Με την τελευταία φτυαριά κάτσαμε για τσιγάρο.
«Βλάπτει σοβαρά την υγεία», διάβασε ο Άκης στο περιτύλιγμα.
-Ποιος διαφωνεί;
Μαζέψαμε τα εργαλεία και περιμέναμε. Είχε ένα καυτό ήλιο.
Η θάλασσα λάδι και πάνω μας στάλες ιδρώτα, να κάνουν σεργιάνι στο σώμα μας.
-Σκληρό χώμα.
-Έχει να βρέξει καιρό.
-Την είδες;
-Ήμουν εκεί που τη στόλιζαν. Νυφούλα.
-Εσύ δεν θα παντρευτείς;
-Δεν βαριέσαι, τυχερά είναι αυτά.
Πήγαμε μέχρι τη μάντρα. Σκουπίδια, μπουκαλάκια, στρώματα. παπούτσια, μια ρόδα, ένα πεταμένο καρότσι. Μια γάτα πήρε κατόπι ένα ποντίκι. Ο σκύλος του γείτονα κόπηκε.
-Θεριό.
-Και φύλακας. Όποιος περάσει τη μάντρα, τον έκοψε.
Γυρίσαμε πίσω. Έπιασα το χώμα και το έτριψα στην παλάμη μου. Πλούσιο.
-Εδώ φυτρώνουν τα πάντα.
Ο Άκης χαμογέλασε και πέταξε πέτρα μακριά.
-Την είδες;
-Δεν πρόλαβα. Έφυγε γρήγορα.
Το φως τα’ ουρανού χόρευε, με το μπλε της αρμύρας. Καθρέπτης. Έβαλα μαύρο γυαλί. Ένα ψαροκάικο άφηνε ήχο κι εμείς ταξιδεύαμε προς το λιμάνι. Ένα κοράκι πέταξε πάνω απ’ τον κάμπο. Ακολουθούσε την σπορά. Κάθε τόσο καθόταν και σκάλιζε. Ένα σκουλήκι τρυπούσε το λόφο. Πάτησα δίπλα του. Το αποτύπωμα έμεινε ακέραιο. 42. Ο Άκης έφτυσε κάτω. Μια λίμνη σε οροπέδιο. Ένα φύλλο ελιάς σαν βάρκα ταρακουνήθηκε. Ακούστηκαν βήματα.
-Έρχονται.
-Τους είδες;
-Σκιές, στο βάθος του δρόμου.
Τραβηχτήκαμε πίσω από το σκάμμα. Κανείς δεν μιλούσε. Ο κύκλος έκλεισε. Ακούστηκε το ξύλο ν’ ακουμπάει τη γη, μετά έφυγαν όλοι. Μείναμε πάλι μονάχοι. Η πρώτη φτυαριά, βροχή στο σανίδι. Ύστερα πάλι σιωπή. Μια πεταλούδα φτερούγισε.
-Την είδες;
-Όμορφη.
Πατήσαμε λίγο το χώμα στην άκρη. Βάλαμε τα πανωφόρια μας.
–Βγήκε και σήμερα το μεροκάματο.
-Κάνε τσιγάρο, έχει δουλειά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου