Τετάρτη 16 Οκτωβρίου 2019

Μια συζήτηση με τον νέο συγγραφέα Ορφέα Λεοντίου


Με τον Ορφέα Λεοντίου , συναντήθηκα μια όμορφη καλοκαιρινή μέρα, στην Πάνω Πόλη της Κυπαρισσίας. Αυτός σε διακοπές και εγώ μόνιμος κάτοικος της όμορφης πόλης. Με συγκίνησε το δώρο του. Ένα όμορφο αισθητικά βιβλίο από τις εκδόσεις Ροδακιό, στο γνωστό σχήμα και μορφή, όπως μας έχει συνηθίσει ο εν λόγω εκδοτικός οίκος, από την εποχή της έκδοσης των έργων, του κορυφαίου Δ. Χατζή. Είπαμε πολλά και όμορφα και φυσικά διάβασα με ενδιαφέρον την «Αυλή του Δάσους» του. Αφηγήσεις προσωπικές από τη διαδρομή της ζωής του και πολλή Θεσσαλονίκη, πόλη ερωτική , του νόστου , της προσφυγιάς, κρυφές αγωνίες , ελπίδες και μηνύματα αισιόδοξα για τη συνέχεια της Αθηναϊκής καθόδου του …
Χάρηκα με το βιβλίο , χάρηκα την επικοινωνία με ένα νέο συγγραφέα  και φυσικά παραθέτω εδώ αυτά που ενδιαφέρουν τους αναγνώστες...      
1.       Ποίηση , θέατρο ή πεζογραφία;
Η ποίηση μου στάθηκε συντρόφισσα πιστή από την εφηβεία μου όταν , γύρω στα δεκατρία-δεκατέσσερα , σκάρωσα τους πρώτους μου στίχους έως και καθ’ όλην τη διάρκεια της νιότης, με τόπο δημιουργίας , έμπνευσης  αλλά κυρίως κλίματος, αυτό της γενέτειρας Σαλονίκης.    Με το θέατρο έχω ασχοληθεί λίγο. Έχω δυσκολία να βρω το θέμα. Όταν το βρω και συνθέσω τους χαρακτήρες , περνά ένα διάστημα πού ζω  κατά έναν τρόπο μαζί τους την καθημερινότητά μας κι αφού επέλθει ένα είδος «ψησίματος» και συνηθίσει ο ένας τους  άλλους  μετά ρέουν μ’ ευκολία οι διάλογοι. Με βοηθά επίσης πολύ να φαντάζομαι για το κάθε πρόσωπο κι έναν ηθοποιό. Τις απόπειρές μου αυτές στο θέατρο  δεν τις έχει δει ποτέ κανείς .Είτε ειδικός από τον χώρο του θεάτρου, είτε, ούτε καν, κάποιο οικείο μου πρόσωπο. Στο εγγύς μέλλον θέλω να δουλέψω περισσότερο μεθοδικά και να δώσω τη δέουσα προσοχή.   Αυτήν τη στιγμή βασική μορφή έκφρασης αποτελεί ο πεζός λόγος. Πού και πού μ’ επισκέπτεται η ποίηση . Είναι πολύ λίγα τά ποιήματα που γράφω πια. Όμως έχουν μια συμπύκνωση , μιαν επικέντρωση, που κάθε φορά με ικανοποιεί και μ’ ευχαριστεί πολύ. Η ωριμότητα ενδεχομένως;

2.       Λεόντιος ή Ορφέας;

Το βαπτιστικό μου όνομα είναι Λεόντιος ενώ Ορφέας είναι το όνομα που επέλεξα. Μ’ εκφράζουν και τα αγαπώ και τα δύο. Προτιμώ  την έκφραση καλλιτεχνικό ή φιλολογικό όνομα παρά ψευδώνυμο. Διότι  τίποτα το ψεύτικο ή ψευδές δεν θέλω να εμφιλοχωρεί στις σχέσεις μου. Άλλωστε, μόλις γνωρίσω κάποιον κάπως καλύτερα του λέω, για να μην υπάρχουν παρεξηγήσεις και να είμαι καθαρός απέναντι του, ότι το ένα είναι το βαπτιστικό μου και το άλλο το «υιοθετημένο» μου. Συνήθως αποφασίζει αυτός. – Α, εγώ θα σε φωνάζω έτσι! Επιλέγει.

3.       «Στην αυλή του Δάσους», αφηγήματα ή διηγήματα;

Είναι πράγματι δυσδιάκριτη η διαφορά ανάμεσα στο διήγημα - αφήγημα. Ελάχιστο διάστημα πριν κυκλοφορήσει «Η αυλή του δάσους», κάτω από τον τίτλο υπήρχε η ένδειξη διηγήματα. Κι έτσι θα έβγαινε. Ένας αγαπητός φίλος, ο Φώτης, που έχει διαβάσει πάρα πολλά βιβλία στη ζωή του, αγαπά τις τέχνες , έχει δε διαμορφώσει κρίση και κριτήρια από την ανάγνωση , τη μελέτη αλλά και τον κινηματογράφο, το θέατρο, τη ζωγραφική και είναι «άτυπος» σύμβουλός μου, ήταν δε σε γνώση του , είχε διαβάσει  τα κείμενα της «αυλής», κι όχι μόνον αυτά που προέκρινα , σε αυτήν τη φάση, για να μπουν αλλά το σύνολο, σε μια συνομιλία μας, μου είπε πως είναι πιο ταιριαστό το «αφηγήματα» από «διηγήματα». Το σκέφτηκα. Κατόπιν το είπα στην Τζούλια Τσιακίρη , την εκδότρια του «Ροδακιό», η οποία έκανε και την άψογη επιμέλεια του βιβλίου και με τον αυθορμητισμό που τη διακρίνει , αναφώνησε: «Ναι βρε παιδάκι μου , αυτό είναι ταιριαστό να βάλουμε, αφηγήματα!». Κι έτσι πάρθηκε η απόφαση για την αλλαγή.

4.       Αφηγείσαι μια ιστορία ή την προσωπική σου ιστορία;

Υπάρχει, αναμφισβήτητα, μια ύλη βιωματική. Από εκεί κι ύστερα όλα αυτά μεταπλάθονται και το προσωπικό, φιλοδοξώ τουλάχιστον, ν’ αγγίξει τις ψυχές των αναγνωστών και ν’ αποτελεί κάτι που τους αφορά. Πολλά από τα’ αφηγήματα αυτά είναι ιστορίες  περιστατικά, παθήματα, απορίες και θαυμασμός για τη ζωή, οι πρωταρχικές εντυπώσεις στα μάτια, με τα μάτια ενός παιδιού επτά-οκτώ ετών. Έγινε ένα ταξίδι  μακρινό στην παιδική ηλικία. Δεν είναι μόνον η ανάκληση αναμνήσεων αλλά και αναστοχασμός, να βρω το κλίμα , τον τρόπο που αντιλαμβάνεται το παιδί. Συνήθως βέβαια, όταν μιλάμε για παιδιά, παιδική ηλικία, παιδικότητα, κοπανάμε ένα «αθώο» και ξεμπερδεύουμαι.  Δεν είναι καθόλου έτσι. Ό,τι υπάρχει στον ενήλικα , υπάρχει και στο παιδί. Άλλα εν υπνώσει, άλλα σε μικρότερες δόσεις, ασχημάτιστα βέβαια. Αρκεί να θυμηθούμε τι συζητούσαμε με τους φίλους μας. Όχι πάντοτε και τόσο αθώα πράγματα. Η μίμηση για παράδειγμα. Τα παιδιά συχνά μιμούνται λόγια, πράξεις, κινήσεις, μορφασμούς των μεγάλων. Η μίμηση λοιπόν που είναι χαρακτηριστική κατάσταση του παιδιού δεν είναι, δεν εντάσσεται στο «αθώο». Και ο ερωτισμός, και η πονηριά και το ψέμα, και μ’ έναν λόγο , όλες οι αρετές και οι κακίες υπάρχουν στο παιδί. Είναι ένα σύνθετο πράγμα. Στο ταξίδι αυτό, της ανάπλασης της παιδικής ηλικίας , όλα αυτά πρέπει να τα λάβει κανείς υπόψιν του.  Διότι  υπάρχει μια γραμμή πάνω στην κόψη του ξυραφιού, όπου όλα αυτά που αφηγείσαι να έχουν τη φυσικότητά τους, χωρίς να νιώθει ο αναγνώστης ότι ένας «βουτηρομπεμπές» παριστάνει το παιδί ανεπιτυχώς, αλλά ούτε και ότι ένα «χαζοχαρούμενο» παιδάκι αφηγείται χωρίς την εποπτεία του ενήλικα που βάζει την ισορροπία.

5.       Θεσσαλονίκη, τόπος καταγωγής ή τόπος έμπνευσης και τρόπος ζωής;

Όλα αυτά ενυπάρχουν. Η Θεσσαλονίκη ως τόπος καταγωγής – με την αναγκαία διευκρίνιση ότι δεν έχω και δεν είχα ποτέ κανενός είδους τοπικισμό , να κομπάζω δηλαδή, για κάτι πού δεν υφίσταται , είναι ανυπόστατο, στη φαντασία μόνον ή και το αντίθετο βεβαίως , να παρασιωπώ κάτι σπουδαίο και άξιο λόγου για τον τόπο μου- η Θεσσαλονίκη , λοιπόν, με κάνει περήφανο για το ότι είναι μια μεγάλη πολιτεία του Πανελληνίου με ιστορία αιώνων, μνημεία αξιοθαύμαστα και ανεξίτηλα χνάρια στον πολιτισμό στη διαχρονία ύπαρξής της έως σήμερα. Γι’ αυτήν τη συνέχεια άστεως τόσων αιώνων, μεγάλου άστεως, και την πολιτιστική της προσφορά μπορεί να συγκριθεί και να σταθεί σε αξία με πόλεις αναλόγων χαρακτηριστικών , όπως για παράδειγμα η Κωνσταντινούπολη, η Ρώμη, η Αλεξάνδρεια  και μερικές ακόμη, αν σταθούμε στη Μεσόγειο και στην Ελληνορωμαϊκή παράδοση. Και την Αθήνα φυσικά παρόλη την ιδιοτυπία της να είναι σημαντική πολλούς αιώνες στην αρχαιότητα, να πέφτει σε μαρασμό , σχεδόν αφανισμό για μεγάλο χρόνο , ν’ ανακάμπτει και ν’ αποκτά την αίγλη που έχει σήμερα τα τελευταία εκατόν πενήντα χρόνια. Και το άλλο χαρακτηριστικό της Θεσσαλονίκης που της δίνει ξεχωριστή αξία, αυτή η παλέτα χρωμάτων στον πολιτισμό από τις κοινότητές της , τις θρησκείες της, τους λαούς της και τη συνύπαρξη όλων αυτών των στοιχείων ανά τους αιώνες.Επειδή οι αιώνες είναι πολλοί και τα πεδία της ανθρώπινης δραστηριότητας  επίσης ευάριθμα ας περιοριστώ στους δύο τελευταίους αιώνες και τον πολιτισμό: Έχουμε το 1926 χρονιά ίδρυσης του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης . Αν πιάσουμε μόνον τη Φιλοσοφική σχολή θα συναντήσουμε: την ανάπτυξη και ώθηση των νεοελληνικών σπουδών, το σπουδαίο έργο της έδρας Λαογραφίας, τη διάχυση γνώσης και εξαίρετων Ιστορικών και Αρχαιολόγων από το αντίστοιχο τμήμα της Φιλοσοφικής, έχουμε στη Θεσσαλονίκη σπουδαίους Αρχαιολόγους που φοίτησαν στο πανεπιστήμιο της πόλης, στελέχωσαν, διευθύνουν μουσεία , εφορείες, έχουν φέρει στο φως θησαυρίσματα   ανυπολόγιστης αξίας. Η αναφορά στον Μανώλη Ανδρόνικο αρκεί   θαρρώ, για να υπενθυμίσει με το έργο του που μας δώρισε, την παρακαταθήκη του, τα ευρήματα στις Αιγές, τους βασιλικούς τάφους, η ανασκαφική του κληρονομιά, η διδασκαλία του στο τμήμα και οι μαθητές  του- συνεχιστές στο ήθος , την επιστημονική τεκμηρίωση. Το Φιλολογικό τμήμα που έγινε προπύργιο φωτεινών ιδεών και πράξεων σε αντιδιαστολή με τον συντηρητισμό που επικρατούσε στην αντίστοιχη Φιλοσοφική της Αθήνας. Στήν  Παιδαγωγική βρήκαν απήχηση, φώλιασαν οι σύγχρονες παιδαγωγικές αντιλήψεις .Η δημοτική γλώσσα, η τεράστια συμβολή της Τριανδρίας των δημοτικιστών- Τριανταφυλλίδης, Γληνός, Δελμούζος-εδώ σ’ αυτήν την πόλη δώσαν τις μάχες τους και παρήγαν έργο.Σήμερα, είναι ένα μεγάλο Πανεπιστήμιο, σε έκταση, αριθμό φοιτητών και διδασκόντων και ανυπολόγιστο παραγόμενο έργο. Τι θα ήταν η Θεσσαλονίκη χωρίς το Πανεπιστήμιό της; Με τους χιλιάδες νέους και νέες να ομορφαίνουν με τη δροσιά τους, τους αγώνες τους, την αλληλεπίδραση στην τοπική κοινωνία. Όσοι πέρασαν στο παρελθόν από αυτήν τη πόλη , όσοι θα έρθουν στο μέλλον , όπου κι αν ζήσουν μετά το πέρας των σπουδών τους θα έχουν για πάντα στην ψυχή τους τη Θεσσαλονίκη, εδώ έλαβαν γερές γνώσεις, ερωτεύτηκαν, ίσως για πρώτη φορά, έδωσαν ραντεβού στην καμάρα, περπάτησαν στην προκυμαία, στα κάστρα και στην Άνω πόλη. Βιώματα αγάπης, άσβηστα στις ψυχές ευ όρου ζωής. Λίγα χρόνια νωρίτερα από το 1926 και την ίδρυση του Πανεπιστημίου έχουμε την έλευση των προσφύγων. Καταλυτικής σημασίας γεγονός για τη Θεσσαλονίκη. Φθάνει στην πόλη ένα μεγάλο πλήθος ανθρώπων από διαφορετικά κλίματα και χώματα και μπολιάζει τον πολιτισμό της με έθιμα, γλωσσολαλιές, συνήθειες, φαγητά και γλυκίσματα, μόδες του αστικού κόσμου, χορούς και τραγούδια και ακόμη τόσα άλλα. Μικρασιάτες, Πόντιοι , Μαυροθαλασσίτες, Θράκες, Καπαδόκες,  Αρμένιοι. Πλούτος ανεκτίμητος για την πόλη.Πολλά, πάρα πολλά θα μπορούσε να πεί κανείς για την προσφυγομάνα,την  εργατούπολη, την πολυπολιτισμική  Θεσσαλονίκη. Έγιναν και λυπηρά, ανατριχιαστικά γεγονότα , πολύ αίμα κύλησε και πότισε το χώμα της πόλης ίχνη ανεξίτηλα στους κυβόλιθους των καλντεριμιών  και τις πλάκες των πεζοδρομίων της. Σημάδεψαν την πόλη, η δολοφονία Λαμπράκη, του Τσαρουχά, του Πολκ  και άλλων ακόμη. Έξω από το Επταπύργιο , το κολαστήριο-φυλακή κάποτε, τουφεκίστηκαν αγωνιστές της ελευθερίας και των πιστεύω τους. Υπομονετικά περιμένουμε τον θαρραλέο δήμαρχο πού θ’ αποτίσει τον ελάχιστο φόρο τιμής ,για τους λίγους πού έγραψε η Ιστορία και τους πολλούς αφανείς πού αναμένουν την δικαίωση.Μετά τον πόλεμο και τον εμφύλιο ότι έμεινε όρθιο από το μίσος, ανέλαβε η φαγάνα, η μπουλντόζα να γκρεμίσει, να ξεθεμελιώσει. Πανταχού ασχημίες. Αντιστάθηκαν κάποιοι, με πρωτεργάτες τους Αρχαιολόγους, για να σωθεί ό,τι σώθηκε. Ήταν τόση η ορμή για «κέρδη», «ανάπτυξη», «πρόοδο», «μοντερνισμό»!!! Φθάνουμε στις μέρες μας. Το ιστορικό κέντρο της πόλης θα μπορούσε να έχει μια εικόνα συνόλου αρχιτεκτονικής συγκρότησης, όπως συμβαίνει στα ιστορικά κέντρα πολλών πόλεων ανά τον κόσμο. Σποραδικά μόνον σώζονται κάποια τμήματα αυτού. Το μεγάλο έγκλημα έγινε στην Άνω πόλη. Ένας οικισμός τετραπλάσιος περίπου σε έκταση από την Πλάκα. Περιστοιχισμένος  με τα Βυζαντινά τείχη, με το επταπύργιο , το μεγάλο αυτό και σπουδαίο κάστρο ως κορωνίδα στο ψηλότερο σημείο , σήμα κατατεθέν της πόλεως , καπελωμένο αδίκως από την καμάρα, και τον Λευκό πύργο, έχει ακόμη ο οικισμός απίστευτης σπουδαιότητας Βυζαντινές εκκλησίες , αρχιτεκτονήματα υψηλής αισθητικής, τοιχογραφίες, ψηφιδωτά , εικόνες, κρήνες, καλτνερίμια, οικίες με την χαρακτηριστική Μακεδονίτικη αρχιτεκτονική, με κεραμιδοσκεπές, σαχνισιά, προσφυγόσπιτα, τα λεγόμενα καστρόπληκτα . Και τι κάναν οι εξυπνάκηδες νεοέλληνες,άφησαν να καταρρεύσουν τα περισσότερα, αλλοίωσαν ότι μπόρεσαν, ασχήμυναν με τις μοντέρνες μονοκατοικίες-τριώροφες πολυκατοικίες από μπετόν τον τόπο. Έχουν αυτά τα εκτρώματα ξύλινα παντζούρια  και κεραμίδια στη στέγη τους!!! Έχουν και τα μπαλκονάκια τους αντί για σαχνισιά!!! Μετρημένα στα δάκτυλα είναι δυστυχώς τα σπίτια που σεβάστηκαν οι ιδιοκτήτες τους τους νόμους, τήρησαν κανόνες, και εντέλει έφτιαξαν μια οικία με αισθητικό αποτέλεσμα να το χαιρόμαστε εμείς αλλά και οι ίδιοι. Όλα αυτά με πικραίνουν , με στεναχωρούν. Είναι πληγές , βεβηλώσεις στο σώμα της πόλης.Τελευταίο κρούσμα, μόλις πρόσφατο, είναι αυτό με τα παγκόσμιας σημασίας ευρήματα στον υπό κατασκευή σταθμό του μετρό στην Βενιζέλου. Βρέθηκε στη θέση αυτή το Βυζαντινό σταυροδρόμι, το κέντρο των κέντρων της Βυζαντινής πόλεως Θεσσαλονίκης, με δρόμους, κρηναία, χώρια τα κινητά ευρήματα, αγάλματα, χρυσά στεφάνια κ.α., ένα μνημείο εφάμιλλο με της Πομπηίας , όπως οι ειδικοί αποφαίνονται. Απίστευτη τύχη , δηλαδή. Κι αντί με πρωτεργάτες τους τοπικούς άρχοντες να διαφυλάξουμε, συντηρήσουμε και αναδείξουμε  τα δώρα αυτά των προγόνων μας, θέλουν να τά ξεθεμελιώσουν , οι ίδιοι άνθρωποι, κι εδώ αγανακτώ, πού στα λόγια και τις ρητορείες σηκώνουν το λάβαρο της πατρίδας , της θρησκείας και της παράδοσης.Η πράξη όμως μετράει κι εκεί να δω. Εύχομαι να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων , να πρυτανεύσει η κοινή λογική και η ευθυκρισία, ν’ αναλάβουν επιτέλους τον ρόλο τους, ως υπερασπιστές του καλού της πόλης και των κατοίκων της. Είναι σοβαρότατο θέμα, ελπίζω κι εύχομαι να μην προστεθεί ένα ακόμα δεινό στην πόλη μου.Η Θεσσαλονίκη, λοιπόν, είναι μέσα στην ψυχή μου. Νοιάζομαι, όπως νοιαζόμαστε για οικεία μας , αγαπημένα πρόσωπα. Νιώθω περηφάνια για την ιστορία και τον πολιτισμό της, χαρά για κάθε καλό νέο και επίτευγμα . Οργή και θυμό για κάθε ασέβεια προς αυτήν  και την κληρονομιά της.Για όλους τους παραπάνω λόγους  , τις σκέψεις, τα συναισθήματα, τα βιώματα, η Θεσσαλονίκη δεν είναι απλώς και μόνον τόπος καταγωγής αλλά και έμπνευση , ύλη ανεξάντλητη, μα και τρόπος ζωής, από τον οποίο προσπαθώ ν’ αποβάλω  τα αρνητικά της στοιχεία και να επαυξήσω τα θετικά της κληροδοτήματα.

6.       Το προσφυγικό παρελθόν είναι έντονο στις αφηγήσεις σου. Πληγή  ή πηγή δημιουργίας; 

Ναι, υπάρχει μέσα στο βιβλίο το προσφυγικό παρελθόν. Από την πλευρά του πατέρα μου οι γονείς του ήταν πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη. Ο παππούς μου ο Λεωνίδας-Λεονταρής ήταν από την Καλλικράτεια, ενώ η γιαγιά μου η Σουλτάνα από το Καλλιώ.  Αντιθέτως , της μητέρας μου οι γονείς, ο παππούς Αποστόλης ήταν Σαλονικιός, η δε γιαγιά μου, Σουλτάνα επίσης, θα μπορούσαμε να την χαρακτηρίσουμε μετανάστρια για οικονομικούς λόγους. Ήρθε στη Θεσσαλονίκη από το Χαλέπι, της τότε Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αργότερα Συρίας και τώρα, με τον πόλεμο πόλης-ρημαδιό. Για τους γονείς του πατέρα μου ήταν σίγουρα πληγή. Ο πατέρας μου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1931. Στο σπίτι μας η προσφυγική καταγωγή ήταν η υπόμνηση της φύτρας. Ερχόμαστε από αυτούς τους ανθρώπους, από εκείνα τα χώματα. Δεν θυμάμαι κάτι βαρύ σαν κλίμα. Ο παππούς πέθανε πολύ νέος η δε γιαγιά πού την πρόλαβα στα τελευταία της, σκιά του εαυτού της, ήταν κατάκοιτη. Αξίζει να πούμε δυό λόγια γι’ αυτήν τη δυναμική, ακάματη και θαρραλέα γυναίκα. Έζησε σε πολύ άτυχα χρόνια: προσφυγιά, πόλεμοι, εμφύλιοι σπαραγμοί, δικτατορίες, πολιτικές και κοινωνικές ανωμαλίες και αναταράξεις, πείνα, φτώχεια. Μέσα σε όλα τούτα της κοινής κατάστασης  είχε και η ίδια πολλές δυστυχίες: έχασε τον πρώτο της άνδρα πριν την εκρίζωση, είχε μαζί του τρία παιδιά. Παντρεύεται τον παππού και μετά από λίγο χάνουν τον τόπο τους. Το πρώτο τους παιδί , ο Νικόλαος, πεθαίνει νήπιο στην Νέα Καλλικράτεια Χαλκιδικής, όπου εγκαθίστανται. Πεθαίνει στα δεκάξι της το μόνο της κορίτσι , η Αλεξάνδρα, παιδί του πρώτου γάμου. Τέλος, ο σύντροφος , το στήριγμα της ζωής της , ο παππούς μου, πεθαίνει νεότατος κι αυτός στα σαράντα τέσσερα του .Είναι σαράντα ετών και μένει μόνη της πάλι για δεύτερη φορά. Κι όμως, αυτή η γυναίκα στάθηκε βράχος στα τόσα χτυπήματα. Κάνει την καρδιά της πέτρα και δουλεύει ακάματα και υπό άθλιες συνθήκες με μόνο σκοπό ν’ αναθρέψει τα παιδιά της. Και τα καταφέρνει. Αντιπαλεύει , όχι μόνον απέναντι στην οικονομική δυσπραγία αλλά και στις τραγικές ιστορικές συνθήκες, όπως η κατοχή, ο εμφύλιος και πάει λέγοντας.Ο πατέρας μου , μέγας γόητας  της προφορικής εξιστόρησης είχε στο πλούσιο ρεπερτόριό του κυρίως ιστορίες και περιστατικά της κατοχής, η οποία συνέπεσε με την παιδική του ηλικία και της αρχές της εφηβείας   του. Εξιστορούσε και βιώματα, παθήματα από τις επόμενες δεκαετίες ’50, ’60 και ’70, δηλαδή για τον εμφύλιο – τέλος της εφηβείας του, τη δεκαετία του 1950 – τη νιότη του, και το ’60-70, ως ώριμου άνδρα πια.  Όμως, οι εξιστορήσεις του , όπως ομοίως και της μητέρας μου, ήταν επικεντρωμένες στην κατοχή. Αυτό τους καθόρισε, κακά τα ψέματα, εκείνα τα άραχλα χρόνια.Ήταν , λοιπόν, ο πατέρας μου η κύρια πηγή για να μάθω την οικογενειακή ιστορία αλλά κι ένας  αυτόπτης μάρτυρας της ιστορίας πού διάβαζα στα βιβλία. Αντιστοίχως , η μητέρα μου πηγή για την οικογενειακή μας ιστορία από την πλευρά της και των τραγικών γεγονότων πού βίωσε. Μια πτυχή της οικογενειακής μου ιστορίας έχει σχέση με την Πάτρα. Άς την αναφέρω, διότι τα λόγια και οι σκέψεις αυτές θα διαβαστούν από κατοίκους αυτής της πόλης. Χαριτολογώντας, πρώτα πρώτα, λέω συχνά ότι η μισή Πάτρα είναι συγγενείς μου! Το επικαλούμαι αυτό διότι πράγματι έχω πολλούς συγγενείς στην πόλη.Τ’ αδέλφια του παππού μου, τρία αγόρια και θαρρώ και μια αδελφή τους, κατέβηκαν μετά την προσφυγιά στο νότο και εγκαταστάθηκαν στην Πάτρα. Ο Θοδωρής, ο Χρήστος, ο Άγγελος, ο οποίος λίγα χρόνια μετά σκοτώθηκε στο Αλβανικό Μέτωπο, και η αδελφή τους , πού το όνομά της μου διαφεύγει, ρίζωσαν στην Πάτρα. Έτσι αυτήν τη στιγμή ζούν , κι εύχομαι να είναι υγιείς και να ευημερούν, αρκετοί συγγενείς μου στην Πάτρα και παρόλο πού δεν έχω σχέσεις με αυτούς τους ανθρώπους , εύχομαι ολοψύχως να είναι καλά. Θείες , θείοι, ξαδέλφια, ανίψια, παραξάδελφα και μικρανίψια. Ο άλλος αδελφός του παππού, ο Θανασός, ρίζωσε και έσπειρε στη Νέα Καλλικράτεια της Χαλκιδικής. Για την ιστορία να πούμε, ότι Θοδωρής, Χρήστος και Θανασός είχαν μακροζωία, ήταν γερά κόκαλα. Ο παππούς Θοδωρής καβατζάρισε μάλιστα τα εκατό, ενώ οι άλλοι δύο πέθαναν στο κατώφλι του αιώνα. Μια και μόνη φορά έχω επισκεφτεί την Πάτρα. Ήμουνα περίπου εννιά –δέκα ετών. Έκτοτε δεν αξιώθηκα παρότι θα το ήθελα. Τώρα πού κατοικώ στην Αθήνα και ο δρόμος επιτέλους αποδόθηκε μοιάζει αρκετά κοντινό και εφικτό να πραγματοποιήσω το ταξίδι. Σαν όνειρο θυμάμαι το ταξίδι εκείνο της παιδικής ηλικίας. Πρέπει να’ ταν γύρω στο 1979-1980. Οι περισσότεροι συγγενείς κατοικούσαν σε μιαν συνοικία πού ονομαζόταν «Γηροκομιό», αν σωστά τη λέγω. Είχε τότε η περιοχή πολλές μονοκατοικίες, ιδιόκτητα σπίτια μονώροφα και διώροφα.   Αυλές φυσικά, ανηφόρες, κατηφόρες, σκαλοπάτια. Μια βόλτα στο λιμάνι κι άλλη μια πάνω από το «Γηροκομιό» και την πόλη της Πάτρας στο κάστρο έχουν μείνει από τα ξεφτίδια της μνήμης. Τέλος, ο πατέρας μου είχε κάνει στα νιάτα του ένα ταξίδι στην πόλη για να συναντηθεί με τους συγγενείς μας και διηγούνταν με νοσταλγία περιστατικά κι εντυπώσεις.  Συχνά επαναλάμβανε τα παρακάτω λόγια: « Έτρεχα από πίσω του σαν σκυλάκι, ίδρωνα και βαριανάσαινα , μα πού να τον προφτάσω! Δεν καταλάβαινε ούτε ανηφόρες, ούτε σκαλοπάτια, περπατούσε με μεγάλες δρασκελιές, παρά τα χρονάκια του. Δυνατός άνθρωπος, ακούραστος!» αναφερόμενος με συγκίνηση στον αδελφό του πατέρα του , τον Θοδωρή. Ποιητική αδεία, ας πω τώρα, ότι ήταν σαν έτρεχε να προφτάσει και να σφίξει στην αγκαλιά του τον πλέον κοντινό άρρενα συγγενή του με τον μεγάλο απόντα της ζωής του τον πατέρα του, πού έχασε μόλις στα έξι του χρόνια. Γι’ αυτό και πάντοτε λαχταρούσε να βρίσκετε κοντά στα αδέλφια του παππού μου, να τους αγκαλιάζει και αγγίζει , κοιτώντας τους με λατρεία στα μάτια , αναζητώντας το βλέμμα του πατέρα…

7.       Γιώργος Ιωάννου . Πόσο έχει επιδράσει στο έργο σου;

Πήγαινα στη δευτέρα γυμνασίου, το 1985, όταν ο Γιώργος Ιωάννου πεθαίνει. Το σπίτι μου ήταν στην Άνω αλλά περπατούσα κάμποσα χιλιόμετρα για να φθάσω στο σχολείο πού ήταν στην Κάτω Τούμπα. Ο δήμος Θεσσαλονίκης για να τιμήσει το άξιο τέκνο της πόλης δίνει τα’ όνομά του στη βιβλιοθήκη της Κάτω Τούμπας. Η φιλόλογος εκείνης της χρονιάς μας διδάσκει στο μάθημα των νεοελληνικών  ένα κείμενό του με τίτλο «+ 13-12-43» , μας λέει ότι ο συγγραφέας του κειμένου πέθανε εκείνη τη χρονιά, ότι είναι Σαλονικιός. Μέχρι τότε δεν ήξερα τίποτα για τον Ιωάννου. Το  κείμενο είναι σύντομο και σ’ αυτό ο αφηγητής περιγράφει την ανακομιδή των οστών ενός δεκαπεντάχρονου αγοριού , από τον αδελφό και την αδελφή του. Ο νεαρός έχει εκτελεστεί μαζί με άλλους  σ’ έναν τόπο μαρτυρίου, ομαδικής ταφής από τους Γερμανούς κατακτητές. Εμένα αυτό το κείμενο με καθηλώνει! Κατακλύζομαι από χιλιάδες συναισθήματα και σκέψεις. Μιλά απευθείας μέσα στην καρδιά μου. Πήγα κι έγινα μέλος της προαναφερθείσης βιβλιοθήκης και δανείζομαι ένα ένα τα βιβλία του τα οποία διαβάζω στις σχολικές αργίες και είναι η πρώτη φορά στη ζωή μου που με έλκει ένα εξωσχολικό ανάγνωσμα, αφού ως φυσιολογικός έφηβος  μισώ το βιβλίο και την ανάγνωση λόγω της ξεραΐλας και του καταναγκασμού του σχολείου και δεν έχω διάθεση , ούτε προδιάθεση ν’ ασχοληθώ με το διάβασμα και το βιβλίο. Ενώ με το χαρτζιλίκι μου κάνω οικονομίες και αγοράζω ένα ένα τα βιβλία του Ιωάννου , τα οποία γίνονται τα θεμέλια της προσωπικής μου βιβλιοθήκης που ακολουθεί. Παράλληλα ο Ιωάννου με τον γοητευτικό τρόπο του με κινητοποιεί να μάθω την ιστορία της κοινής μας γενέτειρας, ν’ αγαπήσω αυτήν την πόλη μέσα από την ματιά του. Μου κεντρίζει το ενδιαφέρον , κι αυτό για πρώτη φορά, να διαβάσω για την κατοχή, για τον εμφύλιο, και πάει λέγοντας. Ήταν η απαρχή , στάθηκε, αποτέλεσε ο Ιωάννου  το κλειδί  που άνοιξε κόσμους και σύμπαντα. Τη λατρεία για το βιβλίο και την ανάγνωση , την αέναη πορεία πρό τη γνώση, τον σεβασμό προς το διαφορετικό , είτε αφορά το φύλο, τη φυλή , τη σεξουαλικότητα , τα θρησκευτικά και φιλοσοφικά πιστεύω. Ο Ιωάννου, είναι ένας τρυφερότατος άνθρωπος και λογοτέχνης και ταυτοχρόνως αιχμηρός, καυστικός και ανελέητος στα στραβά και ανάποδα της κοινωνίας. Λέει πάντοτε τα πράγματα με τα’ όνομά τους . Μέγας ανατόμος της ανθρώπινης φύσης , της βιοποικιλίας χαρακτήρων που έχει μεθοδικά παρατηρήσει και αποδίδει με αξιοθαύμαστη λεπτότητα και λεπτομέρεια φθάνοντας στις πλέον σκοτεινές και αθέατες χαράδρες  της ψυχοσύνθεσης. Ο ίδιος θέτει τον εαυτό του στο μικροσκόπιο της αυτοπαρατήρησης , δεν κρύβει τα παθήματά του, δεν κουκουλώνει τις στραβοτιμονιές που , άλλωστε στον βίο κάθε ανθρώπου συμβαίνουν κάποτε, ακουσίως , αθέλητα και χωρίς κακή πρόθεση να βλάψουν, και μέσω της ευθυμίας, του σαρκασμού και εμφαντικά του αυτοσαρκασμού παραδίδει τον εαυτό του ως είδος προτύπου. Διαβάζω και ξαναδιαβάζω έκτοτε το έργο του. Επανέρχομαι, περίπου ανά τριετία. Τα πεζογραφήματά του, το λαογραφικό του  θησαύρισμα, τις μεταφράσεις του,  και φυσικά το «Φυλλάδιό» του, το περιοδικό που μόνος έγραφε, οργάνωνε και διέθετε. Σε όλα αυτά, μαζί και οι συνεντεύξεις του, υπάρχει ένας κόσμος ολάκερος , ο ρόλος του λογοτέχνη ως η συνείδηση της κοινωνίας, η στάση του, το ανάστημά του, το ήθος του κι άλλα πολλά διδάγματα και πρότυπα ζωής. Άκρως ενδιαφέροντα και απαραίτητα εφόδια για κάθε άνθρωπο , αλλά και ειδικά για κάθε νέο άνθρωπο που επιθυμεί να διαβεί και να παλέψει στον στίβο της γραφής. Για το δύσβατο μονοπάτι –πάντοτε το δύσβατο- της τέχνης, για το ανηφόρι –πάντοτε η ανηφόρα- της γραφής, για δύσκολη στράτα –ποτέ η εύκολη- στη λογοτεχνία. Είναι όλα αυτά εκεί , στο «Φυλλάδιο», είναι εκεί όλα, δρόσος και παρηγοριά, στο έργο του Ιωάννου. Ο Γιώργος Ιωάννου, ο Κωνσταντίνος Π. Καβάφης, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης και ο Επίκουρος είναι οι μορφές, τα πνεύματα, οι Δάσκαλοι, που σε διαφορετικές στιγμές της ζωής μου ήρθαν για να με στυλώσουν,  να με διαμορφώσουν , να με καθορίσουν. Πολλοί προστέθηκαν αργότερα, λογοτέχνες, φιλόσοφοι, ιστορικοί, αρχαιολόγοι, καλλιτέχνες , με επηρέασαν , συνέβαλαν στην εξέλιξή μου, όμως ξεχωρίζω αυτούς. Τον δε Ιωάννου επειδή ήρθε πρώτος και μου άλλαξε την πορεία μου, πάντοτε του έχω μια ζεστή φωλιά στην ψυχή μου και νιώθω ευγνώμων εφ όρου ζωής.

8.       Έχεις δώσει πολύ χρόνο στην έρευνα, για την ζωή και το έργο, της Σαπφώς Νοταρά. Τι σε μάγεψε ώστε να αφιερωθείς;

Μικρός όταν παρακολουθούσα ταινίες που έπαιζε η Νοταρά μου προκαλούσαν μιαν αίσθηση έλξης-απώθησης. Στις αρχές της δεκαετίας του 2000 άρχισα να συλλέγω υλικό με την πρόθεση να γράψω ένα βιβλίο που να την τιμά. Είχαν γραφτεί ως τότε ελάχιστα κείμενα για τη Νοταρά κι αυτό μου προξενούσε την απορία πως ήταν δυνατόν να μην απασχολήσει θεατρολόγους , λογοτέχνες κ.α., να μην έλξει το ενδιαφέρον τους ένας τόσο χαρισματικός άνθρωπος, μια τόσο ταλαντούχος ηθοποιός, μια τόσο δυναμική και σπάνια γυναίκα. Ψηφίδα την ψηφίδα, κάθε νέο στοιχείο που ανακάλυπτα με εξέπληττε.  Αναφέρω ενδεικτικά: Απόφοιτος Πανεπιστημίου, του Οικονομικού Αθηνών , σε μιαν εποχή μάλιστα που ελάχιστες γυναίκες λάμβαναν ανώτατες σπουδές , η δεύτερη φουρνιά γυναικών μετά από την πρώτη, αυτή της Μαρίας Πολυδούρη. Αριστούχος δύο σχολών θεάτρου, του τότε «Βασιλικού» νυν Εθνικό, και του «Πειραικού Συνδέσμου»  .Πρωτοπόρος φεμινίστρια στα νιάτα της , τη δεκαετία του ’30, σε μιαν εποχή όπου οι γυναίκες έμπαιναν στα καφενεία, ανδροκρατούμενα, άβατο , έπιναν το ούζο τους , τον καφέ τους και το σκανδαλώδες για τά ειωθότα κάπνιζαν δημοσίως τσιγάρο. Αντιδράσεις σκληρές από τους άνδρες, λεκτική, σωματική βία, επέμβαση της αστυνομίας. Μαζί με το σύνολο σχεδόν των ηθοποιών, των καλλιτεχνών και εργατών του θεάτρου συμμετέχει στην αντίσταση κατά των κατακτητών την περίοδο της γερμανικής κατοχής. Το επίπεδο της μόρφωσης, της καλλιέργειάς της δείχνουν τα γράμματά της , έμοιαζαν με του Γιάννη Ρίτσου, τα λεγόμενα «βυζαντινά».
Γύρω στο 2005, ο ποιητής Γιώργος Χρονάς , ο οποίος τη γνώρισε και συναναστράφηκε προς τα τελευταία χρόνια της ζωής της, μου ζήτησε να γράψω ένα κείμενο για το περιοδικό «οδός Πανός». Θυμάμαι ότι το είχα διαβάσει σε μια συγκινητική βραδιά παραμονές Χριστουγέννων στο βιβλιοπωλείο των εκδόσεων.  Αυτό το κείμενο με ζόρισε πολύ. Διότι έπρεπε να είναι σύντομο αφενός , να κρατά το ενδιαφέρον των ακροατών αφετέρου. Όμως από την άλλη με βοήθησε και πολύ καθώς είδα καθαρά το μέχρι εκείνη τη στιγμή συγκεντρωμένο υλικό, τις ελλείψεις και άρα, τη δουλειά που είχα να κάνω ακόμη. Τα’ ότι κατοικούσα στη Θεσσαλονίκη δεν βοηθούσε καθόλου. Είχα ήδη ολοκληρώσει την έρευνά μου εκεί, ενώ τα σύντομα , σε αραιά διαστήματα ταξίδια μου στην Αθήνα δεν μου έφθαναν. Το σημαντικότερο για εκείνη την περίοδο είναι ότι δεν τα παράτησα. Το φθινόπωρο του 2010 μετοικώ στην Αθήνα. Ε, από εκεί και πέρα έβγαλα το άχτι μου! Ξεχύθηκα, ας μου επιτραπεί η έκφραση, σε βιβλιοθήκες, αρχεία, στο θεατρικό μουσείο, την ταινιοθήκη και συνέλεξα ότι υπήρχε για τη Σαπφώ Νοταρά. Στο Μοναστηράκι επίσης , στο παζάρι των παλαιών, μπόρεσα να βρω υλικό. Στην Αθήνα μάλιστα κατοικώ στο Κουκάκι, την πανέμορφη και ήσυχη συνοικία στη σκιά του Φιλοπάππου και της Ακροπόλεως , εδώ που έμενε η Σαπφώ πολλές δεκαετίες. Άρχισα να συνομιλώ με τους ευγενέστατους κατοίκους, μαγαζάτορες, καλλιτέχνες που ζουν εδώ και τη γνώριζαν. Έμαθα για τις καθημερινές της συνήθειες, που έπινε το ουζάκι της, τον καφέ της , που έτρωγε μεσημεριανό, από πού ψώνιζε, τα σπίτια που νοίκιαζε. Μπορείς να βγάλεις σημαντικά συμπεράσματα από απλά, καθημερινά πράγματα που συνηθίζει ένας  άνθρωπος. Ήρθε και η στιγμή να πάρω συνεντεύξεις  από ανθρώπους του  καλλιτεχνικού  χώρου που συνεργάστηκαν μαζί της. Το  ότι ήμουν φρέσκος  στην Αθήνα και μ’ ελάχιστες γνωριμίες ήταν εμπόδιο. Άνοιξαν δυο-τρεις πόρτες σε βάθος χρόνου. Μεγάλη καθυστέρηση. Διαπίστωσα απροθυμία να μου μιλήσουν κάποιοι οι οποίοι ήταν λαλίστατοι στ’ αφιερώματα στην τηλεόραση για τη Νοταρά. Ένα είδος οικειοποίησης. Μην πλησιάζεις! Σου λένε, από πού ξεφύτρωσε αυτός  στα καλά καθούμενα και χώνει τη μούρη του στα χωράφια μας! Ένιωσα απογοήτευση με τη στάση κάποιων. Ένιωσα ότι επαιτώ, ένιωσα ότι με περιπαίζουν. Ίσως εδώ χρειαζόταν ένα άλλου τύπου άνθρωπος: καταφερτζής, που ξέρει και παίζει στα δάκτυλα τις δημόσιες σχέσεις, με γαλιφιές , ψεύτικους θαυμασμούς κι άλλα τερτίπια τα κατάφερνε καλύτερα. Οπότε σταμάτησα «την επιχείρηση συνεντεύξεις» μετά από παταγώδη αποτυχία. Και τότε θύμωσα. Θύμωσα πάρα πολύ. Είπα, λοιπόν, προς εμαυτόν: έφθασες ως εδώ, κοπίασες τόσο, κανείς και τίποτα δεν θα σου φράξει τον δρόμο . Έκατσα και έγραψα τότε μια νουβέλα, όπου βάζω τη Σαπφώ να διηγείται την πορεία της , στη ζωή και την καλλιτεχνία σε πρώτο πρόσωπο. Κι όπου υπήρχαν κενά που δεν μπορούσα να διασταυρώσω από την έρευνά μου εκεί μπαίνει η διαίσθηση, εκεί μπαίνει η ποίηση. Ένα παράδειγμα, ένα στοιχείο πού γνώριζα είναι ότι η μητέρα της ήταν δασκάλα και είναι ο άνθρωπος που ωθεί τη Σαπφώ προς τις τέχνες , το βιβλίο, τη μελέτη, τη μόρφωση. Τα παιδικά της χρόνια η Σαπφώ τα έζησε στην Ήπειρο , όπου εγκαταστάθηκε με την οικογενειά της σε μιαν ακμάζουσα κωμόπολη του Νομού Ιωαννίνων, τη Βήσαννη,  με μεγάλη παράδοση στα γράμματα, στον πολιτισμό. Υπήρχε εκεί από την περίοδο της Τουρκοκρατίας Αρρεναγωγείο και Παρθεναγωγείο. Βάζω, λοιπόν, τη δασκάλα μητέρα της – ποιητική αδεία- να διδάσκει στο Παρθεναγωγείο και να έχει μαθήτριά της τη μικρή Σαπφώ. Θα ήθελα βέβαια να μπορούσα να ταξιδέψω στη Βήσαννη, ή στο Ηράκλειο Κρήτης όπου γεννήθηκε , να καθίσω όσο χρόνο χρειάζεται και να ψάξω σε βιβλιοθήκες, αρχεία και όπου αλλού , όμως δεν υπάρχει η οικονομική ευχέρεια. Κι έτσι ο μόνος τρόπος για να μην πάει στράφι ο κόπος μου και το κυριότερο το υλικό που συνέλεξα είναι , όταν με το καλό βγει το βιβλίο για τη Σαπφώ να έχει όλα αυτά τα χαρακτηριστικά , μεταξύ δοκιμίου και πεζογραφήματος κι όχι καθαρή βιογραφία, που για να είμαι ειλικρινής δεν ήταν άλλωστε και στις αρχικές μου προθέσεις και δεν είναι   δική μου δουλειά αλλά ενός θεατρολόγου. Είναι η Σαπφώ, χρησιμοποιώ το μικρό της λόγω τριβής τόσων χρόνων και οικειότητας, ένα σημαντικό πρόσωπο με το οποίο συνομιλώ καθημερινά σχεδόν.Για μένα συμβολίζει, κατά κάποιον τρόπο την ίδια την Ελλάδα, την ιστορία της, ή ορθότερα να πω την κυνηγημένη, την κατατρεγμένη πλευρά της. Την ταγμένη σε αξίες, στο χρέος  αταλάντευτη Αριστερά. Η Σαπφώ , έπραξε το καθήκον της , εντός και εκτός σκηνής. Με υπερηφάνεια, ανάστημα παρά τις πολλές τρικλοποδιές που της έβαλαν .Νεαρή κοπέλα ξεκίνησε με φιλοδοξίες, πρωταγωνίστησε, όπως και το τελευταίο διάστημα της ζωής της, μετά , την ενδιέφερε μόνον να ζει για να παίζει, να πατά στο σανίδι , να μυρίζει το ξύλο της σκηνής, κι έπαιζε πάντοτε πρωταγωνιστώντας στους δεύτερους και κάποιες φορές και τρίτους ρόλους που τι ς έδιναν , σήκωνε το ανάστημά της και οι άνθρωποι, οι θεατές ψυχανεμίζονταν τον αέρα ελευθερίας και ασυμβιβάστου που έφερε και την καταχειροκροτούσαν πάντοτε , βλέποντας δυο λαμπερά , φωτεινά , φλόγες να πετούν μάτια, τα μάτια της!

9.       Από την Θεσσαλονίκη στην Αθήνα και τα πρώτα «Αθηναϊκά αφηγήματα».

Τα «Αθηναϊκά» είναι μια πρώτη ένδειξη γι’ αυτό που φυσιολογικά θα έρθει συν τω χρόνω.  Χρειάζεται χρόνος, διάνυση χρόνου, βιώματα, λύπες και χαρές, ύλη δηλαδή, που δημιουργείται στο περιβάλλον που ζει πια κάποιος . Σταδιακά φθάνει και η στιγμή που νιώθεις την ανάγκη να μιλήσεις , να περιγράψεις , να γράψεις για τον τόπο, τα μέρη, τις εμπειρίες και τους ανθρώπους του τόπου. Προϋπόθεση η ένταξη, να αισθανθείς μέλος της κοινωνίας. Αβίαστα τότε θα έρθει η ανάγκη έκφρασης όλων αυτών.
10.    Στην  Αθήνα ως εσωτερικός μετανάστης ή μόνιμος κάτοικος πια;
Ήταν όνειρο ζωής να μετοικήσω στην Αθήνα. Είναι κάπως σπάνιο να τα’ ακούς από Σαλονικιό , το ξέρω, αλλά είναι η αλήθεια. Για χρόνια ονειρευόμουν την κάθοδό μου στο κλεινόν άστυ. Κι έφθασε το πλήρωμα του χρόνου τον Σεπτέμβριο του 2010. Ως εκ τούτου δεν αισθάνομαι μετανάστης με την έννοια του καταναγκασμού. Ίσα Ίσα, νιώθω τη χαρά για την πραγματοποίηση αυτού που ποθούσα τόσο. Για κάθε άνθρωπο υπάρχει ένας τόπος που νιώθει οικειότητα, πιστεύει ότι εκεί θα νιώσει ολοκληρωμένος , όσο το δυνατόν χαρούμενος. Για μένα αυτός ο τόπος είναι η Αθήνα. Το ιστορικό της κέντρο με τις διάσπαρτες  αρχαιότητες με ηρεμεί. Με κάθε ευκαιρία, καθημερινώς σχεδόν, ρουφώ τις ομορφιές στην Πλάκα, το Θησείο, τον λόφο του Φιλοπάππου, το Μοναστηράκι, στου Ψυρρή. Αυτό το φως, η διαύγεια του αττικού ουρανού, το ήπιο του κλίματος, κάτι ανάλογο σε καθαρότητα και φως βρίσκεις μόνον στις Κυκλάδες, με βοηθά να έχω διαύγεια σκέψης , λαγαρό νου. Οι ρυθμοί της πόλης, των κατοίκων είναι γοργοί , μου αρέσει πολύ αυτό, με κινητοποιεί, με κρατά σε εγρήγορση, παρότι οι δικοί μου ρυθμοί είναι σε πιο χαμηλό τέμπο, Θεσσαλονικιός γάρ, μην ξεχνιόμαστε! Ωστόσο η επίδραση όλων αυτών πάνω μου, στο βλέμμα μου, στις κινήσεις μου, στις γρήγορες αποφάσεις που καλούμαι να πάρω, μου ταιριάζουν.Ο Νίτσε προέκρινε τη Ρώμη , την Αθήνα και μερικές ακόμα πόλεις ως τους ιδανικούς τόπους για να κατοικεί ένας άνθρωπος λόγω κλίματος και φωτός. Αναφερόταν στην επίδραση που έχει ο τόπος που διαβιούμε στον οργανισμό και τον ψυχισμό μας. Ειδικά δε για τους ανθρώπους που χρησιμοποιούν το μυαλό και τις αισθήσεις τους εντατικά για να πετύχουν τα μέγιστα αποτελέσματα στην εργασία τους προτείνει αυτές τις πόλεις επίσης. Οι αρχαίοι μας ακόμη, ως γνωστόν, επέλεγαν προσεχτικά, ποτέ και καθόλου τυχαία, τις τοποθεσίες για να οικοδομήσουν ιερά, ναούς, Ασκληπιεία, θέατρα και πόλεις. Δελφοί, Δήλος, Επίδαυρος, Δωδώνη και τόσοι ακόμη αρχαιολογικοί τόποι και μνημεία είναι σε σημεία όπου και η παραμικρή λεπτομέρεια έχει μελετηθεί. Το ίδιο συνέβη φυσικά και με την Ακρόπολη, την Πνύκα , την αρχαία αγορά και την Αθήνα εν συνόλω. Ωραία μας τα λες, θα πει κάποιος , αλλά από την εποχή των αρχαίων ημών ή έστω από τον αιώνα που ο Νίτσε έζησε και τα σοφά αυτά συμπεράσματα έβγαλε ,διαμεσολάβησε χρόνος και άλλαξαν, όσο να πεις , πολλά. Να προσθέσω στο σημείο , ότι ούτε εγώ ισχυρίζομαι  με τα παραπάνω ότι όλα στην Αθήνα είναι μέλι γάλα , δεν υπάρχουν προβλήματα, όπως φασαρία, ηχορύπανση κ.α. Όπως κι αν είναι όμως, όσες αλλαγές κι αν επήλθαν η σωστή τοποθεσία είναι εδώ, το ήπιο κλίμα σε σύγκριση με πολλούς άλλους τόπους υφίσταται, το διαυγές του ουρανού. Όλα αυτά επιδρούν ψυχωφελώς. . Η σύγκριση με τη Θεσσαλονίκη είναι αναπόφευκτη. Στη γενέτειρά μου για να σηκωθώ από το κρεβάτι ήθελα έναν γερανό να με ρυμουλκήσει και ανυψώσει , θολούρα, υπνηλία συνόδευαν τη μέρα μου, ομιχλώδης κατάσταση στο κεφάλι μου και την ατμόσφαιρα, δεν χόρταινα ποτέ τον ύπνο μου και δεν ένιωθα ξεκούραστος μετά το πέρας του οκτάωρου βραδινού ύπνου. Η θάλασσα και τα ποτάμια και οι λίμνες που περιτριγυρίζουν τη Θεσσαλονίκη δημιουργούν βαρύ κλίμα, ομίχλες, καταχνιά , σκοτεινιά. Ενώ εδώ στην Αθήνα κοιμούμαι ένα εξάωρο και μου αρκεί, σηκώνομαι με καλή διάθεση, ευχαριστημένος και ξεκούραστος. Έχω δε καθαρό κεφάλι και ετοιμοπόλεμο! Η διαφορά είναι τεράστια!

11.Θα συνεχίσουν οι αφηγήσεις; ή θα υπάρχει επιστροφή στην ποίηση ή σε άλλη μορφή της τέχνης του λόγου;

Έχω έτοιμες δυο νουβέλες. Θα πρέπει βέβαια να τις δω επισταμένως για τις απαραίτητες διορθώσεις. Στο συρτάρι υπάρχουν αρκετά διηγήματα. Θέλω να γράψω   κάμποσα ακόμη για να δημιουργηθεί και ολοκληρωθεί ένας κύκλος θεματικής με ίδια ή παρόμοια ροή λόγου. Για το θέατρο τα είπαμε. Θέλει να στρωθώ.  Υπάρχει ένας αρκετά μεγάλος αριθμός ποιημάτων.  Με ένα καλό ξεσκαρτάρισμα, με προσεχτική επιλογή θα μπορούσαν να βγουν ένα, ίσως δύο βιβλία ακόμη , αν ήθελα να επανέλθω στον έμμετρο λόγο. Η ερώτησή σου στο δεύτερο σκέλος της   μου δίνει το δικαίωμα ν’ αναφερθώ σε μιαν ακόμη μορφή του γραπτού λόγου, αυτή του μυθιστορήματος. Δεν έχω σκεφτεί να γράψω κάτι εκτενέστερο από διήγημα ή νουβέλα. Άλλωστε και οι νουβέλες προέκυψαν, διηγήματα ξεκίνησα να γράψω κι έλαβαν έκταση πάνω στο γράψιμο . Μ’ αυτήν την έννοια, δηλαδή να με οδηγήσει η ίδια η γραφή στο μυθιστόρημα, δεν το αποκλείω. Με την ευκαιρία, ας κάνω κάποιες παρατηρήσεις πάνω στο θέμα. Ως αναγνώστης αλλά και ως μέτοχος στον κόσμο της γραφής  πιστεύω ότι υστερούμαι αρκετά στο μυθιστόρημα ενώ αντίθετα στο διήγημα υπάρχει μια άνθιση τα τελευταία χρόνια και το επίπεδο είναι από ικανοποιητικό έως πολύ καλό. Δεν μπορώ να πω το ίδιο για το μυθιστόρημα. Πολλά, πάρα πολλά από τα βιβλία που κυκλοφορούν ως μυθιστορήματα  θα τα κατέτασσα στις νουβέλες. Ούτε η έκτασή τους, ούτε η πλοκή και η ποικιλία χαρακτήρων και καταστάσεων  τα κατατάσσουν αυτά τα βιβλία στο μυθιστόρημα. Υπάρχει , άλλωστε, μια «μυθιστοριομανία». Δεν μπορώ να καταλάβω τον λόγο, θεωρούν το είδος πρόσφορο για καταξίωση;  Και ας είναι μέτριο, προχειρογραφία, ή μια πατάτα και μισή;  Αδιανόητα πράγματα. Ακόμη, η βιασύνη κάποιων, ιδίως νέων ανθρώπων που βουτούν κατακέφαλα στο βαθύ πέλαγος της γραφής , χωρίς προθέρμανση, άτσαλα, χωρίς τον αναγκαίο χρόνο τριβής στα συντομότερα είδη, που δεν είναι εύκολα μεν, αλλά αυτή καθεαυτή η μικρή έκτασή τους παρέχει  μια ελάχιστη ασφάλεια να μην υποπέσουν σε σοβαρά λάθη, αβελτηρίες,   καθώς ελέγχεις πιο εύκολα την ανάσα σου, τη φωνή σου και τα πατήματά σου. Το μυθιστόρημα παρασύρει λόγω έκτασης, μακρού χρόνου γραφής του, σε «κοιλιές, προγούλια» και άλλα τινά περιττά , πού γίνονται αντιληπτά κατόπιν εορτής.

12.    Εκδόσεις «Ροδακιό», προσωρινή στέγη ή θα υπάρχει συνέχεια;

Μεγάλη χαρά μου έδωσε το γεγονός ότι «Η αυλή του δάσους» εκδόθηκε από τις εκδόσεις «Το Ροδακιό». Το «Ροδακιό» συγκαταλέγεται ανάμεσα στους δέκα , περίπου , εκδοτικούς οίκους που εκτιμώ για την ποιότητά τους , τη συνέπεια αυτής της ποιότητας σε βάθος χρόνου, την αισθητική πληρότητα και το ήθος, σε μια εποχή μάλιστα γενικής έκπτωσης , φθήνιας και ρηχότητας.  Ήμουνα επιλεκτικός  και ήθελα να βγει το βιβλίο σ’ έναν από αυτούς τους εκδοτικούς οίκους με τούτα τά χαρακτηριστικά. Κι αν όχι, να μη βγει καθόλου. Ένα άλλο ζήτημα που δεν ήθελα με τίποτα να κάνω έκπτωση ήταν ότι γράφω στο πολυτονικό σύστημα γραφής. Έπρεπε ο εκδοτικός οίκος να το υποστηρίξει.  Εδώ ας σταθώ λίγο και να πώ , ότι ήταν το 1996 και σε ηλικία είκοσι πέντε ετών που από το μονοτονικό στέφομαι στο πολυτονικό σύστημα γραφής. Θεωρώ ότι έπραξα άριστα, διότι πέραν της αισθητικής , είναι θέμα άσκησης , πειθαρχίας και βαθύτερης γνώσης της γλώσσας. Αν ένας νέος μου ζητούσε τη γνώμη μου θα του έλεγα με ενθουσιασμό να στραφεί στο πολυτονικό και μόνον ωφέλεια θα λάβει, μεγάλες πνευματικές ωφέλειες . Την ίδια περίοδο , για μιαν πενταετία (1996-2000) , μια από τις πλέον καρποφόρες περιόδους της ζωής μου, εκτός από την εκμάθηση των κανόνων του πολυτονικού, που ήταν το σχετικώς ευκολότερο, κάνω μια βαθιά βουτιά στη μελέτη της γλώσσας μας. Μελέτησα όλα τα ποτάμια της : αρχαία, ελληνιστική κοινή , μεσαιωνική, καθαρεύουσα και δημοτική. Διαβάζω δημοτική ποίηση, λογοτέχνες του 19ου αιώνα, λαογραφία. Δεν σου κρύβω ότι τελειώνοντας το σχολείο ήμουν ένας νέος αγεωγράφητος,  ανιστόρητος , με μέτριο λεξιλόγιο και κάνοντας αρκετά ορθογραφικά λάθη. Με βρήκα…ανεπαρκή.  Όταν συνειδητοποίησα πια ότι η γραφή είναι για μένα κάτι ταυτόσημο με την ουσία της ζωής, έπρεπε να θωρακιστώ με γνώσεις ως άνθρωπος και να δουλέψω πάνω στη γλώσσα για να κατέχω απόλυτα τη λειτουργία της, τους μηχανισμούς της. Κάτι που δεν σταματά ποτέ διότι η ελληνική γλώσσα έχει τόσο βάθος και έκταση χρόνου που συνεχώς ανακαλύπτεις, θαυμάζεις και ταξιδεύεις.  Με λυπεί αφάνταστα  να ξεφυλλίζω ένα βιβλίο και να πετάγονται τα μάτια μου έξω από αγανάκτηση καθώς αντικρίζουν μιαν άθλια , κακοπαθημένη γλώσσα. Είναι, δυστυχώς, πολλά αυτά τα βιβλία. Πιστεύω ακραδάντως ότι το άλφα και το ωμέγα στη λογοτεχνία είναι η γλώσσα, το όργανο που οφείλει αυτός που γράφει να κατέχει όσο το δυνατόν πληρέστερα. Σ’ έναν νέο που γράφει και φιλοδοξεί να διαβεί την θύρα αυτήν της γραφής , θα του έλεγα να σηκώσει τα μανίκια και να στρωθεί στο διάβασμα, στη μελέτη της γλώσσας και στην άσκηση, πολύ διάβασμα, πολλή μελέτη της γλώσσας μας και πολύ άσκηση, τριβή με το γράψιμο. Ν’ αφήσει κατά μέρος τις μόδες και τα φαιδρά «της δημιουργικής γραφής» και ν’ ασχοληθεί σοβαρά με τη «γραφή». Η λεγόμενη «δημιουργική γραφή», τι στραβά που ξεκινάμε, από έναν πλεονασμό, η γραφή εξ ορισμού είναι δημιουργία!, είναι το καινούργιο φρούτο της εποχής μας που παίρνει  κατακλυσμιαίες διαστάσεις. Ο λογοτέχνης δεν είναι ούτε διασκεδαστής, ούτε αυτός που μαθαίνει κανόνες και τσιτάτα και γράφει χαριτωμένα κειμενάκια. Ούτε η λογοτεχνία είναι γκρουπ ομαδικής ψυχοθεραπείας και έκθεσης ιδεών. Μόνος του, μοναχικά και ως ασκητής θα συγκεντρωθεί στον εαυτό του και στο βαθύτερο είναι του αυτός που γράφει κι αφού έχει ήδη μελετήσει και ασκηθεί γερά θα γράψει. Έτσι έχουν τα πράγματα και μία η οδός. Τά υπόλοιπα είναι νέφαλα, δημόσιες σχέσεις, φαιδρότητες , ρηχά και επιδερμικά πράγματα, τσαλαβουτήματα σε κάτι που είναι σοβαρό και απαιτεί αφιέρωση. Φθάνω, λοιπόν, με παραμάσχαλα τα κείμενά μου, με τις παραπάνω αποσκευές , που αδρομερώς ανάφερα και φυσικά τον χαρακτήρα μου που γι’ αυτόν δεν έχω δικαίωμα να πω κάτι αλλά οι άλλοι, και μπαίνω στο «Ροδακιό» κι έχω την πρώτη επαφή με την εκδότρια Τζούλια Τσιακίρη. Πρίν χρόνια ονειρευόμουν ότι σε μια κάθοδό μου στην Αθήνα από την πόλη μου θα πήγαινα να βρω τον Βασίλη Διοσκουρίδη. Έψαχνα πού, τι ώρες, ήταν ήδη ο Διοσκουρίδης ένα μυθικό πρόσωπο των γραμμάτων, είχα ακούσει ότι ήταν νυχτόβιος τύπος, δούλευε μόνον τις νύχτες δηλαδή, προσπαθούσα να λύσω το δύσκολο «αίνιγμα», πού ν’ απευθυνθώ, πού θα τον βρω, θα με δεχτεί; Και εντέλει , με την πολλή σκέψη, τις αναβολές, δεν ταξίδεψα μ’ ένα νυχτερινό τρένο και δεν έφθασα αχάραγα στον σταθμό Λαρίσης και ποτέ δεν τον συνάντησα. Αλλά εντέλει ερχόμενος στο «Ροδακιό» δεν είναι σαν να τον συναντώ τώρα; Με άλλον τρόπο. Γιατί βέβαια το σημερινό «Ροδακιό» είναι η συνέχεια στο πνεύμα του, στους πνευματικούς του κόπους, στο έργο του που είναι πάντοτε παρόντα. Στα βιβλία που επιμελήθηκε, στα τυπογραφικά στοιχεία που τοποθέτησε με τα χέρια του για κάθε βιβλίο, αυτός , «ο χειρώνακτας της τυπογραφίας» , το αισθητικό του αποτύπωμα, στα κείμενά του στον «Εκηβόλο», το «τριμηνιαίο περιοδικό λογοτεχνίας, θεωρίας της λογοτεχνίας και κριτικής», ως λόγιος. Έχοντας δίπλα του αξιολογότατους συμπορευτές  , πρώτην και πολύτιμη την Τζούλια Τσιακίρη, τον Γιώργο Ιωάννου, τον Ζήσιμο Λορεντζάτο, τον ποιητή Νίκο Παναγιωτόπουλο κι ένα πλήθος ακόμη λογίων, ποιητών και καλλιτεχνών να διανθίζουν με τον λόγο τους , την τέχνη τους , την αισθητική τους. Γνωρίζομαι με την Τζούλια Τσιακίρη . Τις εμπιστεύομαι τα κείμενά μου, τον πνευματικό μου κόπο. Τις ζητώ να στεγαστώ υπό τον εκδοτικό της οίκο. Και σιγά σιγά όλα παίρνουν τη σειρά τους, όπως γίνεται με κάθε νέα συνάντηση : στην αρχή το κράτημα, η αμηχανία και κάποτε η συμπάθεια. Το ζύγισμα, όταν οι στιγμές και οι ώρες είναι δύσκολες, έχουν ένταση. Ο αυθορμητισμός, το άνοιγμα , κάποτε η εκμυστήρευση, το να πειράζεις τον άλλον, ή να γελάς και να συγκινείσαι με κάτι που είναι πια κοινό βίωμα. Και κυλούν όλα, όπως πρέπει να κυλούν. Όποτε πηγαίνω στον «Φωταγωγό», το βιβλιοπωλείο-αίθουσα τέχνης , δεν συναντώ πλέον απλώς την εκδότρια αλλά ένα οικείο μου πρόσωπο. Συν τω χρόνω νιώθω μεγαλύτερη την οικειότητα και τη ζεστασιά των προσώπων και του χώρου. 
Ακόμη, στα εγκαίνια εκθέσεων , στις παρουσιάσεις βιβλίων όπου παραβρίσκομαι, ή όταν συχνά πυκνά περνώ να πω μιαν καλημέρα, ν’ ανταλλάξω δυο κουβέντες ανθρώπινες, συναντώ ανθρώπους που κάποτε ονειρευόμουν να δω, να χαιρετίσω από κοντά. Λογοτέχνες, ζωγράφους, ποιητές, φωτογράφους, ηθοποιούς, σκηνοθέτες, καθηγητές πανεπιστημίου, αρχαιολόγους, μ’ έναν λόγο, έχω την τύχη να συναντήσω από κοντά, να μου συστήσει η Τζούλια, τη μάχιμη πνευματική κοινότητα της Αθήνας. Μεγάλο δώρο! Θα ήθελα, κάποια στιγμή, η Τζούλια Τσιακίρη να βρει λίγο χρόνο στις απαιτήσεις και υποχρεώσεις που τρέχουν και σταματημό δεν έχουν, να διαβάσει το σύνολο του μέχρι τώρα έργου μου. Να έχει πλήρη εικόνα. Έτσι βλέπω ότι είναι το πιο σωστό να γίνει. Για να μπορέσουμε να σχεδιάσουμε τα βήματα στο μέλλον. Είθε!




πρώτη δημοσίευση: https://tempo24.news/eidisi/259542/mia-syzitisi-me-ton-neo-syggrafea-orfea-leontioy?fbclid=IwAR27--SRrhB_PQqoV7M2bswH6RE8CNj39oBd9wlZI0Tz31PRUOp0qlBAi2I

Μη μαζεύεις μου λες…

  Όλο παραπονιέσαι πως κουράζεσαι. Πως δεν αντέχεις τον κόσμο τον πολύ και τα γούστα του και κάθε χρόνο αφαιρούμε σερβίτσια από το γιορτινό ...