Τετάρτη 1 Φεβρουαρίου 2023

Λόγος για το «Θηριοδαμαστήριο» (βιβλίο νανοδιηγημάτων) του Παναγιώτη Καποδίστρια και σκέψεις περί Διηγήματος

 


Θεωρώ ότι ζούμε σε μια εποχή που έχει κοπάσει η υπερπαραγωγή βιβλίων και ειδικά στο κομμάτι του ελληνικού  διηγήματος. Θέλεις το υψηλό κόστος της έκδοσης; Θέλεις η αίσθηση  ότι υπέρλαμπρο αστέρι δεν γίνεται εύκολα κάποιος; Θέλεις η συνειδητοποίηση πως κέρδος από την συγγραφή δεν είχαν παρά ελάχιστοι κορυφαίοι του είδους , σε μια χώρα με περιορισμένο αναγνωστικό κοινό και μια γλώσσα  που, παρά την σημαντικότητά της, δεν ξεφεύγει του χαρακτηρισμού μειονοτικής, σε σχέση με τον παγκόσμιο πληθυσμό;  Όπως και να έχει, λιγότερες εκδόσεις και κατά συνέπεια  λιγότερες προτάσεις γίνονται στο επίπεδο των αξιόλογων πονημάτων , που δεν σημαίνει και απαραίτητα ευπώλητων, μια και η παθογένεια του εύκολου κέρδους  ακόμη τυραννά τις όποιες επιλογές των λίγων εκδοτικών οίκων που συνεχίζουν να τυπώνουν, αλλά και  ορίζει την κοινή γνώμη, που  χειραγωγείται από τα επικοινωνιακά μέσα.  Προσωπικά λάτρης της αφαιρετικότητας παραμένω ακόλουθος της κλειστής φόρμας, με πλήρη αίσθηση πως πρέπει να βρίσκεται πιο κοντά στην ποίηση παρά στην μυθιστορηματική της μορφή. Το διήγημα δεν είναι ημερολόγιο και φυσικά δεν θα έπρεπε να είναι δημοσιογραφική καταγραφή, μα ούτε και εξομολόγηση. Ιδανικά είναι μια υπερρεαλιστική έκθεση συμβάντων και βιωμάτων, με τρόπο τέτοιο ώστε οι αισθήσεις να αποτυπώνουν την στιγμή. Άλλοτε ακαριαία και άλλοτε με την πάροδο του χρόνου. Όσο πιο ξαφνικά και όσο πιο λιτά, συγγενεύει με την πεζή ποίηση και όσο πιο πλατιά με μια πλήρη ιστορία, με αρχή μέση και τέλος. Σε κάθε περίπτωση είναι  μια άσκηση γραφής  που περιορίζεται μέσα σε κανόνες της τέχνης. Πρόκειται για  το ξετύλιγμα μιας παραμυθίας. Παραμένει έτσι ό,τι πιο δύσκολο υπάρχει στην λογοτεχνία του πεζού λόγου και αισθητικά προσιτό σε όσους ακόμη επιμένουν να διαβάζουν στην εποχή της εικόνας και της καπιταλιστικής ολοκλήρωσης. Στον κόσμο που ζούμε ελάχιστος χρόνος υπάρχει και ακόμη λιγότερος για μελέτη από ένα κοινό,  που ακόμη και τις ειδήσεις τις πληροφορείται διαδικτυακά και εν ολίγοις φευγαλέα, μέσα από τις εντυπώσεις οπτικοακουστικών υλικών, με ελάχιστες λεζάντες γραφής, ως σχόλια. Τα μεγάλα κείμενα ή τα μυθιστορήματα δεν μπορούν να ταιριάξουν με την ταχύτητα, τον χρόνο που ορίζει η εποχή και τον απόλυτο καταναλωτισμό που επιβάλλει. Άλλος παλεύει για να επιβιώσει και άλλος   πασχίζει να γίνει πλουσιότερος και διασημότερος, καλύτερος από το σύνολο, που ασθμαίνοντας ματαιοπονεί, ξορκίζοντας την κατάρρευση του παλαιού και την αυγή μιας καινούργιας εποχής που αναδύεται. Στους πόνους της γέννας δεν θα έπρεπε να υπάρχει ψέμα. Ουσιαστικά δεν υπάρχει η πολυτέλεια του δήθεν και η απίθανη βασιλεία του κενού. Μπορεί να είναι μια τρανή ευκαιρία για την ελληνική λογοτεχνία να συμβάλει στον επαναπροσδιορισμό πανανθρώπινων ιδεών, μέσα από την δυνατότητά της να καταγράψει, να αφυπνίσει, να απαλύνει, να λογαριαστεί με το σκοτάδι, να υπηρετήσει  το φως που είναι πλούσιο σε μια χώρα σαν την δική μας που με ευγένεια το παρέδιδε πάντα στην ανθρωπότητα. Και το όμορφο στην Ελλάδα είναι είδος που ενδιαφέρει και φυσικά εξάγεται. Το  διήγημα λοιπόν ανήκει στην ομάδα των καλών τεχνών. Είναι  απαιτητικό είδος , καθότι έχει κανόνες και τρόπους,  προϋποθέτει ευαισθησία και ικανότητα, ταλέντο και δυνατότητα καταγραφής αισθημάτων ακόμη και εκεί που  μόνο ο σκεπτόμενος διαβάτης – καλλιτέχνης   θα έδινε σημασία.


Ένας τέτοιος διαβάτης είναι ο Παναγιώτης Καποδίστριας. Ποιητής άλλωστε καταξιωμένος για τους γνωρίζοντες, αγαπά να περπατά με το χαρτί και την πένα του , όπως κάποιος άλλος με την κάμερα φωτογραφίζει τον ίσκιο του. Μια σκιά που κινείται μέσα από τα νοσταλγικά μάτια του «Απόμαχου» βοσκού, τα «Αναρτημένα ονόματα» της αλειτούργητης κυρίας Μαρκέλλας, την απελπισία και την μοναξιά στην «Πρωτοχρονιάτικη απόγνωση της φίλης» Λετίσιας, την επίγνωση του φθαρτού και του θανάτου στο «Δωμάτιο με τους καθρέφτες» και το «Χρυσό του στόμα» της καλοκάγαθης κυρίας Ευδοξίας. Ο συγγραφέας αγγίζει τον άνθρωπο είτε πρόκειται για τον σαλεμένο Ζήσιμο στην «Διάγνωση», είτε τον παλαιό γόη τον  Σπύρο στην «Δύση των πραγμάτων», ή ακόμη και τον εμμονικό γέροντα κουρέα στον «Φακό της ημέρας». Χαϊδεύει τον πόνο και κατανοεί τα λάθη και τις ιδεοληψίες ,  όταν διαφωνεί με τον Νικόλα στις «Θλιμμένες Τζακαράντες». Μοιράζεται το πικρό ποτήρι μιας ανολοκλήρωτης αγάπης στα «Ασώματα Likes» , την τρέλα που γεννά η μοναξιά στην «Μπουγάδα» της Αλεξάνδρας, την απομυθοποίηση ενός εκκοσμικευμένου κόσμου στις «Προθέσεις με Δοτική» και τον καημό που αναπηδά από τα βάσανα και της υγείας τα παθήματα στο «Θηριοδαμαστήριο 1994». Τα «Κάνει όλα», όπως η μετανάστρια Ιβάνα για να επιβιώσει σε ένα κόσμο που και το ανθρώπινο κορμί είναι είδος προς κατανάλωση, φτωχός και πένης, όπως ο Θοδωρής στα «Περιστέρια των Χριστουγέννων», περπατά και αισθάνεται σε ένα κόσμο «Παρακμιακό» που τα αισθητά νεκρώνονται και ο χρόνος χαμογελά και αποβάλλει κάθε στοιχείο κιτς ή αδιέξοδων ονείρων του «προΘανάτου».

Το «Θηριοδαμαστήριο» Νανοδιηγήματα (ISBN 978-960-91495-5-6), του Παναγιώτη Καποδίστρια , από τις εκδόσεις «Αληθώς – κέντρο Λόγου», Ζάκυνθος 2022, σσ 45, είναι ένα κόσμημα  που αξίζει να το αναζητήσει κανείς. Στην αισθητική του συμβάλλει επιπλέον και το χαρακτικό της Άριας Κομιανού, στο εξώφυλλο του βιβλίου.

https://plessasbook.gr/zakynthinh-locotexnia/37205-thhriodamasthrionanodihchmata.html

       

Πέμπτη 26 Ιανουαρίου 2023

Άλλο τουρισμός και άλλο ο εκτοπισμός

 


 


Ως τουρίστας χαίρομαι τα πάντα. Όλα μου φαίνονται υπέροχα και ενθουσιάζομαι με το διαφορετικό.  Αισθάνομαι  μια ατελείωτη έκπληξη και επιθυμώ να ζήσω όπως οι ντόπιοι, όσες μέρες βρίσκομαι στα ξένα. Εμένα δεν με αγγίζουν αρνητικές σκέψεις και τίποτα δεν με αποτρέπει από την εμπειρία. Απλά δεν φοβάμαι. Έχω αναπτύξει μια φιλοσοφία που ανέχεται τον άλλο , όχι για αυτό που θέλω μα για αυτό που είναι. Ποτέ δεν κάθισα να ρωτήσω λ.χ. γιατί τρώνε βατράχια ή χέλια. Εκείνο που με   απασχόλησε είναι το πώς. Κοιτούσα  με προσοχή και όταν έμαθα, άρχισα να καταβροχθίζω τεράστιες ποσότητες από πρίγκιπες που ατυχώς δεν ολοκλήρωσαν την αποστολή τους. Στην καλύτερη εκδοχή έμειναν μπουτάκια στο κουρκούτι, η έκαναν παρέα με σαλιγκάρια μέσα σε ριζότο .  Με το χέλι το ζήτημα είναι να συνοδεύσεις το φαγητό με το κατάλληλο τσίπουρο  και να φροντίσεις ώστε να μην γίνεις τύφλα. Άσε που και να γίνεις δεν ενοχλεί. Αρκεί να ξέρεις να αντιπαρέλθεις στην κατάσταση.  Κάθεσαι όσο χρειάζεται, πίνεις νερό και επισκέπτεσαι την τουαλέτα. Μετά από ένα δυο καφέδες είσαι έτοιμος να συνεχίσεις την περιήγηση. Πηγαίνεις χαρωπά στα αξιοθέατα. Κάστρα, μουσεία, πάρκα, πλατείες. Χουζουρεύεις στην καλοκαιρία. Μετράς τους περαστικούς και αφιερώνεις χρόνο σε δρώμενα και καθημερινότητες. Μικρά  μαγαζάκια που αναδύουν αρώματα και χρώματα.  Όλα ακέραια , καθαρά, επιθυμητά. Κάνεις τα ψώνια σου και νοιώθεις άρχοντας. Πάνω που αρχίζεις να συνηθίζεις όμως, πρέπει να φύγεις .  Αυτό  είναι το θέμα. Εκεί που νοιώθεις ντόπιος ξεβολεύεσαι. Άντε πάλι να είσαι ο ξένος και περιπλανώμενος. Εδώ είναι παράδεισος  και αρνείσαι να ξαναγυρίσεις στον μίζερο κόσμο σου. «Θα μείνω εδώ», λες και το εννοείς.

Το έχω δηλώσει κατ’ εξακολούθηση. Την τελευταία φορά φόραγα φεσάκι και κοιτούσα την γαλάζια απεραντοσύνη. Όλα οικεία και φιλόξενα. Η γη της Ιωνίας. Τόπος ονειρεμένος και αγαπητός. Στην Έφεσο, ανάμεσα στις πεσμένες κολόνες συνάντησα τον Ηράκλειτο. Μια  όμορφη κόρη πέρασε  σαν οπτασία. Το πέπλο της άγγιξε  τα πάντα με γλυκύτητα. Δίπλα στα ερείπια της παλιάς εκκλησίας καθόταν  ένα ερωτευμένο ζευγάρι. Έκαναν   σχέδια και οι θεοί, ωσεί παρόντες,  γελούσαν. Καλοκαίρι , τα παιδιά παίζουν με θόρυβο. Επάνω από τους λόφους περνάνε νταλίκες , μεταφέρουν τα αγαθά στο βορρά. Μια μπάλα σκάει κοντά μου. «Πέτα την» μου λένε οι σπόροι. Το κάνω και βάζω γκολ. Είμαι ήρωας. Βρήκα το σπίτι μου. Έχω ακόμη το κλειδί της εξώπορτας. Ανοίγω να πάρει αέρα ο χώρος. Γύρισα  για να μείνω.  

Με βόηθησε σε αυτό η ευκολία μου στις ξένες γλώσσες. Ήδη μιλούσα τα στοιχειώδη, συμπλήρωνα άγνωστες λέξεις  με τα χέρια μου, άφηνα και χώρο στην παγκόσμια γλώσσα του εμπορίου. Αναζητούσα  δουλειά και θα την είχα, αν δεν ξυπνούσα ένα πρωινό να ψάχνω τους φίλους μου. Είχαν όλοι προσαχθεί σε τοπικά αστυνομικά τμήματα για συζητήσεις σχετικά με τις απόψεις τους. «Αναρχικά στοιχεία», μου τόνισε ο ταβερνιάρης χαϊδεύοντας την κοιλίτσα του. Με έπιασε τρόμος, θα συλλάβουν και μένα. Ένας Έλληνας στην Σμύρνη. Μέχρι  να φύγω είχα εφιάλτες. Η γιαγιά μου με μαύρο τσεμπέρι , καθισμένη σε ένα μπόγο με ρούχα με κοίταγε.

- Τι κάνεις εδώ ; μου έλεγε και κοίταζε γύρω με φόβο. Τι να σώσει μέσα στις φλόγες; Την ψυχή και τα παιδία της. Μπήκε σε μια μαούνα και χάθηκε στην νέα πατρίδα.

Πεταγόμουν κάθιδρος, χάθηκε ο μύθος και ο έρωτας. Στους ίδιους δρόμους, που πριν τα γεγονότα έβλεπα μόνο άνθη και ωραίους κήπους, άρχισα να αναγνωρίζω ψυχιατρεία , φυλακές , νοσοκομεία, ακόμη και νεκροταφεία. Σε ένα μπήκα μέσα. Αν αφαιρέσεις τον σταυρό, ίδιο με τα δικά μας. «Πεθαίνουν και εδώ», είπα και με έπιασε τρόμος. Φτάνοντας στο λιμάνι έπεσα σε συνωστισμό. Πλήθος από ντόπιους φώναζαν συνθήματα και κρατούσαν σημαίες. Ένας παρακείμενος μου εξήγησε ότι διαδήλωναν την πίστη τους στο καθεστώς. Η απεραντοσύνη είχε γίνει «γαλάζια πατρίδα» και εγώ πέρασα απέναντι με τα χίλια. Ευτυχώς είχε μπουνάτσα και δεν με πείραξε η θάλασσα. Βγήκα στο νησί και ησύχασα. Έτρωγα γαριδούλες φρέσκιες και πάμφθηνες. Αποφάσισα  να παραμείνω, κοιτώντας την ακτή που είχα αφήσει. Μια συνεχής αλλαγή διέπει το σύμπαν μου. Πρέπει να το αποδεχθώ. Κανείς δεν μπορεί να μπει στην ίδια θάλασσα δύο φορές.

Στο πέμπτο  ουζέλι το γκαρσόνι με ρώτησε για την κατάστασή μου. Μετά  από ενδελεχή συζήτηση για την περιπέτειά μου, τον διαβεβαίωσα, «όλα καλά». Από μακριά μια φουσκωτή βάρκα έφερνε κόσμο. Στην παραλία κάποιοι κρατούσαν κουβέρτες και μοίραζαν μπουκάλια νερό. Ένα νοσοκομειακό παρέλαβε κάμποσους. Οι άλλοι περίμεναν. Δυο  παιδάκια έτρεξαν κατά πάνω μας. Θορυβήθηκα, μα είπα θα έρχονται για το μουσείο του αυτοδίδαχτου ζωγράφου. Εκείνα πλησίασαν και ζητούσαν φαί. Ο σερβιτόρος τα έδιωξε. Γύρισαν πίσω κλαμένα στην μάννα τους. Εκείνη, στα μαύρα ντυμένη, τα αγκάλιασε . Έπειτα έφυγαν όλοι. Μια μακριά παράταξη με την συνοδεία στρατού.


«Άλλο  ο τουρισμός και άλλο ο εκτοπισμός», μονολόγησα και κατηφόρισα ψύχραιμα, πατώντας στέρεα πάνω στην γη.  Μπροστά μου η θάλασσα και στο πολύ βάθος   βόμβες άφηναν ανάσες φωτιάς. Η  σκόνη σκέπαζε τις εικόνες, που εναλλάσσονταν  στον ζαλισμένο μου νου.  




πρώτη δημοσίευση : με τον τίτλο : "Άλλο τουρισμός και άλλο ο εκτοπισμός", στο λογοτεχνικό περιοδικό "Απόπλους" , έτος 33, τεύχος 93- 94, φθινόπωρο 2022, σσ. 52-5.  https://www.politeianet.gr/magazines/periodika-apoplous-teuchos-93-94-fthinoporo-2022-344041

αναδημοσίευση στο https://tempo24.news/eidisi/423970/allo-o-toyrismos-kai-allo-o-ektopismos στις 27/1/23 Γνώμες 

Τρίτη 13 Σεπτεμβρίου 2022

Βουτιά στον Κυπαρισσιακό

  1.  

 Κατέβηκα με τα πόδια και μάλιστα ξυπόλυτος. Πάντα μου άρεσε αυτή η διαδρομή. Να νοιώθεις τη γη να σε ζεσταίνει και άλλοτε να δροσίζεσαι πάνω σε πράσινες λωρίδες που επιμένουν να υπάρχουν στην κάψα του καλοκαιριού. Το δύσκολο κομμάτι είναι ο δρόμος με τα χαλίκια. Αναπολώ τις   σαγιονάρες μου   με λαχτάρα. Μετά όμως από κάμποσες δυνατές πιέσεις στα πέλματα, φτάνω στην αμμουδιά. Χαλί. Γίνομαι ένα με την διαρκή κατολίσθηση των μικρών κόκκων. Καίγομαι ως την ακτή , το παίρνω απόφαση και  ξαφνικά βουτώ στο νερό.

  Αρχίζω να κάνω κινήσεις εμπρός με τον ρυθμό της «καρέτα». Ανοίγω τα χέρια  και πιάνω όλη τη θάλασσα. Μετά τη σκίζω με την ώθηση και πάλι και ξανά.

  Προσπαθώ να αποφύγω τον ήλιο και έτσι κολυμπώ με ρότα τον ναό του Απόλλωνα, μακριά στον ορίζοντα. Κάτασπρο στίγμα μού δείχνει το κάλλος του και φυσικά τον βορρά. Βουτώ το κεφάλι για λίγο, έπειτα αναδύομαι και συνεχίζω τη διαδρομή. Είμαι βαρκούλα σε καλοσύνη.

   Στα δεξιά μου οι βουνοκορφές ζωγραφίζουν γυναίκα ξαπλωμένη στο έδαφος. Πάνω στο μέτωπό της δεσπόζει ο απέθαντος  προφήτης με το πύρινο άρμα του  και στα ακροδάχτυλα, μακριά στον κόλπο , το κάστρο της παλιάς πόλης. Χαιρετώ τη γιαγιά μου. Έχει σταθεί σαν κυπαρίσσι και με χαιρετά απ’ το λόφο. Μιλά με τον Άγιό μου. Πρέπει να φτιάξω τον τάφο. Όλο το λέω και το ξαναλέω και πάντοτε στο παραπέντε δεν έχω λεφτά. Το αφήνω λοιπόν για το αύριο.

   Ένας γλάρος ταξιδεύει στο μπλε. Νομίζει πως είμαι ψαράκι αλλά απογοητεύεται όταν κατανοεί τη φύση μου. Αδιάφορα φεύγει για το λιμάνι. Στην παραλία τα παιδιά γελούν δυνατά. Με φωνάζουν μπαμπά και γελώ. Συνεχίζω στον υδάτινο δρόμο. Τα σπίτια μοιάζουν μικρά, καιρός να γυρίσω.

   Με μακροβούτι αλλάζω  κατεύθυνση. Ο ήλιος βασιλεύει. Κάπου αλλού χαιρετά την αυγή. Αριστερά μου ένα μικρό τίναγμα. Πλησιάζω με έξαψη. Μια μέλισσα απόκαμε και ψυχορραγεί. Την παίρνω στην χούφτα  και την αφήνω  πάνω στην κόμη μου. Έχω τώρα παρέα. Η μέλισσα κάθεται ειρηνικά. Σχεδόν δεν τη νοιώθω. Λες να κατάλαβε το πόσο κοντά έφτασε στη σιωπή; Στο επέκεινα δεν υπάρχει ζουζούνισμα. Δεν ξέρω για πτήσεις, μα βόμβος δεν θα ακουστεί. Εκεί όλα καρπίζουν παράδοξα. Εδώ όμως αν χαθεί το είδος θα χαθεί και η ζωή. Η ευθύνη είναι μεγάλη.

  Φροντίζω να κάνω κινήσεις ήρεμες και να μην βουτηχτώ. Δεν είναι μακριά. Θα πατήσω στεριά και θα την εναποθέσω  πάνω στο κούτσουρο. Έπειτα δικό της θέμα. Αν έβαλε μυαλό δεν θα ξανοιχτεί, αν όχι, νίπτω τας χείρας μου, προσπάθησα. Κουνήθηκε. Φαίνεται πως κατανοεί το κρίσιμο της κατάστασης.  Συνεχίζω  να πλέω. Στο νου μου αναδύονται  σκοτεινιές. Η κούραση;  Ίσως το βάρος της, σκέφτομαι. Αυτό; Τα απλήρωτα χρέη; Το μέλλον πατώντας ξανά στην ακτή;  Συνετά, λέω στον εαυτό μου και σιγανά. Δεν υπάρχουν καρχαρίες σε τούτη τη θάλασσα. Ρίχνω όμως κλεφτές ματιές  στο βυθό. Λες να πεταχτεί ξαφνικά ένα στόμα τεράστιο; Εντείνω. Να πατήσω τουλάχιστον βράχο.

  Εκεί λίγο πιο κάτω υπάρχει πορί. Κουράστηκα , σταματάω και παίρνω ανάσες. Πώς θα βρω τα ελάχιστα για να πληρώσω την τράπεζα; Τα παιδιά μεγαλώνουν και χρειάζονται τόσα …

  Έλα,  πλησίασα και ο εργάτης θα σωθεί. Σαν κυβερνήτης που υπηρετώ τον λαό μου. Για τούτο άλλωστε δεν με έχουν ορίσει; Να διακονώ ανάγκες προσώπων. Να σώσω αυτούς που χωρίς εκείνους δεν θα υπάρχω και εγώ. Τι πόνος. Έχω στο κεφάλι μου ένα μεγάλο βαρίδι. Απλώνεται η νύχτα και ο πανικός με επισκέπτεται. Ο σώζων εαυτόν σωθήτω, φωνάζω και κάνω ό,τι κάνουν και οι σωτήρες του έθνους. Βουτώ και απαλλάσσομαι. Μετά  τη βουτιά τινάζομαι όρθιος. Ερημιά όμως και χωρίς τον επιβάτη μου, δυστυχώς.    


Το διήγημα πρωτοδημοσιεύτηκε στο λογοτεχνικό περιοδικό ΔΕΚΑΤΑ, τευχ. 70, Καλοκαίρι 2022

https://www.politeianet.gr/magazines/periodika-dekata-teuchos-70-kalokairi-2022-340977  

Τρίτη 7 Δεκεμβρίου 2021

Στο κέντρο της πόλης

Είχε πια συνηθίσει. Κάθε βράδυ έστρωνε τις κουβέρτες του και πλάγιαζε πάνω από τον εξαερισμό του μετρό. Είχε πάντοτε ζέστη. Αν έκανε χειμώνα βαρύ έμπαινε μέσα στην τεράστια χάρτινη κούτα που είχε βρει στα σκουπίδια.

Έκανε επαιτεία στην είσοδο του Φαρμακείου.

Το μεσημέρι έτρωγε φτηνά στο χέρι και ύστερα έψαχνε για τη δόση του. Όλα πήγαιναν πρίμα. Κάτι ο ΟΚΑΝΑ, κάτι οι φιλάνθρωποι και τίποτα δεν του έλειπε. Είχε και αίσθημα. Μια όμορφη κούκλα που έκανε πιάτσα πίσω από το Δημαρχείο της πόλης. Πιο σεμνή όμως και πιο γλυκιά δεν είχε ξανασυναντήσει ποτέ.  

Εκεί ανάμεσα στις μυρωδιές των μπαχαρικών την συναντούσε και μίλαγαν με τις ώρες. Εκείνη σπάνια αντιδρούσε και φυσικά του έκανε όλα τα χατίρια. Χωρίς αγγίγματα όμως. Ένα τεράστιο τζάμι στεκόταν πάντα ανάμεσά τους.

«Ρε πρεζόνι, στη βιτρίνα μιλάς;» τον διέκοπτε κάποτε ο ειδικός φρουρός στη βραδινή του περιπολία. Δεν τον ένοιαζε. Ακόμη και όταν με φούρια τον τσάκιζε στο ξύλο άμα ξεμπέρδευε με τις κυρίες στο διπλανό ξενοδοχείο. Είχε μάθει πια. Ο έρωτας ήταν επικίνδυνος στις μέρες μας.

Αυτός κάθε βράδυ πιστός στο ραντεβού μέχρι τη μέρα που πίσω από τη βιτρίνα χάθηκε για πάντα η κούκλα.

Ανακαίνιση έγραφε το σημάδι στο τζάμι.

Δεν την ξαναείδε. Η διαδρομή όμως πάντοτε η ίδια. Πίσω από το δημαρχείο είχε ζήσει τις πιο αληθινές στιγμές αγάπης και πόθου. Ήξερε ότι μια μέρα θα ξανασμίξουνε. Με αυτή την ελπίδα συνέχισε να υπάρχει.

Εκείνη τη νύχτα ο κόσμος ανάστατος. Σειρήνες,  σπασίματα, πυροβολισμοί, εκρήξεις. Σκηνές πολέμου.

Τα ζούσε ή έφταιγε η σκόνη που σαν χιόνι έπεφτε στο μυαλό του;

Κάποιος τον τράβηξε και βρέθηκε στο ποτάμι να κυλά με το πλήθος.

Φωνές και συνθήματα. Έτρεχε με πανικό προς τα μπρος.

Γιατί; Δεν ήξερε, μόνο κάτι στόματα ανοίγαν και κλείνανε.

Συνθήματα σκέφτηκε, μα ήταν τόσο βουβά.

Πίσω του ο ειδικός φρουρός να τον φτάνει. Ήθελε να γίνει αόρατος όσο και την ημέρα. Μα ήταν νύχτα και όλα φωτισμένα από λάμπες νέον, σπινθήρες και χρώματα της φωτιάς.

Αποκάλυψη τώρα! Ο  μπάτσος κατόπι.

«Απόψε πεθαίνω», σκεφτότανε και  ο άνεμος μύριζε φορμόλη.  

Έκανε να κρυφτεί πίσω από το άγαλμα. Ευτυχώς τον προσπέρασαν όλοι και άρχισαν μάχη. Πέτρες έπεφταν σαν το χαλάζι και ο ορίζοντας  με σύννεφα σκόνης.

Στο μαγαζί απέναντι μπούκαραν  για πλιάτσικο.

Είπε να πάει. 

Μα τι να τα κάνει τα πράγματα; Δεν είχε ντουλάπια στη κούτα και τσέπες γεμάτες δεν άντεχε πάνω του. Έμεινε να κοιτά. Αθέατος πάντα. Δεν ήθελε να τον δει κανείς από τους γνωστούς.

Πώς έγινε και ήταν εκεί;

Όλοι οι πλούσιοι της πλατείας έβγαιναν για ψώνια νυχτιάτικα. Άλλος με δέκα ζευγάρια γυαλιά, άλλος με κινητά άλλος με ρούχα και τσάντες με ηλεκτρονικά, άλλος με τίποτα και τη χαρά του μίσους  για απόδειξη.

Του φάνηκε ότι άκουσε κλάματα. Από πού; Αναρωτήθηκε.

Βγήκε με τρόπο και ακολούθησε τις φωνές. Ήταν αυτή. Μόνη και άσημη ανάμεσα στα τόσα στολίδια. Η τζαμαρία σπασμένη και επιτέλους χωρίς εμπόδιο.

Ήταν  δική του.

«Γιατί κλαις;» τη ρώτησε, μα απόκριση δεν πήρε.

Εκείνη συνέχισε να θρηνεί. Κινήθηκε να την αγκαλιάσει.

Κάποιος τον έσπρωξε. Έπεσε κάτω και πλήθος μπήκε ανάμεσά τους.

«Τι κάνετε εκεί;»

Κανείς δεν του απάντησε. Μονάχα έβγαζαν μια φωνή σαν συριγμό και με μάτια πυρωμένα του θύμιζαν Άδη.

Όρμισε να την γλυτώσει.

Όλο την έφτανε μα πάντοτε  στο τέλος την έχανε.

«Μη! Αφήστε την ήσυχη», φώναξε.

«Μια κούκλα είναι μόνο. Άλλοι την ντύνουν και την ξεντύνουν. Δεν φταίει – δεν φταίει σε τίποτα». 

Κανείς δεν του έδωσε σημασία. Την πήραν μαζί τους και έτρεχαν. Κατόπι κι αυτός και να κλαίει.

«Χριστέ μου, δώσε  μου δύναμη».

Τα πόδια του φτερά και το κορμί του πούπουλο. Δεν έφτανε όμως. Κάθε που ζύγωνε κάτι την έπαιρνε όλο και πιο μακριά.

«Τη ζωή μου για αυτή» δήλωσε και πίστεψε ότι θα άξιζε κάτι.

Κάποιος κοντά  γέλασε και με φόρα του πέταξε πέτρα.

«Βρωμιάρη», του  είπε και έφυγε.

«Εικόνα μου είσαι», του αντιμίλησε άκαιρα.

Ζαλίστηκε, μα ευθύς αναστήθηκε. Δεν είχε χρόνο για χάσιμο.

Η ματιά του την είδε μπροστά, την κρατούσαν αιχμάλωτη κάτω από το χριστουγεννιάτικο δένδρο την πόλης. Αυτή φώναζε βοήθεια και γύρω της χόρευαν  βάνδαλοι.

«Σώσε την, σώσε την» εκλιπαρούσε στα ύψη.

«Φεύγα» του είπε ο άγγελος.

«Εσύ να πετάς ξέρεις μόνο», του απάντησε και στριμώχτηκε στους βραδινούς επισκέπτες της κόλασης.

Ήταν πλέον κοντά της, την είχε στο άγγιγμα.

«Τώρα σε έχω» της είπε με ένταση.

Αυτή άπλωσε τα κοκάλινα χέρια της προς το μέρος του και κει που η αγκαλιά θα γινόταν αλήθεια, ένα παιδί την έριξε κάτω από το έλατο.

Τινάχτηκε να την σώσει. Δεν πρόλαβε. Τεράστιες φλόγες ξεπήδησαν σε ξέφρενο ρυθμό.

Παιδιά χόρευαν λέγοντας τα κάλαντα.

Ήταν πρωί πια  και κείνος με αίματα, έψαχνε στα αποκαΐδια για να την συναντήσει ξανά.  

Απόκαμε και έκατσε πληγωμένος.

Κοίταξε επάνω για έλεος.

«Καλά Χριστούγεννα» άκουσε και ο μπάτσος τού έριξε τον ουρανό κατακέφαλα.




Εμπεριέχεται στην συλλογή : "Τα καναπεδάκια της ανεργίας" , Κριτική , Αθήνα 2016, σσ. 79 - 83

https://kritiki.gr/product/ta-kanapedakia-tis-anergias/ 

Σάββατο 24 Ιουλίου 2021

ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ ΤΟΝ ΑΥΓΟΥΣΤΟ

Ο μάστορης του λόγου περιγράφει τα αισθητά. Τους δίνει χρώμα και ύφος. Τα τοποθετεί με τάξη. Στολίζει την εικόνα με λεπτομέρεια. Αν πρόκειται για καλοκαιρινό τοπίο, απλώνει κάτω το κίτρινο της άμμου, σαν βάση. Επάνω τοποθετεί κοχύλια, της φουρτούνας αφήματα, μια απλωμένη πετσέτα, να εντοπίσει τον άνθρωπο, ακόμη και ένα μεγάλο πλαστικό μπουκάλι, καταδεικνύοντας έτσι το χρόνο μας. Πριν από αυτόν και άλλοι περιέγραψαν ίσως την ίδια σκηνή. Το μπουκάλι ήταν γυάλινο , ή ακόμη και πήλινο σκεύος. Αν καταπέσει στη διαφήμιση, είναι μια λεπτομέρεια που την κανονίζει το ήθος του. Αν δεν πρόκειται για αντικείμενο πόθου, θα το αφήσει μετέωρο στην φαντασία. Με βάση την τελευταία ξοδεύει το μπλε. Στο κέντρο, η θαλασσινή του εκδοχή και πιο πάνω γαλάζιο. Αν θέλει καλοσύνη, αφήνει τα πράματα έτσι. Διαφορετικά βάζει και λίγο άσπρο για κύματα, ή πιο πολύ, λίγο πιο πάνω, απεικονίζοντας σύννεφα. Στα ξαφνικά θυμάται μια βάρκα. Ψαρόβαρκα, μπορεί ακόμη και ένα πελώριο ιστιοφόρο, ίσως και μια απλή σανίδα με καρφωμένο επάνω ένα τσακισμένο πανί … Ανάλογα με τα συναισθήματα. Έτσι μπαίνουν και πετούμενα στον ουρανό. Από απλές μαύρες γραμμές στο σήμα της νίκης, μέχρι τεράστια εξωτικά πουλιά με κάθε λεπτομέρεια. Σε μια γωνία του κάδρου , αφήνεται μια σφαίρα χρυσή ή πορτοκαλί , ο ήλιος, σε εξάρτηση πάντα με τον κύκλο της ημέρας που θέλει να τονιστεί. Ο άνθρωπος , όποτε υπάρχει στην αφήγηση, αφήνεται από γυμνός μέχρι και ντυμένος ολόκληρος , ως παιδί, ως έφηβος ή και ως λίγο πριν την αποδημία του. Αρκετές φορές υπάρχουν και πλέον του ενός προσώπου. Μπορεί να κοιτούν από κοινού τον ήλιο που δύει, να είναι αγκαλιασμένοι σε στιγμή ερωτικής μέθης, να παίζουν στην παραλία, να είναι ξαπλωμένοι στην καυτή άμμο ή να κολυμπούν αμέριμνοι λίγο πριν βουτήξουν στην αιώνια μήτρα. 

Μεταμορφώσεις . Η φαντασία γίνεται εικόνα και τανάπαλιν, για εκείνον που μελετά το αποτέλεσμα. Χιλιάδες άνθρωποι σε παράλληλους τόπους και χρόνους. Όλοι συναντιούνται με όλους. Ακόμη και με εκείνους που έφυγαν νωρίτερα. Οι ερωτευμένοι μπορεί να είναι οι γονείς μας, το παιδί, το εγγόνι μας. Στο πλοίο κάθεται ο Μαυρογένης ο πειρατής , ή ο άγιος Νικόλαος , ίσως ακόμη και ο Μάκης ο μπεκρής, ο ναύτης. Σε κάθε περίπτωση μυριάδες, ανάλογα το βίωμα του γράφοντος, συμπυκνώνοντας την εμπειρία σε έναν, περιμένοντας τον αναγνώστη να ταυτιστεί με όποιον αυτός επιλέξει. Είναι σαν να ανοίγεται μια κουρτίνα και ενώ κοιτάς ένα τοπίο κλισέ , ξάφνου να αναδύονται δράκοι και γοργόνες , μυθικά πρόσωπα , ακόμη και τέρατα. Ένας ή και περισσότεροι , με ρούχα μιας αλλοτινής εποχής ή του κόσμου που θα έρθει, σε κρατούν από το χέρι και χάνεσαι στην δική σου άχρονη ομορφιά. Φυσικά θέλει προσοχή. Αν απαιτήσεις το δικό σου τέλος, το ωραίο γίνεται εύκολα εφιάλτης και ο πρωταγωνιστής καταλήγει από γάμο σε δράμα, τα γνώριμα πρόσωπα, σκιές και φαντάσματα. Πρέπει να αφήσεις τα πράγματα να μεταμορφωθούν από μόνα τους. Θα υπάρχει η πτώση αλλά και η πτήση , θα υπάρχει σχεδόν σαν κανόνας η σταύρωση και η ανάσταση. Το όλο απαιτεί μόχθο και άσκηση, καλλιέργεια, αποτέλεσμα άροσης βαθιάς. Διαφορετικά το εγχείρημα περιορίζεται σε επιθυμίες και αυτές, όταν ικανοποιηθούν, οδηγούν στην ύπνωση. Χάνεται έτσι η ευκαιρία συνάντησης. Το αντάμωμα και η κοινή τράπεζα. Η μέθη με το κρασί το εκλεκτό, το κερασμένο από τον ίδιο τον ποιητή. Χάνεται έτσι η δυνατότητα της ενόρασης με τις πολυάριθμες εικόνες σου. Χάνεται έτσι ο μισός Αύγουστος και η γιορτή του Σωτήρα σημαίνει μόνο μπακαλιάρο σκορδαλιά , που ως υπέροχη τέρψη, φέρνει ύπνο βαρύ και οι νεφέλες εξατμίζονται χωρίς να αποκαλύψουν τίποτα. Πρωί πρωί με τις δροσιές, ο παππούς χαϊδεύει τον γκέκα. Μπροστά στην παλιά αποθήκη, εκεί που τώρα είναι ο δρόμος, είμαστε πάλι όλοι μαζί. Ακόμη και η κόρη του γιού τού παιδιού μου, που ορέγεται ένα κόσμο καλύτερο, δίπλα στον άγγελό της που τινάζει τη σκόνη στο όνειρο , λίγο προτού πετάξει ξανά, κοντά στο υπέρλογο. Οι κουρτίνες ανοίγουν πάντα ξαφνικά. Έτσι άλλωστε αρχίζουν οι μύθοι και τα θαύματα …..









πρώτη δημοσίευση: περιοδικό ΔΕΚΑΤΑ , τευχ. 63ο , Αθήνα - Φθινόπωρο 2020, σσ. 186-7

Δευτέρα 5 Ιουλίου 2021

Ξυλορακέτες στο Διακοπτό

 


Πάνω - κάτω στην παραλία. Κεφάλι σκυφτό, πουκάμισο με μακριά μανίκια και βήμα ταχύ. Κάτι ψάχνει, ίσως βότσαλα να φτιάξει κολιέ. Μου αποσπά την προσοχή και δέχομαι το μπαλάκι κατευθείαν στο μέτωπο. Ξυλορακέτες στο Διακοπτό και μάλιστα με αντίπαλο αθλητή βαρέων βαρών.

Αναγκαίο διάλειμμα και βουτιά στον Κορινθιακό. Κάνω απλωτές με κατεύθυνση τα Νικολέικα. Ο τύπος παραμένει  στο οπτικό μου πεδίο. Επιστρέφω με ύπτιο και αφού πατώ πόδι στην παραλία, τον βλέπω να πλησιάζει με χαμόγελο.

- Χτύπησες; μου λέει τσαχπίνικα.

- Ήταν η βολή δυνατή, απαντώ και σκουπίζω το πρόσωπο.

Μέχρι να φτάσω στο γήπεδο έχω μάθει ακόμη και το πότε γεννήθηκε. Ωραία, λέω και κάνω να φύγω. Έρχεται πίσω μου και επιμένει στη γνωριμία. Ο συναθλητής μου περιμένει ανυπόμονα και χτυπά το μπαλάκι, με ρυθμό, νευρικά.

- Θα σε σκοτώσει…

- Λες;

- Δεν τον βλέπεις; Είναι αποφασισμένος…

Ακουμπώ το καρούμπαλο και διστάζω.

- Κότα! Φωνάζει ο αντίπαλος και έρχεται αργά με το ύφος του νικητή. Για να δω; Σιγά το τραύμα. Θα παίξουμε ή θα πιούμε φραπέ; Εσύ, ρε Λάουντα, τι θες εδώ;

- Έχω ξεμείνει, ρε Τσάμπιον, μπας και υπάρχουν τίποτα ψιλά;

- Δεκάρα, εκτός και αν αποφασίσεις να πας το αγώγι.

- Πότε;

- Αύριο πρωί – πρωί.

- Πόσα;

- Τρία πενηντάρικα. Και οι πελάτες εκλεκτοί. Ο παππούς τυφλός και η γιαγιά τίγκα στο λεξοτανίλ.

- Δώσε μου ένα, να χειριστώ την κατάσταση, και τα λέμε το πρωί.

- Με την παράδοση …θα τα πάρεις όλα στο Ναύπλιο.

- Ας είναι …Το πρωί, κατά τις δέκα είναι καλά;

- Άψογα.

Μένουμε μόνοι. Ο Λάουντα φεύγει και κάθε τόσο σταματά να ζητήσει λεφτά για πετρέλαια. Η παραλία όλη, μια άρνηση. Χάνεται πίσω από τη στροφή.

Το πρωί καταφθάνει σπιντάτος. Ευγενέστατος βάζει τον παππού μπροστά και την γιαγιά στο πίσω κάθισμα. Ξεκινούν. Εμείς κοιτάμε ρολόι και τσεκάρουμε την ώρα εκκίνησης.

- Το μεσημέρι θα είναι εδώ…πάμε;

Αρχίζουμε το πήγαινε  - έλα στο μπαλάκι και αφήνουμε τον χρόνο στον ήλιο που καίει τις έγνοιες μας.

Ο Λάουντα στο τρυπάκι του. Με διακόσια στην εθνική και τον παππού κάθε τόσο να ανοίγει το τζάμι. «βζιν – βζιν…».

- Βρε παιδί μου, μήπως τρέχεις;

- Μα τι λέτε; , απαντά απορημένος ο οδηγός.

Η γιαγιά λαγοκοιμάται…

- Άσε τον άνθρωπο να οδηγήσει, σχολιάζει και αλλάζει πλευρό.

Η ώρα περνά και ακόμη να φτάσουν στην παλιά πρωτεύουσα.

- Πού είμαστε; ρωτά ο συνοδηγός.

- Στο Διακοπτό.

- Ακόμη;

- Δεν μου είπες να μην τρέχω;

Η γιαγιά ξυπνά και φωνάζει: «Καράβι…καράβι»

- Πού; λέει ο παππούς και ανοίγει το τζάμι. Ο αέρας του παίρνει το καπέλο και σκεπάζει το πρόσωπο της γυναίκας του πίσω. Στον πανικό ο Λάουντα βάζει μουσική και αρχίζει να τραγουδά δυνατά. Η έκπληξη αλλάζει το θέμα και σε λίγο έρχεται πάλι ισορροπία. 

- Πού είμαστε τώρα;

- Άστα!

- Τι άστα παιδί μου;

- Στα Μέγαρα

- Στα Μέγαρα; Πας καλά;

- Δεν είδες τι έπαθα;

- Τι;

- Έχασα την στροφή για την Τρίπολη και τώρα πρέπει να κάνω τον κύκλο.

Η γιαγιά ξυπνά.

- Στα Μέγαρα; Εδώ είχα μια ξαδέρφη. Την Ρίτσα , φωνάζει στον παππού.

- Δεν είμαι κουφός, τυφλός είμαι, απαντά αυτός.

- Γκρινιάρης μια ζωή… Άσε το παιδί να οδηγήσει. Μια ζωή αυτό κάνεις. Σκας γάιδαρο. Κάνε τη δουλειά σου, παιδί μου …

Ο παππούς κάτι πάει να πει. Ο Λάουντα τον αποσπά με τις ειδήσεις και αμφότεροι σχολιάζουν την κρίση. Πάνω που θα κατέληγαν στο «όλοι ίδιοι είναι» και στο «βάζο με το μέλι που όλοι θέλουν να πέσουν», το αμάξι επιβραδύνει και μετά από μια – δύο μικρές γκαζιές σε ανηφόρα, σταματά στη μέση του πουθενά.

- Να πάρω τσιγάρα, λέει ο οδηγός.

Κατεβαίνει μπαίνει στον καταυλισμό και βρίσκει τον γύφτο. Πόσο του πήρε; Στην επιστροφή η γιαγιά γυρίζει πλευρό και ο παππούς τραγουδάει το « Ναύτης βγήκε στη στεριά».

Μπαίνει , βάζει μπροστά και αφήνει το Μενίδι πίσω του.

- Πού είμαστε; ρωτά η γιαγιά.

- Πάμε για Άργος.

- Φτάσαμε;

- Σε καμία ώρα. Έχει κίνηση.

- Μια ώρα;

- Πέσαμε σε μποτιλιάρισμα.

Επιτέλους στο Ναύπλιο. Τα παράθυρα ανοίγουν, ο Λάουντα ξεφυσά και ο παππούς τον προσκαλεί για τραπέζι.

- Ψαράκια…

- Αν και ποτέ δεν τρώω προτού σχολάσω… μου άρεσε η παρέα.

Του πήρε ένα κιλό μπαρμπούνια, δύο καραφάκια κρασί ντόπιο, μια σαλάτα χωριάτικη και στην επιστροφή κάθισε λίγο να χωνέψει στην Κόρινθο. Το απόγευμα, ντάλα ο ήλιος, εμείς να αγωνιζόμαστε στο γήπεδο, ο κόσμος στα βοτσαλάκια και ο Λάουντα, πάνω κάτω στην παραλία να ψάχνει για την επόμενη δόση.

 - Δεν μοιάζει με τραπεζίτη; σχολίασε ο Τσάμπιον.

- Δηλαδή;

- Το αντικείμενο του πόθου αλλάζει μόνο… Ο χρόνος μετράει πάντα την επόμενη δόση.       




πρώτη δημοσίευση λογοτεχνικό περιοδικό ΔΕΚΑΤΑ , τεύχος 64ο , Αθήνα,  Χειμώνας 2020, σ. 170  

https://www.protoporia.gr/-dekata-56-9780005334836.html          

https://www.dekata.gr/trexon%20tevxos.htm

Κυριακή 23 Μαΐου 2021

Ούτε καν απώλεια

 


      
Μας έχουν κρύψει το γαλάζιο από την όραση. Επέβαλαν μόνο τις αποχρώσεις του γκρι. Όλα τείνουν στο χρώμα της στάχτης και προοπτικά στο απόλυτο μαύρο. Αλλοίμονο αν κάποιος προσπαθήσει να δώσει χρώματα. Μάταιος κόπος. Όλα βυθίζονται στο κενό. Συλλαμβάνεται και μεταφέρεται στα βομβαρδισμένα τοπία. Εκεί όλα είναι νεκροζώντανα. Ρακένδυτοι , πεινασμένοι και χωρίς καμία φωνή , σεργιανούνε στο γκρεμισμένο λιμάνι , αναπνέοντας οσμές δηλητηρίων και αρώματα πένθους. Μόνοι , περιδιαβαίνουν τα εγκαταλελειμμένα σπίτια και τις έρημες ακτές, αναζητώντας πρόσωπα οικεία και τρόπους διαφυγής. Κάθε τόσο ελικόπτερα πετάνε με θόρυβο και όλοι βγαίνουν από τις υπόγειες φωλιές τους , τρέχουν στην μεγάλη πλατεία της Ισοπέδωσης, έργο των ισχυρών φίλων του τόπου. Εκεί σηκώνουν τα χέρια ψηλά και δέχονται μικρά αλεξίπτωτα με τροφές που πέφτουν γλυκά πάνω στις λάσπες. Παλεύουν και ματώνονται, κάποιοι κερδίζουν και άλλοι χάνουν την ευκαιρία . Όλοι γυρίζουν τα μάτια ξανά πάνω στο γκρι και χάνονται βαθιά μέσα στις τρύπες τους.

Τους βλέπω ξανά και ξανά. Είμαι καθισμένος πάνω στον πύργο και αγγίζω με εγρήγορση την σκανδάλη. Οι εντολές είναι ρητές. Πυροβολούμε κάθε ύποπτη κίνηση. Κανείς δεν περνά τον γυάλινο τοίχο . Η θάλασσα υπάρχει μόνο σαν βάθος πεδίου. Τυπωμένη  με αφηνιασμένα κύματα, σταχτιά και αφιλόξενη στο νου της διαφυγής. Κανένας δεν τόλμησε να πλησιάσει κοντά της. Ακόμη και αν κάποιος ξεχάστηκε, μόλις πλησίασε την ταπετσαρία τον πυροβόλησε κάποιος συνάδελφος. Συνήθως ο Φόβος, δεινός  σκοπευτής και ικανός για τα πάντα.

Η ώρα κυλά αδιατάραχτα. Μετράω ανάσες. Αυτές βγαίνουν σαν σύννεφα και ταξιδεύουν στον χώρο. Στις 1 μ.μ. μας φέρνουν συσσίτιο. Αναφέρω μια ρωγμή στο γυαλί κάτω δεξιά στην άκρη της εικόνας.

-          Μην ανησυχείς, μου λέει ο ανώτερος , αδιαπέραστο.

Ησυχάζω. Τίποτα δεν αναιρεί τις βεβαιότητές μας και κανείς δεν μπορεί να μας χαλάσει το βόλεμα. Αφήνω το όπλο και δοκιμάζω να φάω. Αδύνατον. Όλα είναι θέμα αισθητικής. Τροφή μαύρη και ένας ζωμός μέσα στο γκρι. Ανάβω τσιγάρο. Τα σκουλήκια βγήκαν ξανά από τις τρύπες τους. Ένας χορεύει στην τρέλα του. Τον έχω στο στόχαστρο. Εύκολα. Δεν είναι απώλεια καν. Απλά καθαρισμός του τοπίου. Επιπλέον γαλήνη. Μετά την βολή τρέχει αίμα. Είναι το μόνο χρώμα που ακόμη επιμένει. Κόκκινο βαθύ και ρέει πάνω στο γκρι . Μέχρι να χαθεί στην τρύπα του μαύρου όλοι μένουν εκστασιασμένοι. Στην αλλαγή της φρουράς είσαι επαινετός. Έκανες το καθήκον σου άριστα. Αν φτάσει το όριο θα τον πάρω. Αυτός όμως χορεύει, ανεμίζει τα κουρέλια του, κοιτάει ψηλά και αφήνει τα μαλλιά του να πέσουν λυτά. Πετάει την μάσκα από το πρόσωπο και διακρίνω μια γνώριμη μορφή. Παίρνω τα κιάλια και βλέπω καλύτερα. Μα ναι, τον γνωρίζω. Είναι ο πατέρας μου. Αυτός που αρνήθηκε την υποταγή στα χρόνια του μεγάλου πολέμου. Δεν κάνω λάθος. Αυτός είναι . Αψηφά πάλι τον θάνατο . Ο τρελός τρέχει προς το σημείο μηδέν. Οπλίζω. Μια σειρήνα βουίζει τον κίνδυνο. Όλοι οι πύργοι παραμένουν σε ετοιμότητα.

-          Ακίνητος , φωνάζω με τον τηλεβόα, ακίνητος.

Αυτός γυρίζει κοιτά προς το μέρος μου. Σκύβει και αρπάζει μια πέτρα. Την πετά με ορμή πάνω στον γυάλινο τοίχο. Ο χρόνος παγώνει. Σπάει σαν πάγος το τείχος και πίσω η θάλασσα. Βαθύ το γαλάζιο , πολύ το χρώμα και το αίμα ποτάμι κόκκινο.

-          Πατέρα, μου λείπεις.

Δεν υπάρχει γυρισμός, οι σφαίρες χαλάζι και τα σκουλήκια άπειρα να εφορμούν σαν κύματα στα κύματα μέσα στην πανδαισία των απελευθερωμένων χρωμάτων σε μια φωτεινή μέρα που χάθηκε για πάντα η σιγουριά και η ασφάλεια.

Μια πεταλούδα χορεύει τριγύρω μου.     




Πρώτη δημοσίευση: περιοδικό ΔΕΚΑΤΑ , τεύχος 65, Αθήνα  / Άνοιξη 2021 , σ. 187-8 


   

 

Τετάρτη 20 Ιανουαρίου 2021

Ανακούφιση

 


Για να γυρίσω σπίτι , το κάνω πάντοτε πεζός. Θέλω να περπατήσω , να δω εικόνες , να μυρίσω την πόλη, να ακούσω, να γευτώ. Μου αρέσει να πηγαίνω συχνά στο πατρικό μου. Ας κάνω παράκαμψη, δεν με νοιάζει. Φυσικά ποτέ δεν καταφέρνω να το βρω. Όλο  και κάτι μου τυχαίνει στο δρόμο και με αποσπά. Άλλοτε η πείνα, άλλοτε ένα γεγονός. Τις προάλλες, εκεί που πήγαινα, στην πλατεία λίγο πριν κατηφορίσω το λόφο, ακούστηκαν φωνές. Έτρεξα  να δω. Μου πήρε ένα τετράγωνο το λιγότερο μέχρι να εντοπίσω την εστία του ήχου. Μια κυρία από τον πρώτο έβριζε σκαιότατα ένα άστεγο που έψαχνε τα σκουπίδια. Αυτός ατάραχος, έβγαζε τις σακούλες μέσα από τον κάδο και αφού τις άνοιγε έψαχνε για φαγώσιμα. Αυτή φώναζε και αυτός έτρωγε όσο μπορούσε.  Ό,τι  μη χρήσιμο το άπλωνε γύρω του. Σερβιέτες, κωλόχαρτα, συσκευασίες από απορρυπαντικά, μεταλλικά κουτιά από λάδι , πλαστικά κάθε λογής. Δοχεία  γενικά, άλλα πατημένα και άλλα ακέραια, άδεια μα έτοιμα για επαναγέμιση, μέχρι και με τα πώματα βιδωμένα πάνω τους. Η κυρία ήταν σε κατάσταση υστερίας. Αισθανόταν πως ήταν γυμνή στο κοινό. Να πειράζει τα σκουπίδια της ο χαμένος; Τώρα θα ορμήσει σκέφτηκα , έτσι όπως έκανε. Θα δώσει ένα σάλτο και θα βρεθεί σαν τον λίγκα με τα νύχια της τα γαμψά πάνω στον δράστη. Θα τον πετσοκόψει και αφού βγάλει την οργή της όλη, θα  τον πετάξει στον κάδο. Τακτικά σε μερίδες, μέσα σε πλαστικές σακούλες από αυτές που βάζουμε στην κατάψυξη τις μερίδες του κρέατος. Θα καθαρίσει με την σκούπα τον χώρο και κατόπι θα πλύνει με το λάστιχο όλο το πεζοδρόμιο, να φύγουν τα αίματα στο ρείθρο και να κυλίσουν στην μεταλλική σκάρα, ακολουθώντας το έλεος της εικόνας που χάνεται κάτω από την πόλη.

Τίποτα δεν έγινε από όσα σκεφτόμουν. Ο άνθρωπος έφαγε ακόμη ένα κομμάτι κοτόπουλο που βρήκε και απόσωσε ένα χυμό. Ύστερα επανατοποθέτησε τα απορρίμματα στο χώρο περισυλλογής τους και αφού έβαλε την μάσκα του, συνέχισε προς τον σταθμό του μετρό. Η κυρία μπήκε μέσα και άναψε τα φώτα. Έβαλε στην διαπασών την τηλεόραση. Άρχιζε η καθημερινή ενημέρωση για την πανδημία. Έχασα  χρόνο πολύτιμο. Έτρεξα και ανέβηκα στο τρόλεϊ. Έπρεπε να γυρίσω.

Σήμερα ήμουν αποφασισμένος να φτάσω. Απλά κοιτούσα τις τζαμαρίες. Ενοικιάζεται το ένα μετά το άλλο. Το εργαστήριο με τα αμπαζούρ είχε ακόμη ένα δυο κομμάτια. Κοντοστάθηκα. Χρώματα παστέλ. Το σομόν μου αρέσει πολύ. Αν υπήρχε δυνατότητα θα ρώταγα την τιμή του. Κανείς. Συνέχισα προς τα κάτω με την ελπίδα να συναντήσω κανέναν γνωστό.  Αυτή την ώρα βγάζει η Εριάννα τον σκύλο βόλτα στο περιβολάκι. Θα πέσει γέλιο. Θα είναι μαζί ο ψηλός και ο Μιχάλης μαζί με τον Γιάννη. Ο Πάνος θα μας μιλήσει πάλι για τον Πυθαγόρα και ο Νότης για την ΑΕΚ. Θα πλακωθούν στα μπουνίδια οι Ρηγάδες με τους Κνίτες για τον απέναντι τοίχο , ποιος θα κολλήσει περισσότερες αφίσες. Στο τέλος θα κάτσουν όλοι να μιλάνε για ένα κόσμο καλύτερο και η Σοφία θα τα φτιάξει με τον Κυριάκο κόντρα στις επιμιξίες που απαγορεύει το κόμμα.

Περπατώ και γελάω. Μετά την στροφή ευθεία και να σου το πάρκο. Ξεραΐλα. Μια Λουΐζα στέκει ακόμη ακέραιη. Βότανο είναι, δεν έχει ανάγκη από τίποτα. Χαϊδεύω τα φύλλα της και με πλημμυρίζει το άρωμα του λεμονιού. Δροσιά στη ζέστη του Αυγούστου. Κοιτάζω γύρω, λάμπες σπασμένες , σκοτάδια. Παντού κορμιά καταγής ξαπλωμένα. Μια μάνα θηλάζει. Ένας τύπος με ρωτά  με νόημα αν θέλω κάτι. Αρνούμαι  και κάνω να φύγω. Με ακολουθεί για λίγο μα γρήγορα γυρίζει ξανά στην αυλή του. Μετά την γωνία επιταχύνω , πάλι ξεστράτισα. Αρχίζω να τρέχω , ανοίγω τα χέρια μου και τότε πετώ. Κοιτάζω την πόλη από ψηλά. Τα φώτα μπερδεύονται με τα αστέρια της νύχτας. Το αγέρι με παίρνει και χάνομαι. Ανακούφιση. Εδώ θέλω να μείνω για πάντα.

-          Κύριε Γιώργο, βοηθήστε με λίγο. Πρέπει να σας αλλάξω .

Η Μαρία αδειάζει τα ούρα και σε λίγο θα με ταΐσει με το κουταλάκι …     



Δημοσιεύτηκε στο λογοτεχνικό περιοδικό ΜΑΝΔΡΑΓΟΡΑΣ , τευχ, 63 , σ. 14 , Αθήνα Φθινόπωρο 2020 https://mandragoras-magazine.gr/%ce%bc%ce%b1%ce%bd%ce%b4%cf%81%ce%b1%ce%b3%cf%8c%cf%81%ce%b1%cf%82-%cf%84%ce%b5%cf%8d%cf%87%ce%bf%cf%82-63/16894 

Πέμπτη 24 Δεκεμβρίου 2020

Όλα είναι ένα ψέμα

 


Σε όλη τη διάρκεια της πανδημίας με κράτησαν δυο βεβαιότητες. Η μια η ιδεολογία και η άλλη η εκκλησία. Την πρώτη υπηρετούσα εγώ και την δεύτερη με ζέση η μητέρα μου. Αν και παράλληλα σύμπαντα, κάπου στο βάθος συγκατοικούσαμε. Στο σπίτι επομένως δεν είχαμε φόβο. Σαν ασπίδα τα παραπάνω προστάτευαν τον χώρο μας και θεωρώ πως επεκτείνονταν και σε περαιτέρω διαμερίσματα. Έως εκεί. Η κλινική εικόνα του τετραγώνου άφηνε περιθώρια ερωτημάτων.
Αποτελεί ο ιός μια πραγματική απειλή;
Μπορεί η πειθαρχία να αποτρέψει τον κίνδυνο;
Μπορεί ο αγιασμός της μητέρας μου να φτάσει παντού;
Στην τελευταία δημόσια διαβούλευση, στην γενική συνέλευση των ενοίκων , καταλήξαμε ότι είμαστε επισφαλείς , αν και όχι εξ υπαιτιότητάς μας. Το σχετικό ψήφισμα τοιχοκολλήθηκε στην είσοδο της πολυκατοικίας και μοιράστηκε σε φυλλάδια σε όλους τους ορόφους. Ο πρώτος ήταν μαζί μας, ο χώρος μας , τον επηρεάζαμε άνετα. Ο δεύτερος είχε μια στάση επιφυλακτική αν και τελικά μας υποστήριξε, θα μας χάνανε και από πελάτες, είχανε μαγαζιά στη γειτονιά. Ο τρίτος παρέμενε αδιάφορος και χαρούμενος, με διλήμματα του τύπου τι χρώμα να βάψει το νύχι. Ο τέταρτος απλά μας έβλεπε από ψηλά και πήγαινε κάθε βράδυ σε μπαρ με μασκούλα στο χέρι. Ήταν μια καταδίκη της περιρρέουσας ατμόσφαιρας φόβου και τρομοκρατίας που έσπειραν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης με παράλληλη παράκληση πειθαρχίας στις συλλογικές αποφάσεις. Φυσικά απαντήσεις δεν δόθηκαν στα ερωτήματα. Η αλήθεια είναι πως και εμείς που τα θέσαμε δεν είχαμε. Οι μόνες βεβαιότητες είναι το μαγικό φίλτρο της μαμάς και η πειθαρχία στις αποφάσεις και τα ψηφίσματα των συμμετεχόντων. Τα νέα που μαθαίναμε ήταν όλα μια ψευτιά κατά την μητέρα μου και προπαγάνδα για μένα. Επομένως είχαμε ξεσυνδέσει την τηλεόραση και ακολουθούσαμε τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης της αρεσκείας μας.

Η μαμά έπαιρνε γραμμή από πιστούς ιερείς και κανάλια που αποκάλυπταν την παγκόσμια συνωμοσία. Εκεί έμαθε για το αντίδοτο και αρχή της Ινδίκτου ήταν παρούσα σε αγιασμό της ενορίας μας. Έφερε σπίτι ένα λίτρο, σε μπουκάλι πλαστικό γνωστής πολυεθνικής, αφού το είχε πολλαπλά αποστειρώσει με σταύρωμα και φτύσιμο κατά της βασκανίας. Μετάγγισε το περιεχόμενο σε γυάλινο σκεύος με απολυμαντικό που είχε αγοράσει από το φαρμακείο και έπαιρνε κατά καιρούς ποσότητα μεταφυσικής και χημείας σε μπουκαλάκι με σπρέι που είχε πάντα μαζί της. Τοποθέτησε και ένα μεγαλύτερο στην είσοδο του διαμερίσματος και όποιος έμπαινε τον ψέκαζε ολόκληρο για να χαθεί ο ιός από πάνω του. Είχε φυσικά ενδιαφέρον καθότι τα ρούχα του εισερχόμενου έμοιαζαν, έστω προς στιγμή, πιτσιλισμένα από χιλιάδες μικρές σταγόνες που τόνιζαν την κάθαρσή του. Λόγω του απολυμαντικού ίσως, έμεναν και κάποια στίγματα.
– Δροσιά , δροσιά , φώναζε η κυρία Βενέτα, η κολλητή της και άπλωνε πάνω στα μαλλιά της το φάρμακο.
– Ρε μάννα, θα την αφήσεις φαλακρή την φίλη σου, έκανα να παρατηρήσω μα εκείνη απτόητη πατούσε το σπρέι να πάει παντού, να φύγει το κακό.

Εντός οικίας επομένως παίζαμε με ασφάλεια. Μπορεί να διαφωνούσα με την πρακτική αντιμετώπιση , λόγω περιορισμένης αφοσίωσης στην μαγγανεία , αλλά η συνήθεια και το συναίσθημα με έκαναν φίλο. Στο κάτω κάτω μας ένωναν με την μητέρα μου οι κοινοί αγώνες κατά της παγκόσμιας δικτατορίας. Ζηλωτές και επαναστάτες, οι μόνοι φραγμοί στα σχέδια της νέας τάξης πραγμάτων. Εκτός ήταν το θέμα. Πώς να προστατευτείς από έναν αόρατο εχθρό;
Φορούσαμε μάσκα παντού. Παντού, τρόπος του λέγειν. Την βγάζαμε μόνο σε χώρους βεβαιωμένα ασφαλείς. Η μαμά στην εκκλησία και εγώ σε συναθροίσεις ομοϊδεατών ή στα γραφεία του κόμματος. Πειθαρχούσαμε αντιστεκόμενοι. Για την πατρίδα και την πίστη μας, για «το κεφάλι ψηλά» και ανυπότακτοι , όπως ταιριάζει σε Έλληνα.
Τίποτα δεν μας άγγιζε. Στο κόμμα και στην εκκλησία δεν κολλάει ο ιός. Τσεκαρισμένο και επιβεβαιωμένο. Κανείς από το κόμμα, ακόμη και μετά τις μεγάλες διαδηλώσεις στα δικαστήρια, δεν κόλλησε τίποτα , όπως και κανείς από αυτούς που μας έδερναν. Μας το επιβεβαίωσε και φίλος από τα ΜΑΤ . Κανείς από την ενορία μας στις λατρευτικές συναθροίσεις δεν νόσησε, όπως και κανείς στο παρακείμενο καφενείο που λειτουργούσε ως αρχονταρίκι μετά το εκκλησίασμα, αλλά και ως χώρος αθλοπαιδιών κατά τις υπόλοιπες μέρες. Να προσθέσω ότι κανείς αθλητής επιτραπέζιων παιγνίων δεν αναφέρθηκε ως φορέας. Τα δήθεν θύματα προέρχονταν από την τηλεόραση. Μετά από σκέψη καταλήξαμε ότι δεν υπάρχουν, όλα ψεύτικα και στημένα στα χρόνια της αποκάλυψης που ζούσαμε. Η μαμά το ζούσε έτσι εσχατολογικά και εγώ λογικά, μια και τι περίμενε κανείς από τους νεοφιλελέδες που είχαν επιστρέψει στην εξουσία; Υπάλληλοι των σκοτεινών κέντρων εξουσίας, απαγόρευαν τις συναθροίσεις , έκλειναν εκκλησίες , περιόριζαν τις ελευθερίες μας. Αρέσκονταν να κάνουν ποδήλατο χαρούμενοι στην ύπαιθρο χωρίς μέτρα προφύλαξης και άλλα χαζά. Μας κορόιδευαν ποικιλοτρόπως. Τοποθετούσαν τσίγκινες γλάστρες και φοίνικες στην μέση των δρόμων, αψίδες νερού καλωσορίσματα σε τουρίστες, διαφημίσεις για μια χώρα ασφαλή, όλα θυσία στον βωμό του κέρδους. Η υγεία, ως θεσμός, διασωληνωμένη. Η δημοκρατία στον γύψο ξανά, για το καλό μας. Χούντα και μάλιστα παγκόσμια. Ήμουν απόλυτος. Η μαμά κουνούσε καταφατικά το κεφάλι της , στο κόμμα συμφωνούσαν, ακόμη και οι αντίπαλοι συζητούσαν τα μέτρα με σκεπτικισμό. Η μεσαία τάξη ήταν με το μέρος μας. Η χώρα στα άκρα και τα μυαλά στα κάγκελα.

– Άσε, με μπέρδεψες , μου έλεγε γελώντας η Μαιρούλα, έγινε το μυαλό μου σαλάτα .
Έχω να την δω από την αρχή της δεύτερης καραντίνας. Δοκιμασία για την σχέση μας. Κάνω υπομονή , όπως και η μαμά με την εκκλησία. Ως πότε όμως;

Φυσικά και οι δυο αγανακτήσαμε. Θα κατεβαίναμε για πρώτη φορά αντάμα σε διαδήλωση και ετοιμάσαμε τα όπλα για την επανάσταση, δεκάδες νεροπίστολα με το μαγικό φίλτρο. Είχαμε σχέδιο. Νύχτα θα καταλαμβάναμε την εκκλησία. Θα χτυπούσαμε τις καμπάνες αναστάσιμα και η ελεύθερη γειτονιά παρούσα θα χόρευε συρτάκι στους δρόμους, σε ένα ραντεβού με την ιστορία. Η σπίθα θα άναβε την φωτιά παντού στην Ευρώπη. Οι ανυπότακτοι νότιοι θα νικούσαν το ψέμα και την απάτη των ισχυρών. Φυσικά δεν αποκάλυψα στη μαμά ότι μετά το νικηφόρο αποτέλεσμα οι εκκλησίες θα μετατρέπονταν σε χώρους κάλυψης των αναγκών του πολίτη. Αυτό θα ήταν αποτέλεσμα συνοπτικών διαδικασιών και λαϊκών αποφάσεων, με βάση το ιστορικό γεγονός των διωγμών που είχαν ξεκινήσει από το χριστεπώνυμο πλήρωμα της δεξιάς του κυρίου. 


Τι τα θες; Κάτι ο αγαπημένος ιεράρχης της μαμάς αρρώστησε, λένε από κορωνοιό, εμείς δεν το πιστεύουμε , κάτι η Μαιρούλα δεν ένοιωθε καλά και πήγε για το γρήγορο τεστ , κάτι εγώ είχα διάρροια και η μαμά πούντιασε από τον πολύ ραντισμό… Όλα κατέρρευσαν πριν ολοκληρωθούν.

Παραμέναμε στο αμπρί μας με το όπλο παραπόδας , δεν ανοίγαμε σε κανέναν και στήσαμε παράνομη ιστοσελίδα στο ιντερνέτ, «την Αφύπνιση» . Καλούσαμε σε συσπείρωση και σε ετοιμότητα τους ανυπότακτους πολίτες. Πάνω που τέλειωναν τα τρόφιμα ήρθαν τρεις κύριοι με άσπρες μπλούζες. Μας είπαν από την επιμελητεία. Ήξεραν και το σύνθημα: «Όλα είναι ένα ψέμα».
Ανοίξαμε. Μας έβγαλαν με προστασία από το αμπρί , μας οδήγησαν σε ασφαλές καταφύγιο, σε ένα επιταγμένο κάτασπρο κτίριο, παλιό νοσοκομείο στην άκρη της πόλης, με πολλά δωμάτια και παράθυρα με κάγκελα. Εκεί κάποιες εθελόντριες μας σέρβιραν ζεστό ρόφημα με κάμποσα χρωματιστά μικρά στρογγυλά σοκολατάκια, σαν χαπάκια. Η αλήθεια είναι πως μαλάκωσε τις αισθήσεις μας. Παραμένουμε σε ετοιμότητα. Μαζί μας είναι άτομα από όλους τους ορόφους, σύντροφοι και αντίπαλοι, ψυλλιασμένοι, όλοι πατριώτες. Οι περιστάσεις δεν χωρούν διακρίσεις. Σε βραδινή εξομολόγηση, συνδαιτυμόνας που εργάζεται στο υπουργείο τύπου, μας προετοίμασε για τις παρενέργειες του επερχόμενου εμβολίου.
Το ρόφημα μάς παρέχεται τρεις φορές την ημέρα. Βοήθειά μας, ο αγώνας συνεχίζεται.






Το αφήγημα δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο λογοτεχνικό περιοδικό ΠΕΡΙ ΟΥ (19 / 12 /20) : http://www.periou.gr/%CE%B4%CE%B7%CE%BC%CE%AE%CF%84%CF%81%CE%B7%CF%82-%CE%BC%CE%B1%CE%B3%CF%81%CE%B9%CF%80%CE%BB%CE%AE%CF%82-%CE%AD%CE%BD%CE%B1-%CE%B1%CF%86%CE%AE%CE%B3%CE%B7%CE%BC%CE%B1/?fbclid=IwAR3G7c9U5F2Pktt-inh1C6kY23JH43jKR7IMrUEthExCpfYuJUlCvhj41Eg

Σάββατο 5 Σεπτεμβρίου 2020

Μαύρο κουστούμι

 


Ήμουν από τους πρώτους που ανταποκρίθηκα στο κάλεσμα. Δεν ξέρω τι απέγινε η φωτογραφία με τον πρόεδρο. Την είχα σε περίοπτη θέση, τουλάχιστον μέχρι τον τσακωμό μου με την Βάσω. Εκεί πρέπει να χάθηκε… Λογικά πέταξε καταμεσής της λεωφόρου Συγγρού, μαζί με το τραπεζάκι για τον καφέ. Ευτυχώς δεν χτύπησε κανένα. Από ό,τι μου είπαν, όλα προσγειώθηκαν στον κάδο του δήμου. Ήταν ώρα περισυλλογής και έτσι χάθηκε για πάντα.  Υπήρχε και η προκήρυξη της Τρίτης του Σεπτέμβρη. Καδραρισμένη  και μάλιστα συλλεκτική. Τελευταία την είδα στο μπάνιο. Τραπεζάκι για ανάγνωση τις ώρες της ανακούφισης. Επάνω σε δύο κουτιά με απορρυπαντικό.   Τι να πεις στα παιδιά, δεν καταλαβαίνουν αξίες… Ίσως ήταν και η πρώτη που μοιράστηκε  μετά την ιστορική ομιλία. Μου την είχε δώσει ο Κώστας, σπουδαίο παιδί! Εκείνη την εποχή κολλούσε όλη την λεωφόρο με αφίσες. Δουλευταράς! Αργότερα έκανε άλματα, όπως και όλοι οι άλλοι. Έφτασε να διαχειρίζεται την ανάπτυξη της χώρας και μαζί με τον Άκη και κάμποσους άλλους να χτίζει την ανεξάρτητη, σοσιαλιστική και δημοκρατική Ελλάδα. Εποχές και αυτές… Από σπίτι σε σπίτι και από πορεία σε πορεία φτάσαμε στο όνειρο. Το είδα με τα μάτια μου. Χωρίς κόπο, μόνο υπηρετώντας την ελπίδα και κάποιο χαμόγελο στην ταυτότητα του κινήματος, διορίστηκα στον ΟΣΕ και έπαιρνα όσα και ο συναγωνιστής που είχε δύο πτυχία. Φυσικά αυτό αποδείχθηκε πολύ αργότερα. Τότε που ο Γιώργος αποφάσισε να διορθώσει τις αδικίες. Και καλά έκανε. Αυτό το λέω με πλήρη επίγνωση. Όχι όπως ο Γιάννης, που το παίζει φίλος και από πίσω μαζεύεται στις πλατείες. Άκου, πλατείες! Διαμαρτυρήθηκε δήθεν, μάλλον δροσίστηκε  και καταμεσής του καλοκαιριού έφυγε για διακοπές. Γύρισε εχτές. Με πήρε τηλέφωνο και μου το θύμισε. Το είχα ξεχάσει. Έβαλα λοιπόν την Βάσω όλο το βράδυ και μαγείρευε. Τι άλλο να κάνω; Εδώ που φτάσαμε μόνο αυτό μας σώνει.

Έβγαλα το μαύρο κουστούμι από την ντουλάπα. Ήθελε λίγο σιδέρωμα. Το πάτησα και έπειτα κάθισα στην τηλεόραση να δω τις ειδήσεις. Μέτρα για την παιδεία, την υγεία, την πρόνοια, περικοπές και δάνεια τέλος. Χάρηκα. Ο αρχηγός της αστυνομίας με χαμόγελο μίλησε για εκπλήξεις ανήμερα της Διεθνούς εκθέσεως.

- Η εξέλιξη της κοινωνίας επιφέρει εξέλιξη και στα μέτρα καταστολής.

Τι όμορφα λόγια και τι αποφασιστικότητα! Επιτέλους έχουμε κυβέρνηση. Μου θύμισε την επταετία και μου σηκώθηκε η τρίχα. Τίποτα άλλο δεν ορθωνόταν από το άγχος. Έπρεπε να γίνουν όλα τώρα και μάλιστα γρήγορα. Να σώσουμε την χώρα και να δείξουμε σε όλη την ανθρωπότητα το μεγαλείο της φυλής.

Άνοιξα το μπαούλο και πήρα το λάβαρο. Το ξεδίπλωσα και βγήκα στο μπαλκόνι. Ένας ήλιος κυμάτισε καταμεσής της νύχτας. Το αεράκι τον τίναζε με ρυθμό. Τραγούδησα  χαμηλόφωνα τον ύμνο και ύστερα σηκώθηκα από τον καναπέ.

- Πάω προς νερού μου, απάντησα στην Βάσω που ανησύχησε. Σπάνια σηκωνόμουν από την θέση μου. Έψαχνε  το ρόδι για να πάρει τα σπόρια του.

- Έβρασε το σιτάρι; Ρώτησα στην επιστροφή.

- Έγινε! μου είπε και ξαναχάθηκε στην κουζίνα.

Τα παιδιά κοιμόνταν ήσυχα. Τα χάιδεψα και τους ψιθύρισα για το μέλλον. Ο μικρός έβηξε και γύρισε πλευρό. Δεν τους ξαναλέω τίποτα.

Γύρισα στον δέκτη. Είχε αρχίσει ταινία. Παλιός ελληνικός κινηματογράφος. Τρελαίνομαι. Γέλια!… Κοίτα πως ζούσαν!.. Τρεις και εξήντα έπαιρναν και πείνα. Να και η αμαξοστοιχία για την Γερμανία. Κλάματα και Καζαντζίδης.

- Κλείσ’ το και  έλα να βοηθήσεις, φώναξε η γυναίκα μου.


Πήγα, τελευταίες πινελιές. Όλες δικές μου. Το κέντησα περίτεχνα. Έγραφε ΠΑΣΟΚ και είχε και την ημερομηνία γέννησης: 3 Σεπτεμβρίου!.... Όλα έτοιμα. Είχε πια ξημερώσει. Ακούστηκε το τηλέφωνο.

-Στις έξι το απόγευμα στο Σύνταγμα, μου ανακοίνωσε ο Γιάννης. Α! και μην ξεχάσεις τα κόλλυβα…μέρα που είναι!     


πρώτη δημοσίευση : στο ηλεκτρονικό λογοτεχνικό περιοδικό, "Παραθέματα Λόγου"   http://www.parathemata.com/2011/09/blog-post_02.html

Παρασκευή 7 Αυγούστου 2020

Τιρκουάζ χαλιά

 


Μας πήγαν συντεταγμένους από την δουλειά. Το αφεντικό μάς είχε προειδοποιήσει.

– Μην λείψει κανείς.

Ξεκινήσαμε ως μπουλούκι και περπατήσαμε αρκετή ώρα προτού συντονιστούμε και με τους άλλους. Κόσμος πολύς. Το πουκάμισο κολλούσε πάνω μου. Αφόρητη ζέστη, δεν το είχα και με τις συγκεντρώσεις. Μου έφερναν πανικό, όχι από ανθρωποφοβία, αλλά ήταν έξω από την αισθητική μου. Πήγαινα πάντα όταν ο κόμπος έφτανε στο χτένι ή με άλλα λόγια όταν έκρινα πως δεν πάει άλλο. Το είχα κάνει για την ανεργία , για τις ελευθερίες, για την κατάντια μας. Φυσικά το πλήρωσα. Απόλυση και επαιτεία για δουλειά. Ευτυχώς που βρέθηκε ο ξάδελφος.

Τρία παιδιά, πατέρας κατάκοιτος στο σπίτι και η γυναίκα μου μέσα στην μιζέρια και τα αδιέξοδα. Υπήρχε όμως αγάπη. Αυτή με κράτησε. Από γραφιάς, εργάτης σε βιοτεχνία. Δεκάωρο και δίχως ανάσα. Να γελάς και με τα αστεία του γιου του αφεντικού. Όλο για γκόμενες και εθνικιστικές φανφάρες. Χάιδευε τα αχαμνά του επιστατώντας τους σκλάβους. Εμείς κουνούσαμε τις αλυσίδες μας και χαρωπά παράγαμε πλούτο για αυτόν. «Μπράβο» μας έλεγε και κέρναγε στην γιορτή του μπακλαβά. Δεν βαριέσαι , αρκεί που φέρνω ένα πιάτο φαί στο σπίτι .

Πεινούσα μα δεν τόλμησα να φύγω από την πορεία. Με κοιτούσαν τα τσιράκια του. Τσογλάνια με  διάθεση για τσαμπουκάδες και καρφώματα. Τι να έχει μαγειρέψει η κυρά; Θα γυρίσω μετά και θα ξεκουραστώ. Κατηφορίζαμε σύσσωμοι και με συνθήματα. Μπροστά μας μια σειρά από καρακόλια. Δήθεν να μας πειθαρχήσουν. Όταν τους πλησιάσαμε κάναν στην άκρη. Δεν μπορούσαν να σταματήσουν αυτό το πλήθος των ενθουσιασμένων πολιτών. Όλα κοροϊδία και γω μέσα στο γλέντι να σύρω τα βάσανα και τις απογοητεύσεις μου. Μόνος στο  πλήθος. Πού το βρίσκουν το κουράγιο; Σκέφτομαι τους λογαριασμούς και σφίγγεται το στομάχι μου. Πώς θα τα βγάλω πέρα; Τα παιδιά μεγαλώνουν, έξοδα και πάλι έξοδα . Χρωστάω παντού. Απελπισία.

– Την πήραμε πάλι, μου λέει χαρούμενος ο διπλανός μου.

– Την πήραμε , απαντάω με διάθεση. Δεν με παίρνει αλλιώς. Σηκώνω το χέρι ψηλά . Τι κάνω Θεέ μου. Ένα «καρφί» κάτι σημειώνει. Ελπίζω να έπεισα. Το αφεντικό μάς μαζεύει στην άκρη.

– Θα μπούμε, μας λέει, έχω το βύσμα.

Ας μπούμε, δεν έχω ποτέ επισκεφτεί το μέρος. Ευκαιρία λοιπόν. Στριμωξίδια και ένταση, περνάμε τον έλεγχο.

– Στα αριστερά, κάτω από τον θόλο με την κουρτίνα, φωνάζει το βύσμα.

Επιτέλους καθίσαμε κάτω. Τιρκουάζ χαλιά και ο χώρος να λάμπει. Σιγή.

Τι κάνω εδώ; Κρύος ιδρώτας με λούζει. Φταίει και η μάσκα στο πρόσωπο. Ξανάρχονται οι σκέψεις για τα εφήμερα και η ζωή μου ταινία που τρέχει. Πώς έφτασα εδώ στα πενήντα; Από άρχοντας να κουβαλάω κουβά και να σέρνω την σφουγγαρίστρα σε απόπατους. Να μιλάω με κάφρους και να σκύβω κεφάλι. Να αρνούμαι ιδέες και όνειρα. Να λέω δόξα τω θεώ σε ένα θεό που δείχνει να μας έχει ξεχάσει. Μπουκώνω και φτάνω στα άκρα. Θέλω να τους φτύσω στο πρόσωπο. Ξεμωραμένους φανατικούς που ζούνε στο χθες. Εικόνες ενός ένδοξου φθαρμένου καιρού. Αίμα που στάζει και τούτοι το χαίρονται. Δεν έχω τίποτα να χωρίσω. Δεν έχω διαθέσεις για πολέμους και εντάσεις. Δεν έχω ψυχή να ζητά εκδικήσεις, δεν θέλω  πατρίδα με σημαίες σε φέρετρα. Θέλω ειρήνη και δουλειά. Μια στέγη, παιδιά χαρούμενα να πηγαίνουν σχολείο, να  παίζουν σε αλάνες με γέλια, γιαγιάδες και παππούδες να πεθαίνουν με αξιοπρέπεια, τρυφερότητα και ομορφιά. Θέλω να σηκωθώ, με πονάνε τα γόνατα. Ευτυχώς το χαλάκι μου είναι παχύ.  Με πιάνει απελπισία. Πίσω από την κουρτίνα, στον θόλο, με κοιτάει μια μάνα. Τι όμορφη που είναι.

«Μάνα» σκέφτομαι και πνίγομαι όλος. Με δάκρυα προσεύχομαι, «βάλε το χέρι σου».

Την ώρα εκείνη μπαίνει ο μέγας ιμάμης κρατώντας ασημένιο σπαθί. Η παράσταση αρχίζει. Ο ρουφιάνος νομίζει πως κλαίω από εθνική περηφάνια. Ο σουλτάνος  βγάζει λόγο.

Αγία Σοφία, το μεγάλο τζαμί.      



Λόγος για το «Θηριοδαμαστήριο» (βιβλίο νανοδιηγημάτων) του Παναγιώτη Καποδίστρια και σκέψεις περί Διηγήματος

  Θεωρώ ότι ζούμε σε μια εποχή που έχει κοπάσει η υπερπαραγωγή βιβλίων και ειδικά στο κομμάτι του ελληνικού   διηγήματος. Θέλεις το υψηλό κό...