Τρίτη 19 Μαΐου 2020

Ή όλοι ή κανείς … Τώρα που άνοιξαν και τα κουρεία ...




- Καλώς τον.
- Θα με κουρέψεις;
- Να φέρω το κράνος;
- Μπα, λίγο τις άκρες.
Τίναξε την πετσέτα. Την άπλωσε σαν αγκαλιά γύρω μου και τυλίχτηκα στην λεβάντα. Πήρε το μπουκάλι που ραντίζουν τα λουλούδια και έριξε στα μαλλιά μου. Αισθάνθηκα δροσιά και πάνω που ήμουν έτοιμος να τα τινάξω, πήρε την τσατσάρα και άρχισε να οργώνει το έδαφος. Τα πήρε από εδώ, τα πήρε από εκεί και μια χωρίστρα καταμεσής του εγκεφάλου μου, δέσποζε στον απέναντι καθρέφτη. Σκέτος ζαχαρωμένος λουκουμάς, ανίσχυρος στα μαγικά χέρια του Θύμιου.
- Λοιπόν, πώς πάμε;
- Άριστα! απάντησα και κόντεψα να το πιστέψω.
- Δεν μας αγγίζει τίποτα…, πρόσθεσε.
- Φυσικά. Άνεργος και απόλυτα απελπισμένος. Τόσο που ο κύκλος αγγίζει τα άκρα. Σωστό μηδενικό και μάλιστα σε κατηφόρα στεφάνης. Ακούς τον ήχο;
- Τι λέει ο ποιητής!…
- Για να έρθω εδώ, έσπασα τον κουμπαρά των παιδιών…
- Τόσο πολύ… Και το σπίτι;
- Χρωστάω κάμποσες δόσεις που σημαίνει είμαι φιλοξενούμενος της τράπεζας. Δεν πάνε να λένε … άριστη φιλοξενία.
- Σε έχουν πρήξει στα τηλέφωνα;
- Να δούνε τι κάνω οι άνθρωποι.
- Ψάχνεις για δουλειά;
- Κοιτάζω σε πρεσβείες και προξενεία.
- Και τα παιδιά;
- Πρώτα θα πάω εγώ και ύστερα γυναίκα και τέκνα.
- Όπου γη και  πατρίς.
- Ναι, αρκεί να υπάρχουν σουβλάκια με γύρο.
- Κάνε τον σταυρό σου, όλα θα πάνε καλά.
Έβαλα τα γέλια, μέχρι που κινδύνεψε να χαλάσει η χωρίστρα. Ο Θύμιος μού έπιασε το κεφάλι και το γύρισε στην σωστή θέση. Ένοιωσα ότι θα με χαστούκιζε για παιδαγωγικούς σκοπούς αλλά επί ματαίω. Αμετανόητος άθεος και μάλιστα σε κρίση. Το ήξερε.
- Κάπου πιστεύεις κι εσύ, μου είπε.
- Στον Ερμή, που ως προστάτης των ταξιδιωτών, θα μου χαρίσει εισιτήριο για την Αυστραλία. Θέλω να δω τα κοάλα.
- Υπέροχα. Τα κοιτούσα στην τηλεόραση. Κάθονται όλη μέρα στον ευκάλυπτο και τρώνε ειρηνικά.  Ούτε σκοτούρες ούτε άγχη. Διδάξου, λοιπόν.
- Θύμιο, αδυνατώ να μαστουριάζω. Πρέπει να πάρω γάλα στα παιδιά και το ψωμί να είναι στο τραπέζι.
- Δεν λέω αυτό. Να έχεις πίστη και να ελπίζεις. Άλλωστε, ο Ερμής ήταν αγγελιοφόρος των Θεών, κήρυκας και ψυχοπομπός.
- Ναι προστάτευε και τους ληστές… Τον είχε στο πέτο ο γείτονας με τις επιδοτήσεις.
Ο Θύμιος έκανε τον σταυρό του. Έριξε ένα «ευλόγησον» και συνέχισε να πασπατεύει το κρανίο μου. Κοίταξα έξω. Μια κυρία έψαχνε στα σκουπίδια. Πανέμορφη και τυχερή. Έβγαλε μια σακούλα. Την άνοιξε και πρόβαλε ένα κουτί από πίτσα. Αποκάλυψη. Είχε ένα ακέραιο κομμάτι με μπέικον. Το ευχαριστήθηκε κοιτώντας με από το τζάμι. Της γέλασα. Μου έγνεψε και έφυγε για τον επόμενο κάδο. Δεν είχα πια οπτική επαφή. Ακούστηκε το τρόλεϊ και ύστερα παύση.
Ο κουρέας μού χάιδευε την κεφαλή και, πάνω που θα έφευγα στον κόσμο του ύπνου, ακούστηκε ψαλμωδία από το ραδιόφωνο.
- Τι βάζεις εκεί;
- Ψαλμωδίες.
- Αμετανόητος είσαι. Βάλε καμιά πενιά…
- Αυτό έκανα. Χαλάρωσε και απόλαυσε! Καταβασίες από μεγάλο μαΐστρο!
Τι να έκανα, υπέστην την ηχητική δοκιμασία. Ομολογώ ότι ταίριαζε με το ψαλίδι και μάλλον αμφότεροι κοιτούσαμε το σύνθημα στον απέναντι τοίχο: «Καλύτερα αντάρτης, παρά μετανάστης».
- Το βλέπεις; τον ρώτησα.
- Ναι, κι έχει απόλυτο δίκιο…
- Τι; Να πάρουμε τα όπλα;
- Πνευματικά. Να γίνουμε επαναστάτες, δηλαδή ν’ αλλάξουμε σύσσωμοι.
- Εσύ και ο Γκάντι…
Ακολούθησε το ταλκ, το τίναγμα της πετσέτας, σκούπισμα της χαμένης μου δύναμης και ένα «με τις υγείες σας».
Ευχαρίστησα, έδωσα ψιλά να βοηθήσω τις συναλλαγές και, προτού φύγω, τον πιλάτεψα:
- Έκλεισες θέση, Θύμιο. Άντε καλό παράδεισο!
- Μην με καταριέσαι, απάντησε αυτός κι έμεινα κάγκελο.
- Σε καταριέμαι;
- Βεβαίως.
- Γιατί;
- Όλοι οι γνωστοί και οι φίλοι οι αγαπητοί, θα πάνε κόλαση. Εκεί θα είναι και η γυναίκα μου και μάλλον ο γιος μου. Είναι λοιπόν απίθανο να επιλέξω παράδεισο. Άσε, που μόνος στα όμορφα, δεν το αντέχω.
Τον κοίταγα άναυδος.
- Και τόσες νηστείες και προσευχές; ψέλλισα με πίκρα.
- Ή όλοι ή κανείς, μου είπε αυτός και κοίταξε τον άγιο Ηλία τον Αρδούνη.
- Έτσι δεν είναι; τον ρώτησε.
Η εικόνα έμεινε ίδια και αμίλητη. Φεύγοντας, έριξα  ένα κοφτό βλέφαρο στο κουτί με την πίτσα.
«Λες να είχε μείνει κανένα κομμάτι;», αναρωτήθηκα. 


πρώτη δημοσίευση : http://www.parathemata.com/2012/10/blog-post_7044.html

Κυριακή 3 Μαΐου 2020

Κάνε τσιγάρο, έχει δουλειά... Εδώ δεν πεθάναμε από τον ιό , από την ανεργία θα πεθάνουμε;







Με την τελευταία φτυαριά κάτσαμε για τσιγάρο.
«Βλάπτει σοβαρά την υγεία», διάβασε ο Άκης στο περιτύλιγμα.
-Ποιος διαφωνεί;
Μαζέψαμε τα εργαλεία και περιμέναμε. Είχε ένα καυτό ήλιο.
Η θάλασσα λάδι και πάνω μας στάλες ιδρώτα, να κάνουν σεργιάνι στο σώμα μας.
-Σκληρό χώμα.
-Έχει να βρέξει καιρό.
-Την είδες;
-Ήμουν εκεί που τη στόλιζαν. Νυφούλα.
-Εσύ δεν θα παντρευτείς;
-Δεν βαριέσαι, τυχερά είναι αυτά.
Πήγαμε μέχρι τη μάντρα. Σκουπίδια, μπουκαλάκια, στρώματα. παπούτσια, μια ρόδα, ένα πεταμένο καρότσι. Μια γάτα πήρε κατόπι ένα ποντίκι. Ο σκύλος του γείτονα κόπηκε.
-Θεριό.
-Και φύλακας. Όποιος περάσει τη μάντρα, τον έκοψε.
Γυρίσαμε πίσω. Έπιασα το χώμα και το έτριψα στην παλάμη μου. Πλούσιο.
-Εδώ φυτρώνουν τα πάντα.
Ο Άκης χαμογέλασε και πέταξε πέτρα μακριά.
-Την είδες;
-Δεν πρόλαβα. Έφυγε γρήγορα.
Το φως τα’ ουρανού χόρευε, με το μπλε της αρμύρας. Καθρέπτης. Έβαλα μαύρο γυαλί. Ένα ψαροκάικο άφηνε ήχο κι εμείς ταξιδεύαμε προς το λιμάνι. Ένα κοράκι πέταξε πάνω απ’ τον κάμπο. Ακολουθούσε την σπορά. Κάθε τόσο καθόταν και σκάλιζε. Ένα σκουλήκι τρυπούσε το λόφο. Πάτησα δίπλα του. Το αποτύπωμα έμεινε ακέραιο. 42. Ο Άκης έφτυσε κάτω. Μια λίμνη σε οροπέδιο. Ένα φύλλο ελιάς σαν βάρκα ταρακουνήθηκε. Ακούστηκαν βήματα.
-Έρχονται.
-Τους είδες;
-Σκιές, στο βάθος του δρόμου.
Τραβηχτήκαμε πίσω από το σκάμμα. Κανείς δεν μιλούσε. Ο κύκλος έκλεισε. Ακούστηκε το ξύλο ν’ ακουμπάει τη γη, μετά έφυγαν όλοι. Μείναμε πάλι μονάχοι. Η πρώτη φτυαριά, βροχή στο σανίδι. Ύστερα πάλι σιωπή. Μια πεταλούδα φτερούγισε.
-Την είδες;
-Όμορφη.
Πατήσαμε λίγο το χώμα στην άκρη. Βάλαμε τα πανωφόρια μας.
Βγήκε και σήμερα το μεροκάματο.
-Κάνε τσιγάρο, έχει δουλειά.

Μη μαζεύεις μου λες…

  Όλο παραπονιέσαι πως κουράζεσαι. Πως δεν αντέχεις τον κόσμο τον πολύ και τα γούστα του και κάθε χρόνο αφαιρούμε σερβίτσια από το γιορτινό ...