ιουλίου 2021

ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ ΤΟΝ ΑΥΓΟΥΣΤΟ

Ο μάστορης του λόγου περιγράφει τα αισθητά. Τους δίνει χρώμα και ύφος. Τα τοποθετεί με τάξη. Στολίζει την εικόνα με λεπτομέρεια. Αν πρόκειται για καλοκαιρινό τοπίο, απλώνει κάτω το κίτρινο της άμμου, σαν βάση. Επάνω τοποθετεί κοχύλια, της φουρτούνας αφήματα, μια απλωμένη πετσέτα, να εντοπίσει τον άνθρωπο, ακόμη και ένα μεγάλο πλαστικό μπουκάλι, καταδεικνύοντας έτσι το χρόνο μας. Πριν από αυτόν και άλλοι περιέγραψαν ίσως την ίδια σκηνή. Το μπουκάλι ήταν γυάλινο , ή ακόμη και πήλινο σκεύος. Αν καταπέσει στη διαφήμιση, είναι μια λεπτομέρεια που την κανονίζει το ήθος του. Αν δεν πρόκειται για αντικείμενο πόθου, θα το αφήσει μετέωρο στην φαντασία. Με βάση την τελευταία ξοδεύει το μπλε. Στο κέντρο, η θαλασσινή του εκδοχή και πιο πάνω γαλάζιο. Αν θέλει καλοσύνη, αφήνει τα πράματα έτσι. Διαφορετικά βάζει και λίγο άσπρο για κύματα, ή πιο πολύ, λίγο πιο πάνω, απεικονίζοντας σύννεφα. Στα ξαφνικά θυμάται μια βάρκα. Ψαρόβαρκα, μπορεί ακόμη και ένα πελώριο ιστιοφόρο, ίσως και μια απλή σανίδα με καρφωμένο επάνω ένα τσακισμένο πανί … Ανάλογα με τα συναισθήματα. Έτσι μπαίνουν και πετούμενα στον ουρανό. Από απλές μαύρες γραμμές στο σήμα της νίκης, μέχρι τεράστια εξωτικά πουλιά με κάθε λεπτομέρεια. Σε μια γωνία του κάδρου , αφήνεται μια σφαίρα χρυσή ή πορτοκαλί , ο ήλιος, σε εξάρτηση πάντα με τον κύκλο της ημέρας που θέλει να τονιστεί. Ο άνθρωπος , όποτε υπάρχει στην αφήγηση, αφήνεται από γυμνός μέχρι και ντυμένος ολόκληρος , ως παιδί, ως έφηβος ή και ως λίγο πριν την αποδημία του. Αρκετές φορές υπάρχουν και πλέον του ενός προσώπου. Μπορεί να κοιτούν από κοινού τον ήλιο που δύει, να είναι αγκαλιασμένοι σε στιγμή ερωτικής μέθης, να παίζουν στην παραλία, να είναι ξαπλωμένοι στην καυτή άμμο ή να κολυμπούν αμέριμνοι λίγο πριν βουτήξουν στην αιώνια μήτρα. 

Μεταμορφώσεις . Η φαντασία γίνεται εικόνα και τανάπαλιν, για εκείνον που μελετά το αποτέλεσμα. Χιλιάδες άνθρωποι σε παράλληλους τόπους και χρόνους. Όλοι συναντιούνται με όλους. Ακόμη και με εκείνους που έφυγαν νωρίτερα. Οι ερωτευμένοι μπορεί να είναι οι γονείς μας, το παιδί, το εγγόνι μας. Στο πλοίο κάθεται ο Μαυρογένης ο πειρατής , ή ο άγιος Νικόλαος , ίσως ακόμη και ο Μάκης ο μπεκρής, ο ναύτης. Σε κάθε περίπτωση μυριάδες, ανάλογα το βίωμα του γράφοντος, συμπυκνώνοντας την εμπειρία σε έναν, περιμένοντας τον αναγνώστη να ταυτιστεί με όποιον αυτός επιλέξει. Είναι σαν να ανοίγεται μια κουρτίνα και ενώ κοιτάς ένα τοπίο κλισέ , ξάφνου να αναδύονται δράκοι και γοργόνες , μυθικά πρόσωπα , ακόμη και τέρατα. Ένας ή και περισσότεροι , με ρούχα μιας αλλοτινής εποχής ή του κόσμου που θα έρθει, σε κρατούν από το χέρι και χάνεσαι στην δική σου άχρονη ομορφιά. Φυσικά θέλει προσοχή. Αν απαιτήσεις το δικό σου τέλος, το ωραίο γίνεται εύκολα εφιάλτης και ο πρωταγωνιστής καταλήγει από γάμο σε δράμα, τα γνώριμα πρόσωπα, σκιές και φαντάσματα. Πρέπει να αφήσεις τα πράγματα να μεταμορφωθούν από μόνα τους. Θα υπάρχει η πτώση αλλά και η πτήση , θα υπάρχει σχεδόν σαν κανόνας η σταύρωση και η ανάσταση. Το όλο απαιτεί μόχθο και άσκηση, καλλιέργεια, αποτέλεσμα άροσης βαθιάς. Διαφορετικά το εγχείρημα περιορίζεται σε επιθυμίες και αυτές, όταν ικανοποιηθούν, οδηγούν στην ύπνωση. Χάνεται έτσι η ευκαιρία συνάντησης. Το αντάμωμα και η κοινή τράπεζα. Η μέθη με το κρασί το εκλεκτό, το κερασμένο από τον ίδιο τον ποιητή. Χάνεται έτσι η δυνατότητα της ενόρασης με τις πολυάριθμες εικόνες σου. Χάνεται έτσι ο μισός Αύγουστος και η γιορτή του Σωτήρα σημαίνει μόνο μπακαλιάρο σκορδαλιά , που ως υπέροχη τέρψη, φέρνει ύπνο βαρύ και οι νεφέλες εξατμίζονται χωρίς να αποκαλύψουν τίποτα. Πρωί πρωί με τις δροσιές, ο παππούς χαϊδεύει τον γκέκα. Μπροστά στην παλιά αποθήκη, εκεί που τώρα είναι ο δρόμος, είμαστε πάλι όλοι μαζί. Ακόμη και η κόρη του γιού τού παιδιού μου, που ορέγεται ένα κόσμο καλύτερο, δίπλα στον άγγελό της που τινάζει τη σκόνη στο όνειρο , λίγο προτού πετάξει ξανά, κοντά στο υπέρλογο. Οι κουρτίνες ανοίγουν πάντα ξαφνικά. Έτσι άλλωστε αρχίζουν οι μύθοι και τα θαύματα …..









πρώτη δημοσίευση: περιοδικό ΔΕΚΑΤΑ , τευχ. 63ο , Αθήνα - Φθινόπωρο 2020, σσ. 186-7

Κυριακή 23 Μαΐου 2021

Ούτε καν απώλεια

 


      
Μας έχουν κρύψει το γαλάζιο από την όραση. Επέβαλαν μόνο τις αποχρώσεις του γκρι. Όλα τείνουν στο χρώμα της στάχτης και προοπτικά στο απόλυτο μαύρο. Αλλοίμονο αν κάποιος προσπαθήσει να δώσει χρώματα. Μάταιος κόπος. Όλα βυθίζονται στο κενό. Συλλαμβάνεται και μεταφέρεται στα βομβαρδισμένα τοπία. Εκεί όλα είναι νεκροζώντανα. Ρακένδυτοι , πεινασμένοι και χωρίς καμία φωνή , σεργιανούνε στο γκρεμισμένο λιμάνι , αναπνέοντας οσμές δηλητηρίων και αρώματα πένθους. Μόνοι , περιδιαβαίνουν τα εγκαταλελειμμένα σπίτια και τις έρημες ακτές, αναζητώντας πρόσωπα οικεία και τρόπους διαφυγής. Κάθε τόσο ελικόπτερα πετάνε με θόρυβο και όλοι βγαίνουν από τις υπόγειες φωλιές τους , τρέχουν στην μεγάλη πλατεία της Ισοπέδωσης, έργο των ισχυρών φίλων του τόπου. Εκεί σηκώνουν τα χέρια ψηλά και δέχονται μικρά αλεξίπτωτα με τροφές που πέφτουν γλυκά πάνω στις λάσπες. Παλεύουν και ματώνονται, κάποιοι κερδίζουν και άλλοι χάνουν την ευκαιρία . Όλοι γυρίζουν τα μάτια ξανά πάνω στο γκρι και χάνονται βαθιά μέσα στις τρύπες τους.

Τους βλέπω ξανά και ξανά. Είμαι καθισμένος πάνω στον πύργο και αγγίζω με εγρήγορση την σκανδάλη. Οι εντολές είναι ρητές. Πυροβολούμε κάθε ύποπτη κίνηση. Κανείς δεν περνά τον γυάλινο τοίχο . Η θάλασσα υπάρχει μόνο σαν βάθος πεδίου. Τυπωμένη  με αφηνιασμένα κύματα, σταχτιά και αφιλόξενη στο νου της διαφυγής. Κανένας δεν τόλμησε να πλησιάσει κοντά της. Ακόμη και αν κάποιος ξεχάστηκε, μόλις πλησίασε την ταπετσαρία τον πυροβόλησε κάποιος συνάδελφος. Συνήθως ο Φόβος, δεινός  σκοπευτής και ικανός για τα πάντα.

Η ώρα κυλά αδιατάραχτα. Μετράω ανάσες. Αυτές βγαίνουν σαν σύννεφα και ταξιδεύουν στον χώρο. Στις 1 μ.μ. μας φέρνουν συσσίτιο. Αναφέρω μια ρωγμή στο γυαλί κάτω δεξιά στην άκρη της εικόνας.

-          Μην ανησυχείς, μου λέει ο ανώτερος , αδιαπέραστο.

Ησυχάζω. Τίποτα δεν αναιρεί τις βεβαιότητές μας και κανείς δεν μπορεί να μας χαλάσει το βόλεμα. Αφήνω το όπλο και δοκιμάζω να φάω. Αδύνατον. Όλα είναι θέμα αισθητικής. Τροφή μαύρη και ένας ζωμός μέσα στο γκρι. Ανάβω τσιγάρο. Τα σκουλήκια βγήκαν ξανά από τις τρύπες τους. Ένας χορεύει στην τρέλα του. Τον έχω στο στόχαστρο. Εύκολα. Δεν είναι απώλεια καν. Απλά καθαρισμός του τοπίου. Επιπλέον γαλήνη. Μετά την βολή τρέχει αίμα. Είναι το μόνο χρώμα που ακόμη επιμένει. Κόκκινο βαθύ και ρέει πάνω στο γκρι . Μέχρι να χαθεί στην τρύπα του μαύρου όλοι μένουν εκστασιασμένοι. Στην αλλαγή της φρουράς είσαι επαινετός. Έκανες το καθήκον σου άριστα. Αν φτάσει το όριο θα τον πάρω. Αυτός όμως χορεύει, ανεμίζει τα κουρέλια του, κοιτάει ψηλά και αφήνει τα μαλλιά του να πέσουν λυτά. Πετάει την μάσκα από το πρόσωπο και διακρίνω μια γνώριμη μορφή. Παίρνω τα κιάλια και βλέπω καλύτερα. Μα ναι, τον γνωρίζω. Είναι ο πατέρας μου. Αυτός που αρνήθηκε την υποταγή στα χρόνια του μεγάλου πολέμου. Δεν κάνω λάθος. Αυτός είναι . Αψηφά πάλι τον θάνατο . Ο τρελός τρέχει προς το σημείο μηδέν. Οπλίζω. Μια σειρήνα βουίζει τον κίνδυνο. Όλοι οι πύργοι παραμένουν σε ετοιμότητα.

-          Ακίνητος , φωνάζω με τον τηλεβόα, ακίνητος.

Αυτός γυρίζει κοιτά προς το μέρος μου. Σκύβει και αρπάζει μια πέτρα. Την πετά με ορμή πάνω στον γυάλινο τοίχο. Ο χρόνος παγώνει. Σπάει σαν πάγος το τείχος και πίσω η θάλασσα. Βαθύ το γαλάζιο , πολύ το χρώμα και το αίμα ποτάμι κόκκινο.

-          Πατέρα, μου λείπεις.

Δεν υπάρχει γυρισμός, οι σφαίρες χαλάζι και τα σκουλήκια άπειρα να εφορμούν σαν κύματα στα κύματα μέσα στην πανδαισία των απελευθερωμένων χρωμάτων σε μια φωτεινή μέρα που χάθηκε για πάντα η σιγουριά και η ασφάλεια.

Μια πεταλούδα χορεύει τριγύρω μου.     




Πρώτη δημοσίευση: περιοδικό ΔΕΚΑΤΑ , τεύχος 65, Αθήνα  / Άνοιξη 2021 , σ. 187-8 


   

 

Τετάρτη 20 Ιανουαρίου 2021

Ανακούφιση

 


Για να γυρίσω σπίτι , το κάνω πάντοτε πεζός. Θέλω να περπατήσω , να δω εικόνες , να μυρίσω την πόλη, να ακούσω, να γευτώ. Μου αρέσει να πηγαίνω συχνά στο πατρικό μου. Ας κάνω παράκαμψη, δεν με νοιάζει. Φυσικά ποτέ δεν καταφέρνω να το βρω. Όλο  και κάτι μου τυχαίνει στο δρόμο και με αποσπά. Άλλοτε η πείνα, άλλοτε ένα γεγονός. Τις προάλλες, εκεί που πήγαινα, στην πλατεία λίγο πριν κατηφορίσω το λόφο, ακούστηκαν φωνές. Έτρεξα  να δω. Μου πήρε ένα τετράγωνο το λιγότερο μέχρι να εντοπίσω την εστία του ήχου. Μια κυρία από τον πρώτο έβριζε σκαιότατα ένα άστεγο που έψαχνε τα σκουπίδια. Αυτός ατάραχος, έβγαζε τις σακούλες μέσα από τον κάδο και αφού τις άνοιγε έψαχνε για φαγώσιμα. Αυτή φώναζε και αυτός έτρωγε όσο μπορούσε.  Ό,τι  μη χρήσιμο το άπλωνε γύρω του. Σερβιέτες, κωλόχαρτα, συσκευασίες από απορρυπαντικά, μεταλλικά κουτιά από λάδι , πλαστικά κάθε λογής. Δοχεία  γενικά, άλλα πατημένα και άλλα ακέραια, άδεια μα έτοιμα για επαναγέμιση, μέχρι και με τα πώματα βιδωμένα πάνω τους. Η κυρία ήταν σε κατάσταση υστερίας. Αισθανόταν πως ήταν γυμνή στο κοινό. Να πειράζει τα σκουπίδια της ο χαμένος; Τώρα θα ορμήσει σκέφτηκα , έτσι όπως έκανε. Θα δώσει ένα σάλτο και θα βρεθεί σαν τον λίγκα με τα νύχια της τα γαμψά πάνω στον δράστη. Θα τον πετσοκόψει και αφού βγάλει την οργή της όλη, θα  τον πετάξει στον κάδο. Τακτικά σε μερίδες, μέσα σε πλαστικές σακούλες από αυτές που βάζουμε στην κατάψυξη τις μερίδες του κρέατος. Θα καθαρίσει με την σκούπα τον χώρο και κατόπι θα πλύνει με το λάστιχο όλο το πεζοδρόμιο, να φύγουν τα αίματα στο ρείθρο και να κυλίσουν στην μεταλλική σκάρα, ακολουθώντας το έλεος της εικόνας που χάνεται κάτω από την πόλη.

Τίποτα δεν έγινε από όσα σκεφτόμουν. Ο άνθρωπος έφαγε ακόμη ένα κομμάτι κοτόπουλο που βρήκε και απόσωσε ένα χυμό. Ύστερα επανατοποθέτησε τα απορρίμματα στο χώρο περισυλλογής τους και αφού έβαλε την μάσκα του, συνέχισε προς τον σταθμό του μετρό. Η κυρία μπήκε μέσα και άναψε τα φώτα. Έβαλε στην διαπασών την τηλεόραση. Άρχιζε η καθημερινή ενημέρωση για την πανδημία. Έχασα  χρόνο πολύτιμο. Έτρεξα και ανέβηκα στο τρόλεϊ. Έπρεπε να γυρίσω.

Σήμερα ήμουν αποφασισμένος να φτάσω. Απλά κοιτούσα τις τζαμαρίες. Ενοικιάζεται το ένα μετά το άλλο. Το εργαστήριο με τα αμπαζούρ είχε ακόμη ένα δυο κομμάτια. Κοντοστάθηκα. Χρώματα παστέλ. Το σομόν μου αρέσει πολύ. Αν υπήρχε δυνατότητα θα ρώταγα την τιμή του. Κανείς. Συνέχισα προς τα κάτω με την ελπίδα να συναντήσω κανέναν γνωστό.  Αυτή την ώρα βγάζει η Εριάννα τον σκύλο βόλτα στο περιβολάκι. Θα πέσει γέλιο. Θα είναι μαζί ο ψηλός και ο Μιχάλης μαζί με τον Γιάννη. Ο Πάνος θα μας μιλήσει πάλι για τον Πυθαγόρα και ο Νότης για την ΑΕΚ. Θα πλακωθούν στα μπουνίδια οι Ρηγάδες με τους Κνίτες για τον απέναντι τοίχο , ποιος θα κολλήσει περισσότερες αφίσες. Στο τέλος θα κάτσουν όλοι να μιλάνε για ένα κόσμο καλύτερο και η Σοφία θα τα φτιάξει με τον Κυριάκο κόντρα στις επιμιξίες που απαγορεύει το κόμμα.

Περπατώ και γελάω. Μετά την στροφή ευθεία και να σου το πάρκο. Ξεραΐλα. Μια Λουΐζα στέκει ακόμη ακέραιη. Βότανο είναι, δεν έχει ανάγκη από τίποτα. Χαϊδεύω τα φύλλα της και με πλημμυρίζει το άρωμα του λεμονιού. Δροσιά στη ζέστη του Αυγούστου. Κοιτάζω γύρω, λάμπες σπασμένες , σκοτάδια. Παντού κορμιά καταγής ξαπλωμένα. Μια μάνα θηλάζει. Ένας τύπος με ρωτά  με νόημα αν θέλω κάτι. Αρνούμαι  και κάνω να φύγω. Με ακολουθεί για λίγο μα γρήγορα γυρίζει ξανά στην αυλή του. Μετά την γωνία επιταχύνω , πάλι ξεστράτισα. Αρχίζω να τρέχω , ανοίγω τα χέρια μου και τότε πετώ. Κοιτάζω την πόλη από ψηλά. Τα φώτα μπερδεύονται με τα αστέρια της νύχτας. Το αγέρι με παίρνει και χάνομαι. Ανακούφιση. Εδώ θέλω να μείνω για πάντα.

-          Κύριε Γιώργο, βοηθήστε με λίγο. Πρέπει να σας αλλάξω .

Η Μαρία αδειάζει τα ούρα και σε λίγο θα με ταΐσει με το κουταλάκι …     



Δημοσιεύτηκε στο λογοτεχνικό περιοδικό ΜΑΝΔΡΑΓΟΡΑΣ , τευχ, 63 , σ. 14 , Αθήνα Φθινόπωρο 2020 https://mandragoras-magazine.gr/%ce%bc%ce%b1%ce%bd%ce%b4%cf%81%ce%b1%ce%b3%cf%8c%cf%81%ce%b1%cf%82-%cf%84%ce%b5%cf%8d%cf%87%ce%bf%cf%82-63/16894 

Πέμπτη 24 Δεκεμβρίου 2020

Όλα είναι ένα ψέμα

 


Σε όλη τη διάρκεια της πανδημίας με κράτησαν δυο βεβαιότητες. Η μια η ιδεολογία και η άλλη η εκκλησία. Την πρώτη υπηρετούσα εγώ και την δεύτερη με ζέση η μητέρα μου. Αν και παράλληλα σύμπαντα, κάπου στο βάθος συγκατοικούσαμε. Στο σπίτι επομένως δεν είχαμε φόβο. Σαν ασπίδα τα παραπάνω προστάτευαν τον χώρο μας και θεωρώ πως επεκτείνονταν και σε περαιτέρω διαμερίσματα. Έως εκεί. Η κλινική εικόνα του τετραγώνου άφηνε περιθώρια ερωτημάτων.
Αποτελεί ο ιός μια πραγματική απειλή;
Μπορεί η πειθαρχία να αποτρέψει τον κίνδυνο;
Μπορεί ο αγιασμός της μητέρας μου να φτάσει παντού;
Στην τελευταία δημόσια διαβούλευση, στην γενική συνέλευση των ενοίκων , καταλήξαμε ότι είμαστε επισφαλείς , αν και όχι εξ υπαιτιότητάς μας. Το σχετικό ψήφισμα τοιχοκολλήθηκε στην είσοδο της πολυκατοικίας και μοιράστηκε σε φυλλάδια σε όλους τους ορόφους. Ο πρώτος ήταν μαζί μας, ο χώρος μας , τον επηρεάζαμε άνετα. Ο δεύτερος είχε μια στάση επιφυλακτική αν και τελικά μας υποστήριξε, θα μας χάνανε και από πελάτες, είχανε μαγαζιά στη γειτονιά. Ο τρίτος παρέμενε αδιάφορος και χαρούμενος, με διλήμματα του τύπου τι χρώμα να βάψει το νύχι. Ο τέταρτος απλά μας έβλεπε από ψηλά και πήγαινε κάθε βράδυ σε μπαρ με μασκούλα στο χέρι. Ήταν μια καταδίκη της περιρρέουσας ατμόσφαιρας φόβου και τρομοκρατίας που έσπειραν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης με παράλληλη παράκληση πειθαρχίας στις συλλογικές αποφάσεις. Φυσικά απαντήσεις δεν δόθηκαν στα ερωτήματα. Η αλήθεια είναι πως και εμείς που τα θέσαμε δεν είχαμε. Οι μόνες βεβαιότητες είναι το μαγικό φίλτρο της μαμάς και η πειθαρχία στις αποφάσεις και τα ψηφίσματα των συμμετεχόντων. Τα νέα που μαθαίναμε ήταν όλα μια ψευτιά κατά την μητέρα μου και προπαγάνδα για μένα. Επομένως είχαμε ξεσυνδέσει την τηλεόραση και ακολουθούσαμε τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης της αρεσκείας μας.

Η μαμά έπαιρνε γραμμή από πιστούς ιερείς και κανάλια που αποκάλυπταν την παγκόσμια συνωμοσία. Εκεί έμαθε για το αντίδοτο και αρχή της Ινδίκτου ήταν παρούσα σε αγιασμό της ενορίας μας. Έφερε σπίτι ένα λίτρο, σε μπουκάλι πλαστικό γνωστής πολυεθνικής, αφού το είχε πολλαπλά αποστειρώσει με σταύρωμα και φτύσιμο κατά της βασκανίας. Μετάγγισε το περιεχόμενο σε γυάλινο σκεύος με απολυμαντικό που είχε αγοράσει από το φαρμακείο και έπαιρνε κατά καιρούς ποσότητα μεταφυσικής και χημείας σε μπουκαλάκι με σπρέι που είχε πάντα μαζί της. Τοποθέτησε και ένα μεγαλύτερο στην είσοδο του διαμερίσματος και όποιος έμπαινε τον ψέκαζε ολόκληρο για να χαθεί ο ιός από πάνω του. Είχε φυσικά ενδιαφέρον καθότι τα ρούχα του εισερχόμενου έμοιαζαν, έστω προς στιγμή, πιτσιλισμένα από χιλιάδες μικρές σταγόνες που τόνιζαν την κάθαρσή του. Λόγω του απολυμαντικού ίσως, έμεναν και κάποια στίγματα.
– Δροσιά , δροσιά , φώναζε η κυρία Βενέτα, η κολλητή της και άπλωνε πάνω στα μαλλιά της το φάρμακο.
– Ρε μάννα, θα την αφήσεις φαλακρή την φίλη σου, έκανα να παρατηρήσω μα εκείνη απτόητη πατούσε το σπρέι να πάει παντού, να φύγει το κακό.

Εντός οικίας επομένως παίζαμε με ασφάλεια. Μπορεί να διαφωνούσα με την πρακτική αντιμετώπιση , λόγω περιορισμένης αφοσίωσης στην μαγγανεία , αλλά η συνήθεια και το συναίσθημα με έκαναν φίλο. Στο κάτω κάτω μας ένωναν με την μητέρα μου οι κοινοί αγώνες κατά της παγκόσμιας δικτατορίας. Ζηλωτές και επαναστάτες, οι μόνοι φραγμοί στα σχέδια της νέας τάξης πραγμάτων. Εκτός ήταν το θέμα. Πώς να προστατευτείς από έναν αόρατο εχθρό;
Φορούσαμε μάσκα παντού. Παντού, τρόπος του λέγειν. Την βγάζαμε μόνο σε χώρους βεβαιωμένα ασφαλείς. Η μαμά στην εκκλησία και εγώ σε συναθροίσεις ομοϊδεατών ή στα γραφεία του κόμματος. Πειθαρχούσαμε αντιστεκόμενοι. Για την πατρίδα και την πίστη μας, για «το κεφάλι ψηλά» και ανυπότακτοι , όπως ταιριάζει σε Έλληνα.
Τίποτα δεν μας άγγιζε. Στο κόμμα και στην εκκλησία δεν κολλάει ο ιός. Τσεκαρισμένο και επιβεβαιωμένο. Κανείς από το κόμμα, ακόμη και μετά τις μεγάλες διαδηλώσεις στα δικαστήρια, δεν κόλλησε τίποτα , όπως και κανείς από αυτούς που μας έδερναν. Μας το επιβεβαίωσε και φίλος από τα ΜΑΤ . Κανείς από την ενορία μας στις λατρευτικές συναθροίσεις δεν νόσησε, όπως και κανείς στο παρακείμενο καφενείο που λειτουργούσε ως αρχονταρίκι μετά το εκκλησίασμα, αλλά και ως χώρος αθλοπαιδιών κατά τις υπόλοιπες μέρες. Να προσθέσω ότι κανείς αθλητής επιτραπέζιων παιγνίων δεν αναφέρθηκε ως φορέας. Τα δήθεν θύματα προέρχονταν από την τηλεόραση. Μετά από σκέψη καταλήξαμε ότι δεν υπάρχουν, όλα ψεύτικα και στημένα στα χρόνια της αποκάλυψης που ζούσαμε. Η μαμά το ζούσε έτσι εσχατολογικά και εγώ λογικά, μια και τι περίμενε κανείς από τους νεοφιλελέδες που είχαν επιστρέψει στην εξουσία; Υπάλληλοι των σκοτεινών κέντρων εξουσίας, απαγόρευαν τις συναθροίσεις , έκλειναν εκκλησίες , περιόριζαν τις ελευθερίες μας. Αρέσκονταν να κάνουν ποδήλατο χαρούμενοι στην ύπαιθρο χωρίς μέτρα προφύλαξης και άλλα χαζά. Μας κορόιδευαν ποικιλοτρόπως. Τοποθετούσαν τσίγκινες γλάστρες και φοίνικες στην μέση των δρόμων, αψίδες νερού καλωσορίσματα σε τουρίστες, διαφημίσεις για μια χώρα ασφαλή, όλα θυσία στον βωμό του κέρδους. Η υγεία, ως θεσμός, διασωληνωμένη. Η δημοκρατία στον γύψο ξανά, για το καλό μας. Χούντα και μάλιστα παγκόσμια. Ήμουν απόλυτος. Η μαμά κουνούσε καταφατικά το κεφάλι της , στο κόμμα συμφωνούσαν, ακόμη και οι αντίπαλοι συζητούσαν τα μέτρα με σκεπτικισμό. Η μεσαία τάξη ήταν με το μέρος μας. Η χώρα στα άκρα και τα μυαλά στα κάγκελα.

– Άσε, με μπέρδεψες , μου έλεγε γελώντας η Μαιρούλα, έγινε το μυαλό μου σαλάτα .
Έχω να την δω από την αρχή της δεύτερης καραντίνας. Δοκιμασία για την σχέση μας. Κάνω υπομονή , όπως και η μαμά με την εκκλησία. Ως πότε όμως;

Φυσικά και οι δυο αγανακτήσαμε. Θα κατεβαίναμε για πρώτη φορά αντάμα σε διαδήλωση και ετοιμάσαμε τα όπλα για την επανάσταση, δεκάδες νεροπίστολα με το μαγικό φίλτρο. Είχαμε σχέδιο. Νύχτα θα καταλαμβάναμε την εκκλησία. Θα χτυπούσαμε τις καμπάνες αναστάσιμα και η ελεύθερη γειτονιά παρούσα θα χόρευε συρτάκι στους δρόμους, σε ένα ραντεβού με την ιστορία. Η σπίθα θα άναβε την φωτιά παντού στην Ευρώπη. Οι ανυπότακτοι νότιοι θα νικούσαν το ψέμα και την απάτη των ισχυρών. Φυσικά δεν αποκάλυψα στη μαμά ότι μετά το νικηφόρο αποτέλεσμα οι εκκλησίες θα μετατρέπονταν σε χώρους κάλυψης των αναγκών του πολίτη. Αυτό θα ήταν αποτέλεσμα συνοπτικών διαδικασιών και λαϊκών αποφάσεων, με βάση το ιστορικό γεγονός των διωγμών που είχαν ξεκινήσει από το χριστεπώνυμο πλήρωμα της δεξιάς του κυρίου. 


Τι τα θες; Κάτι ο αγαπημένος ιεράρχης της μαμάς αρρώστησε, λένε από κορωνοιό, εμείς δεν το πιστεύουμε , κάτι η Μαιρούλα δεν ένοιωθε καλά και πήγε για το γρήγορο τεστ , κάτι εγώ είχα διάρροια και η μαμά πούντιασε από τον πολύ ραντισμό… Όλα κατέρρευσαν πριν ολοκληρωθούν.

Παραμέναμε στο αμπρί μας με το όπλο παραπόδας , δεν ανοίγαμε σε κανέναν και στήσαμε παράνομη ιστοσελίδα στο ιντερνέτ, «την Αφύπνιση» . Καλούσαμε σε συσπείρωση και σε ετοιμότητα τους ανυπότακτους πολίτες. Πάνω που τέλειωναν τα τρόφιμα ήρθαν τρεις κύριοι με άσπρες μπλούζες. Μας είπαν από την επιμελητεία. Ήξεραν και το σύνθημα: «Όλα είναι ένα ψέμα».
Ανοίξαμε. Μας έβγαλαν με προστασία από το αμπρί , μας οδήγησαν σε ασφαλές καταφύγιο, σε ένα επιταγμένο κάτασπρο κτίριο, παλιό νοσοκομείο στην άκρη της πόλης, με πολλά δωμάτια και παράθυρα με κάγκελα. Εκεί κάποιες εθελόντριες μας σέρβιραν ζεστό ρόφημα με κάμποσα χρωματιστά μικρά στρογγυλά σοκολατάκια, σαν χαπάκια. Η αλήθεια είναι πως μαλάκωσε τις αισθήσεις μας. Παραμένουμε σε ετοιμότητα. Μαζί μας είναι άτομα από όλους τους ορόφους, σύντροφοι και αντίπαλοι, ψυλλιασμένοι, όλοι πατριώτες. Οι περιστάσεις δεν χωρούν διακρίσεις. Σε βραδινή εξομολόγηση, συνδαιτυμόνας που εργάζεται στο υπουργείο τύπου, μας προετοίμασε για τις παρενέργειες του επερχόμενου εμβολίου.
Το ρόφημα μάς παρέχεται τρεις φορές την ημέρα. Βοήθειά μας, ο αγώνας συνεχίζεται.






Το αφήγημα δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο λογοτεχνικό περιοδικό ΠΕΡΙ ΟΥ (19 / 12 /20) : http://www.periou.gr/%CE%B4%CE%B7%CE%BC%CE%AE%CF%84%CF%81%CE%B7%CF%82-%CE%BC%CE%B1%CE%B3%CF%81%CE%B9%CF%80%CE%BB%CE%AE%CF%82-%CE%AD%CE%BD%CE%B1-%CE%B1%CF%86%CE%AE%CE%B3%CE%B7%CE%BC%CE%B1/?fbclid=IwAR3G7c9U5F2Pktt-inh1C6kY23JH43jKR7IMrUEthExCpfYuJUlCvhj41Eg

Δ. Μαγριπλής : Η μυθολογία μιας μουσικής μπάντας , μέσα από την πέννα της Κρίστης Στασινοπούλου. Μια συνομιλία με την συγγραφέα.

  Την Κρίστη Στασινοπούλου και τον Στάθη Καλυβιώτη τους γνωρίζω από την δεκαετία του ’80. Προσωπικά τον Στάθη τον παρακολουθώ από τα μαθητικ...