Πέμπτη 24 Δεκεμβρίου 2020

Όλα είναι ένα ψέμα

 


Σε όλη τη διάρκεια της πανδημίας με κράτησαν δυο βεβαιότητες. Η μια η ιδεολογία και η άλλη η εκκλησία. Την πρώτη υπηρετούσα εγώ και την δεύτερη με ζέση η μητέρα μου. Αν και παράλληλα σύμπαντα, κάπου στο βάθος συγκατοικούσαμε. Στο σπίτι επομένως δεν είχαμε φόβο. Σαν ασπίδα τα παραπάνω προστάτευαν τον χώρο μας και θεωρώ πως επεκτείνονταν και σε περαιτέρω διαμερίσματα. Έως εκεί. Η κλινική εικόνα του τετραγώνου άφηνε περιθώρια ερωτημάτων.
Αποτελεί ο ιός μια πραγματική απειλή;
Μπορεί η πειθαρχία να αποτρέψει τον κίνδυνο;
Μπορεί ο αγιασμός της μητέρας μου να φτάσει παντού;
Στην τελευταία δημόσια διαβούλευση, στην γενική συνέλευση των ενοίκων , καταλήξαμε ότι είμαστε επισφαλείς , αν και όχι εξ υπαιτιότητάς μας. Το σχετικό ψήφισμα τοιχοκολλήθηκε στην είσοδο της πολυκατοικίας και μοιράστηκε σε φυλλάδια σε όλους τους ορόφους. Ο πρώτος ήταν μαζί μας, ο χώρος μας , τον επηρεάζαμε άνετα. Ο δεύτερος είχε μια στάση επιφυλακτική αν και τελικά μας υποστήριξε, θα μας χάνανε και από πελάτες, είχανε μαγαζιά στη γειτονιά. Ο τρίτος παρέμενε αδιάφορος και χαρούμενος, με διλήμματα του τύπου τι χρώμα να βάψει το νύχι. Ο τέταρτος απλά μας έβλεπε από ψηλά και πήγαινε κάθε βράδυ σε μπαρ με μασκούλα στο χέρι. Ήταν μια καταδίκη της περιρρέουσας ατμόσφαιρας φόβου και τρομοκρατίας που έσπειραν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης με παράλληλη παράκληση πειθαρχίας στις συλλογικές αποφάσεις. Φυσικά απαντήσεις δεν δόθηκαν στα ερωτήματα. Η αλήθεια είναι πως και εμείς που τα θέσαμε δεν είχαμε. Οι μόνες βεβαιότητες είναι το μαγικό φίλτρο της μαμάς και η πειθαρχία στις αποφάσεις και τα ψηφίσματα των συμμετεχόντων. Τα νέα που μαθαίναμε ήταν όλα μια ψευτιά κατά την μητέρα μου και προπαγάνδα για μένα. Επομένως είχαμε ξεσυνδέσει την τηλεόραση και ακολουθούσαμε τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης της αρεσκείας μας.

Η μαμά έπαιρνε γραμμή από πιστούς ιερείς και κανάλια που αποκάλυπταν την παγκόσμια συνωμοσία. Εκεί έμαθε για το αντίδοτο και αρχή της Ινδίκτου ήταν παρούσα σε αγιασμό της ενορίας μας. Έφερε σπίτι ένα λίτρο, σε μπουκάλι πλαστικό γνωστής πολυεθνικής, αφού το είχε πολλαπλά αποστειρώσει με σταύρωμα και φτύσιμο κατά της βασκανίας. Μετάγγισε το περιεχόμενο σε γυάλινο σκεύος με απολυμαντικό που είχε αγοράσει από το φαρμακείο και έπαιρνε κατά καιρούς ποσότητα μεταφυσικής και χημείας σε μπουκαλάκι με σπρέι που είχε πάντα μαζί της. Τοποθέτησε και ένα μεγαλύτερο στην είσοδο του διαμερίσματος και όποιος έμπαινε τον ψέκαζε ολόκληρο για να χαθεί ο ιός από πάνω του. Είχε φυσικά ενδιαφέρον καθότι τα ρούχα του εισερχόμενου έμοιαζαν, έστω προς στιγμή, πιτσιλισμένα από χιλιάδες μικρές σταγόνες που τόνιζαν την κάθαρσή του. Λόγω του απολυμαντικού ίσως, έμεναν και κάποια στίγματα.
– Δροσιά , δροσιά , φώναζε η κυρία Βενέτα, η κολλητή της και άπλωνε πάνω στα μαλλιά της το φάρμακο.
– Ρε μάννα, θα την αφήσεις φαλακρή την φίλη σου, έκανα να παρατηρήσω μα εκείνη απτόητη πατούσε το σπρέι να πάει παντού, να φύγει το κακό.

Εντός οικίας επομένως παίζαμε με ασφάλεια. Μπορεί να διαφωνούσα με την πρακτική αντιμετώπιση , λόγω περιορισμένης αφοσίωσης στην μαγγανεία , αλλά η συνήθεια και το συναίσθημα με έκαναν φίλο. Στο κάτω κάτω μας ένωναν με την μητέρα μου οι κοινοί αγώνες κατά της παγκόσμιας δικτατορίας. Ζηλωτές και επαναστάτες, οι μόνοι φραγμοί στα σχέδια της νέας τάξης πραγμάτων. Εκτός ήταν το θέμα. Πώς να προστατευτείς από έναν αόρατο εχθρό;
Φορούσαμε μάσκα παντού. Παντού, τρόπος του λέγειν. Την βγάζαμε μόνο σε χώρους βεβαιωμένα ασφαλείς. Η μαμά στην εκκλησία και εγώ σε συναθροίσεις ομοϊδεατών ή στα γραφεία του κόμματος. Πειθαρχούσαμε αντιστεκόμενοι. Για την πατρίδα και την πίστη μας, για «το κεφάλι ψηλά» και ανυπότακτοι , όπως ταιριάζει σε Έλληνα.
Τίποτα δεν μας άγγιζε. Στο κόμμα και στην εκκλησία δεν κολλάει ο ιός. Τσεκαρισμένο και επιβεβαιωμένο. Κανείς από το κόμμα, ακόμη και μετά τις μεγάλες διαδηλώσεις στα δικαστήρια, δεν κόλλησε τίποτα , όπως και κανείς από αυτούς που μας έδερναν. Μας το επιβεβαίωσε και φίλος από τα ΜΑΤ . Κανείς από την ενορία μας στις λατρευτικές συναθροίσεις δεν νόσησε, όπως και κανείς στο παρακείμενο καφενείο που λειτουργούσε ως αρχονταρίκι μετά το εκκλησίασμα, αλλά και ως χώρος αθλοπαιδιών κατά τις υπόλοιπες μέρες. Να προσθέσω ότι κανείς αθλητής επιτραπέζιων παιγνίων δεν αναφέρθηκε ως φορέας. Τα δήθεν θύματα προέρχονταν από την τηλεόραση. Μετά από σκέψη καταλήξαμε ότι δεν υπάρχουν, όλα ψεύτικα και στημένα στα χρόνια της αποκάλυψης που ζούσαμε. Η μαμά το ζούσε έτσι εσχατολογικά και εγώ λογικά, μια και τι περίμενε κανείς από τους νεοφιλελέδες που είχαν επιστρέψει στην εξουσία; Υπάλληλοι των σκοτεινών κέντρων εξουσίας, απαγόρευαν τις συναθροίσεις , έκλειναν εκκλησίες , περιόριζαν τις ελευθερίες μας. Αρέσκονταν να κάνουν ποδήλατο χαρούμενοι στην ύπαιθρο χωρίς μέτρα προφύλαξης και άλλα χαζά. Μας κορόιδευαν ποικιλοτρόπως. Τοποθετούσαν τσίγκινες γλάστρες και φοίνικες στην μέση των δρόμων, αψίδες νερού καλωσορίσματα σε τουρίστες, διαφημίσεις για μια χώρα ασφαλή, όλα θυσία στον βωμό του κέρδους. Η υγεία, ως θεσμός, διασωληνωμένη. Η δημοκρατία στον γύψο ξανά, για το καλό μας. Χούντα και μάλιστα παγκόσμια. Ήμουν απόλυτος. Η μαμά κουνούσε καταφατικά το κεφάλι της , στο κόμμα συμφωνούσαν, ακόμη και οι αντίπαλοι συζητούσαν τα μέτρα με σκεπτικισμό. Η μεσαία τάξη ήταν με το μέρος μας. Η χώρα στα άκρα και τα μυαλά στα κάγκελα.

– Άσε, με μπέρδεψες , μου έλεγε γελώντας η Μαιρούλα, έγινε το μυαλό μου σαλάτα .
Έχω να την δω από την αρχή της δεύτερης καραντίνας. Δοκιμασία για την σχέση μας. Κάνω υπομονή , όπως και η μαμά με την εκκλησία. Ως πότε όμως;

Φυσικά και οι δυο αγανακτήσαμε. Θα κατεβαίναμε για πρώτη φορά αντάμα σε διαδήλωση και ετοιμάσαμε τα όπλα για την επανάσταση, δεκάδες νεροπίστολα με το μαγικό φίλτρο. Είχαμε σχέδιο. Νύχτα θα καταλαμβάναμε την εκκλησία. Θα χτυπούσαμε τις καμπάνες αναστάσιμα και η ελεύθερη γειτονιά παρούσα θα χόρευε συρτάκι στους δρόμους, σε ένα ραντεβού με την ιστορία. Η σπίθα θα άναβε την φωτιά παντού στην Ευρώπη. Οι ανυπότακτοι νότιοι θα νικούσαν το ψέμα και την απάτη των ισχυρών. Φυσικά δεν αποκάλυψα στη μαμά ότι μετά το νικηφόρο αποτέλεσμα οι εκκλησίες θα μετατρέπονταν σε χώρους κάλυψης των αναγκών του πολίτη. Αυτό θα ήταν αποτέλεσμα συνοπτικών διαδικασιών και λαϊκών αποφάσεων, με βάση το ιστορικό γεγονός των διωγμών που είχαν ξεκινήσει από το χριστεπώνυμο πλήρωμα της δεξιάς του κυρίου. 


Τι τα θες; Κάτι ο αγαπημένος ιεράρχης της μαμάς αρρώστησε, λένε από κορωνοιό, εμείς δεν το πιστεύουμε , κάτι η Μαιρούλα δεν ένοιωθε καλά και πήγε για το γρήγορο τεστ , κάτι εγώ είχα διάρροια και η μαμά πούντιασε από τον πολύ ραντισμό… Όλα κατέρρευσαν πριν ολοκληρωθούν.

Παραμέναμε στο αμπρί μας με το όπλο παραπόδας , δεν ανοίγαμε σε κανέναν και στήσαμε παράνομη ιστοσελίδα στο ιντερνέτ, «την Αφύπνιση» . Καλούσαμε σε συσπείρωση και σε ετοιμότητα τους ανυπότακτους πολίτες. Πάνω που τέλειωναν τα τρόφιμα ήρθαν τρεις κύριοι με άσπρες μπλούζες. Μας είπαν από την επιμελητεία. Ήξεραν και το σύνθημα: «Όλα είναι ένα ψέμα».
Ανοίξαμε. Μας έβγαλαν με προστασία από το αμπρί , μας οδήγησαν σε ασφαλές καταφύγιο, σε ένα επιταγμένο κάτασπρο κτίριο, παλιό νοσοκομείο στην άκρη της πόλης, με πολλά δωμάτια και παράθυρα με κάγκελα. Εκεί κάποιες εθελόντριες μας σέρβιραν ζεστό ρόφημα με κάμποσα χρωματιστά μικρά στρογγυλά σοκολατάκια, σαν χαπάκια. Η αλήθεια είναι πως μαλάκωσε τις αισθήσεις μας. Παραμένουμε σε ετοιμότητα. Μαζί μας είναι άτομα από όλους τους ορόφους, σύντροφοι και αντίπαλοι, ψυλλιασμένοι, όλοι πατριώτες. Οι περιστάσεις δεν χωρούν διακρίσεις. Σε βραδινή εξομολόγηση, συνδαιτυμόνας που εργάζεται στο υπουργείο τύπου, μας προετοίμασε για τις παρενέργειες του επερχόμενου εμβολίου.
Το ρόφημα μάς παρέχεται τρεις φορές την ημέρα. Βοήθειά μας, ο αγώνας συνεχίζεται.






Το αφήγημα δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο λογοτεχνικό περιοδικό ΠΕΡΙ ΟΥ (19 / 12 /20) : http://www.periou.gr/%CE%B4%CE%B7%CE%BC%CE%AE%CF%84%CF%81%CE%B7%CF%82-%CE%BC%CE%B1%CE%B3%CF%81%CE%B9%CF%80%CE%BB%CE%AE%CF%82-%CE%AD%CE%BD%CE%B1-%CE%B1%CF%86%CE%AE%CE%B3%CE%B7%CE%BC%CE%B1/?fbclid=IwAR3G7c9U5F2Pktt-inh1C6kY23JH43jKR7IMrUEthExCpfYuJUlCvhj41Eg

Παρασκευή 7 Αυγούστου 2020

Τιρκουάζ χαλιά

 


Μας πήγαν συντεταγμένους από την δουλειά. Το αφεντικό μάς είχε προειδοποιήσει.

– Μην λείψει κανείς.

Ξεκινήσαμε ως μπουλούκι και περπατήσαμε αρκετή ώρα προτού συντονιστούμε και με τους άλλους. Κόσμος πολύς. Το πουκάμισο κολλούσε πάνω μου. Αφόρητη ζέστη, δεν το είχα και με τις συγκεντρώσεις. Μου έφερναν πανικό, όχι από ανθρωποφοβία, αλλά ήταν έξω από την αισθητική μου. Πήγαινα πάντα όταν ο κόμπος έφτανε στο χτένι ή με άλλα λόγια όταν έκρινα πως δεν πάει άλλο. Το είχα κάνει για την ανεργία , για τις ελευθερίες, για την κατάντια μας. Φυσικά το πλήρωσα. Απόλυση και επαιτεία για δουλειά. Ευτυχώς που βρέθηκε ο ξάδελφος.

Τρία παιδιά, πατέρας κατάκοιτος στο σπίτι και η γυναίκα μου μέσα στην μιζέρια και τα αδιέξοδα. Υπήρχε όμως αγάπη. Αυτή με κράτησε. Από γραφιάς, εργάτης σε βιοτεχνία. Δεκάωρο και δίχως ανάσα. Να γελάς και με τα αστεία του γιου του αφεντικού. Όλο για γκόμενες και εθνικιστικές φανφάρες. Χάιδευε τα αχαμνά του επιστατώντας τους σκλάβους. Εμείς κουνούσαμε τις αλυσίδες μας και χαρωπά παράγαμε πλούτο για αυτόν. «Μπράβο» μας έλεγε και κέρναγε στην γιορτή του μπακλαβά. Δεν βαριέσαι , αρκεί που φέρνω ένα πιάτο φαί στο σπίτι .

Πεινούσα μα δεν τόλμησα να φύγω από την πορεία. Με κοιτούσαν τα τσιράκια του. Τσογλάνια με  διάθεση για τσαμπουκάδες και καρφώματα. Τι να έχει μαγειρέψει η κυρά; Θα γυρίσω μετά και θα ξεκουραστώ. Κατηφορίζαμε σύσσωμοι και με συνθήματα. Μπροστά μας μια σειρά από καρακόλια. Δήθεν να μας πειθαρχήσουν. Όταν τους πλησιάσαμε κάναν στην άκρη. Δεν μπορούσαν να σταματήσουν αυτό το πλήθος των ενθουσιασμένων πολιτών. Όλα κοροϊδία και γω μέσα στο γλέντι να σύρω τα βάσανα και τις απογοητεύσεις μου. Μόνος στο  πλήθος. Πού το βρίσκουν το κουράγιο; Σκέφτομαι τους λογαριασμούς και σφίγγεται το στομάχι μου. Πώς θα τα βγάλω πέρα; Τα παιδιά μεγαλώνουν, έξοδα και πάλι έξοδα . Χρωστάω παντού. Απελπισία.

– Την πήραμε πάλι, μου λέει χαρούμενος ο διπλανός μου.

– Την πήραμε , απαντάω με διάθεση. Δεν με παίρνει αλλιώς. Σηκώνω το χέρι ψηλά . Τι κάνω Θεέ μου. Ένα «καρφί» κάτι σημειώνει. Ελπίζω να έπεισα. Το αφεντικό μάς μαζεύει στην άκρη.

– Θα μπούμε, μας λέει, έχω το βύσμα.

Ας μπούμε, δεν έχω ποτέ επισκεφτεί το μέρος. Ευκαιρία λοιπόν. Στριμωξίδια και ένταση, περνάμε τον έλεγχο.

– Στα αριστερά, κάτω από τον θόλο με την κουρτίνα, φωνάζει το βύσμα.

Επιτέλους καθίσαμε κάτω. Τιρκουάζ χαλιά και ο χώρος να λάμπει. Σιγή.

Τι κάνω εδώ; Κρύος ιδρώτας με λούζει. Φταίει και η μάσκα στο πρόσωπο. Ξανάρχονται οι σκέψεις για τα εφήμερα και η ζωή μου ταινία που τρέχει. Πώς έφτασα εδώ στα πενήντα; Από άρχοντας να κουβαλάω κουβά και να σέρνω την σφουγγαρίστρα σε απόπατους. Να μιλάω με κάφρους και να σκύβω κεφάλι. Να αρνούμαι ιδέες και όνειρα. Να λέω δόξα τω θεώ σε ένα θεό που δείχνει να μας έχει ξεχάσει. Μπουκώνω και φτάνω στα άκρα. Θέλω να τους φτύσω στο πρόσωπο. Ξεμωραμένους φανατικούς που ζούνε στο χθες. Εικόνες ενός ένδοξου φθαρμένου καιρού. Αίμα που στάζει και τούτοι το χαίρονται. Δεν έχω τίποτα να χωρίσω. Δεν έχω διαθέσεις για πολέμους και εντάσεις. Δεν έχω ψυχή να ζητά εκδικήσεις, δεν θέλω  πατρίδα με σημαίες σε φέρετρα. Θέλω ειρήνη και δουλειά. Μια στέγη, παιδιά χαρούμενα να πηγαίνουν σχολείο, να  παίζουν σε αλάνες με γέλια, γιαγιάδες και παππούδες να πεθαίνουν με αξιοπρέπεια, τρυφερότητα και ομορφιά. Θέλω να σηκωθώ, με πονάνε τα γόνατα. Ευτυχώς το χαλάκι μου είναι παχύ.  Με πιάνει απελπισία. Πίσω από την κουρτίνα, στον θόλο, με κοιτάει μια μάνα. Τι όμορφη που είναι.

«Μάνα» σκέφτομαι και πνίγομαι όλος. Με δάκρυα προσεύχομαι, «βάλε το χέρι σου».

Την ώρα εκείνη μπαίνει ο μέγας ιμάμης κρατώντας ασημένιο σπαθί. Η παράσταση αρχίζει. Ο ρουφιάνος νομίζει πως κλαίω από εθνική περηφάνια. Ο σουλτάνος  βγάζει λόγο.

Αγία Σοφία, το μεγάλο τζαμί.      



Τρίτη 19 Μαΐου 2020

Ή όλοι ή κανείς … Τώρα που άνοιξαν και τα κουρεία ...




- Καλώς τον.
- Θα με κουρέψεις;
- Να φέρω το κράνος;
- Μπα, λίγο τις άκρες.
Τίναξε την πετσέτα. Την άπλωσε σαν αγκαλιά γύρω μου και τυλίχτηκα στην λεβάντα. Πήρε το μπουκάλι που ραντίζουν τα λουλούδια και έριξε στα μαλλιά μου. Αισθάνθηκα δροσιά και πάνω που ήμουν έτοιμος να τα τινάξω, πήρε την τσατσάρα και άρχισε να οργώνει το έδαφος. Τα πήρε από εδώ, τα πήρε από εκεί και μια χωρίστρα καταμεσής του εγκεφάλου μου, δέσποζε στον απέναντι καθρέφτη. Σκέτος ζαχαρωμένος λουκουμάς, ανίσχυρος στα μαγικά χέρια του Θύμιου.
- Λοιπόν, πώς πάμε;
- Άριστα! απάντησα και κόντεψα να το πιστέψω.
- Δεν μας αγγίζει τίποτα…, πρόσθεσε.
- Φυσικά. Άνεργος και απόλυτα απελπισμένος. Τόσο που ο κύκλος αγγίζει τα άκρα. Σωστό μηδενικό και μάλιστα σε κατηφόρα στεφάνης. Ακούς τον ήχο;
- Τι λέει ο ποιητής!…
- Για να έρθω εδώ, έσπασα τον κουμπαρά των παιδιών…
- Τόσο πολύ… Και το σπίτι;
- Χρωστάω κάμποσες δόσεις που σημαίνει είμαι φιλοξενούμενος της τράπεζας. Δεν πάνε να λένε … άριστη φιλοξενία.
- Σε έχουν πρήξει στα τηλέφωνα;
- Να δούνε τι κάνω οι άνθρωποι.
- Ψάχνεις για δουλειά;
- Κοιτάζω σε πρεσβείες και προξενεία.
- Και τα παιδιά;
- Πρώτα θα πάω εγώ και ύστερα γυναίκα και τέκνα.
- Όπου γη και  πατρίς.
- Ναι, αρκεί να υπάρχουν σουβλάκια με γύρο.
- Κάνε τον σταυρό σου, όλα θα πάνε καλά.
Έβαλα τα γέλια, μέχρι που κινδύνεψε να χαλάσει η χωρίστρα. Ο Θύμιος μού έπιασε το κεφάλι και το γύρισε στην σωστή θέση. Ένοιωσα ότι θα με χαστούκιζε για παιδαγωγικούς σκοπούς αλλά επί ματαίω. Αμετανόητος άθεος και μάλιστα σε κρίση. Το ήξερε.
- Κάπου πιστεύεις κι εσύ, μου είπε.
- Στον Ερμή, που ως προστάτης των ταξιδιωτών, θα μου χαρίσει εισιτήριο για την Αυστραλία. Θέλω να δω τα κοάλα.
- Υπέροχα. Τα κοιτούσα στην τηλεόραση. Κάθονται όλη μέρα στον ευκάλυπτο και τρώνε ειρηνικά.  Ούτε σκοτούρες ούτε άγχη. Διδάξου, λοιπόν.
- Θύμιο, αδυνατώ να μαστουριάζω. Πρέπει να πάρω γάλα στα παιδιά και το ψωμί να είναι στο τραπέζι.
- Δεν λέω αυτό. Να έχεις πίστη και να ελπίζεις. Άλλωστε, ο Ερμής ήταν αγγελιοφόρος των Θεών, κήρυκας και ψυχοπομπός.
- Ναι προστάτευε και τους ληστές… Τον είχε στο πέτο ο γείτονας με τις επιδοτήσεις.
Ο Θύμιος έκανε τον σταυρό του. Έριξε ένα «ευλόγησον» και συνέχισε να πασπατεύει το κρανίο μου. Κοίταξα έξω. Μια κυρία έψαχνε στα σκουπίδια. Πανέμορφη και τυχερή. Έβγαλε μια σακούλα. Την άνοιξε και πρόβαλε ένα κουτί από πίτσα. Αποκάλυψη. Είχε ένα ακέραιο κομμάτι με μπέικον. Το ευχαριστήθηκε κοιτώντας με από το τζάμι. Της γέλασα. Μου έγνεψε και έφυγε για τον επόμενο κάδο. Δεν είχα πια οπτική επαφή. Ακούστηκε το τρόλεϊ και ύστερα παύση.
Ο κουρέας μού χάιδευε την κεφαλή και, πάνω που θα έφευγα στον κόσμο του ύπνου, ακούστηκε ψαλμωδία από το ραδιόφωνο.
- Τι βάζεις εκεί;
- Ψαλμωδίες.
- Αμετανόητος είσαι. Βάλε καμιά πενιά…
- Αυτό έκανα. Χαλάρωσε και απόλαυσε! Καταβασίες από μεγάλο μαΐστρο!
Τι να έκανα, υπέστην την ηχητική δοκιμασία. Ομολογώ ότι ταίριαζε με το ψαλίδι και μάλλον αμφότεροι κοιτούσαμε το σύνθημα στον απέναντι τοίχο: «Καλύτερα αντάρτης, παρά μετανάστης».
- Το βλέπεις; τον ρώτησα.
- Ναι, κι έχει απόλυτο δίκιο…
- Τι; Να πάρουμε τα όπλα;
- Πνευματικά. Να γίνουμε επαναστάτες, δηλαδή ν’ αλλάξουμε σύσσωμοι.
- Εσύ και ο Γκάντι…
Ακολούθησε το ταλκ, το τίναγμα της πετσέτας, σκούπισμα της χαμένης μου δύναμης και ένα «με τις υγείες σας».
Ευχαρίστησα, έδωσα ψιλά να βοηθήσω τις συναλλαγές και, προτού φύγω, τον πιλάτεψα:
- Έκλεισες θέση, Θύμιο. Άντε καλό παράδεισο!
- Μην με καταριέσαι, απάντησε αυτός κι έμεινα κάγκελο.
- Σε καταριέμαι;
- Βεβαίως.
- Γιατί;
- Όλοι οι γνωστοί και οι φίλοι οι αγαπητοί, θα πάνε κόλαση. Εκεί θα είναι και η γυναίκα μου και μάλλον ο γιος μου. Είναι λοιπόν απίθανο να επιλέξω παράδεισο. Άσε, που μόνος στα όμορφα, δεν το αντέχω.
Τον κοίταγα άναυδος.
- Και τόσες νηστείες και προσευχές; ψέλλισα με πίκρα.
- Ή όλοι ή κανείς, μου είπε αυτός και κοίταξε τον άγιο Ηλία τον Αρδούνη.
- Έτσι δεν είναι; τον ρώτησε.
Η εικόνα έμεινε ίδια και αμίλητη. Φεύγοντας, έριξα  ένα κοφτό βλέφαρο στο κουτί με την πίτσα.
«Λες να είχε μείνει κανένα κομμάτι;», αναρωτήθηκα. 


πρώτη δημοσίευση : http://www.parathemata.com/2012/10/blog-post_7044.html

Κυριακή 3 Μαΐου 2020

Κάνε τσιγάρο, έχει δουλειά... Εδώ δεν πεθάναμε από τον ιό , από την ανεργία θα πεθάνουμε;







Με την τελευταία φτυαριά κάτσαμε για τσιγάρο.
«Βλάπτει σοβαρά την υγεία», διάβασε ο Άκης στο περιτύλιγμα.
-Ποιος διαφωνεί;
Μαζέψαμε τα εργαλεία και περιμέναμε. Είχε ένα καυτό ήλιο.
Η θάλασσα λάδι και πάνω μας στάλες ιδρώτα, να κάνουν σεργιάνι στο σώμα μας.
-Σκληρό χώμα.
-Έχει να βρέξει καιρό.
-Την είδες;
-Ήμουν εκεί που τη στόλιζαν. Νυφούλα.
-Εσύ δεν θα παντρευτείς;
-Δεν βαριέσαι, τυχερά είναι αυτά.
Πήγαμε μέχρι τη μάντρα. Σκουπίδια, μπουκαλάκια, στρώματα. παπούτσια, μια ρόδα, ένα πεταμένο καρότσι. Μια γάτα πήρε κατόπι ένα ποντίκι. Ο σκύλος του γείτονα κόπηκε.
-Θεριό.
-Και φύλακας. Όποιος περάσει τη μάντρα, τον έκοψε.
Γυρίσαμε πίσω. Έπιασα το χώμα και το έτριψα στην παλάμη μου. Πλούσιο.
-Εδώ φυτρώνουν τα πάντα.
Ο Άκης χαμογέλασε και πέταξε πέτρα μακριά.
-Την είδες;
-Δεν πρόλαβα. Έφυγε γρήγορα.
Το φως τα’ ουρανού χόρευε, με το μπλε της αρμύρας. Καθρέπτης. Έβαλα μαύρο γυαλί. Ένα ψαροκάικο άφηνε ήχο κι εμείς ταξιδεύαμε προς το λιμάνι. Ένα κοράκι πέταξε πάνω απ’ τον κάμπο. Ακολουθούσε την σπορά. Κάθε τόσο καθόταν και σκάλιζε. Ένα σκουλήκι τρυπούσε το λόφο. Πάτησα δίπλα του. Το αποτύπωμα έμεινε ακέραιο. 42. Ο Άκης έφτυσε κάτω. Μια λίμνη σε οροπέδιο. Ένα φύλλο ελιάς σαν βάρκα ταρακουνήθηκε. Ακούστηκαν βήματα.
-Έρχονται.
-Τους είδες;
-Σκιές, στο βάθος του δρόμου.
Τραβηχτήκαμε πίσω από το σκάμμα. Κανείς δεν μιλούσε. Ο κύκλος έκλεισε. Ακούστηκε το ξύλο ν’ ακουμπάει τη γη, μετά έφυγαν όλοι. Μείναμε πάλι μονάχοι. Η πρώτη φτυαριά, βροχή στο σανίδι. Ύστερα πάλι σιωπή. Μια πεταλούδα φτερούγισε.
-Την είδες;
-Όμορφη.
Πατήσαμε λίγο το χώμα στην άκρη. Βάλαμε τα πανωφόρια μας.
Βγήκε και σήμερα το μεροκάματο.
-Κάνε τσιγάρο, έχει δουλειά.

Κυριακή 19 Απριλίου 2020

Δια των αισθήσεων




Ανέβηκα στο χωριό αμέσως μετά τη Λαμπρή. Είχα  καιρό να έρθω και όλα έμοιαζαν διαφορετικά. Αναστάσιμα. Έμεινα στο πατρικό, αν και οι συνθήκες πια δεν ευνοούσαν μια αξιοπρεπή διαβίωση. Η σκεπή είχε αρχίσει να υποχωρεί και αυτό με στεναχώρησε ιδιαίτερα. Τα πέτρινα σπίτια έτσι γκρεμίζονται. Δεν έχουν θέμα στα ντουβάρια, αλλά στην οροφή. Αν αυτή υποχωρήσει, μετά από λίγο αρχίζει μια διαρκής κατάρρευση. Σιγά σιγά γλύφει η βροχή τους τοίχους και οι πέτρες αποσπώνται από την συμπαγή μάζα της δημιουργίας. Κατρακυλούν κάτω και ο σορός, αν δεν βρεθεί κατάλληλο χέρι και φροντίδα, γίνεται όλο και μεγαλύτερος. Στο μέλλον θα είμαι άστεγος. Όχι ότι αυτό με ενοχλεί. Ουσιαστικά άστεγοι είμαστε όλοι μέχρι να καταλήξουμε και προσωπικά έχω μετακομίσει εδώ και καιρό στον χώρο των επιλογών μου. Εκεί υπάρχω και διαβιώ. Αν είναι καλύτερα ή χειρότερα, δεν ξέρω πια. Ο νόστος, όμως, υπάρχει. Θεωρώ μεγάλη ανάγκη αυτό το ανέβασμα κάθε που ακούγεται το «Χριστός Ανέστη». Σε σημείο που η μετάβαση γίνεται ως εκ θαύματος, χωρίς προετοιμασίες και φυσικά δίχως αποσκευές και περαιτέρω υλικά βάρη. Πάντα παρών στο τραπέζι με τα κόκκινα αυγά και τα λαχταριστά καλούδια, κάτω από την κρεβατίνα με το αμπέλι, αν μάλιστα το Πάσχα είναι αργά, να σκιάζει με τα τρυφερά του φύλλα τον ήλιο. Το  γλέντι στην αυλή ξεκινάει από πρωίας και κρατά όσο το κρασί ρέει από το μεγάλο βαρέλι του πατέρα μου. Αγιωργίτικο με ροδίτη, σε χρώμα ροζέ βαθύ και γεύση ντόπια, ανόθευτη και μυριστική. Βγάζει γέλια και χαρές, που κάνουν τον γέρο παλικάρι και την παρέα να χορεύει σε ήχους ελληνικούς. Έχουν αυτοί οι χοροί μια μαγεία. Ουσιαστικά είναι ο κύκλος της δύναμης, που δεν απαιτεί δεξιότητες και φιοριτούρες. Ο ένας κρατά τα χέρια του άλλου και η κίνηση βγάζει ενότητα μετασχηματίζοντας το εμείς σε ένα και το ένα σε πολλά  πρόσωπα.
Εκεί που διαμένω δεν έχει χορούς και κρατήματα. Όλοι μόνοι. Άτομα που δεν απαντώνται. Σκυφτοί και σκεφτικοί, σαν να πρόκειται να αλλάξει και τίποτα έτσι. To να κοιτάς ευωδιαστό χαμομήλι με την ιδέα πως πρόκειται για ποώδες φυτό που τα άνθη του κατανέμονται σε ταξιανθίες, μονοετές και φαρμακευτικό, σε κάνει να χάσεις τα αρώματα και να αγνοήσεις το γεγονός ότι ανήκει στην οικογένεια των αστεροειδών. Έτσι  δεν γυρίζεις να το ανταμώσεις στον ουρανό σου. Όταν δεν κοιτάς πάνω, δεν παρατηρείς τις ρωγμές.  Συνεπώς κάποτε χάνεται το ταβάνι και ακολουθεί η κατάρρευση. Αυτό μου συνέβη. Μετατράπηκα από πηγή σε πληγή που έρεε και τόσα δάκρυα, αντί να ποτίσουν ανθούς, χάθηκαν στο ρέμα που έτρεχε με ορμή να χυθεί στην θάλασσα. Στο αλάτι δεν επιβιώνουν αισθήματα. Χωρίς τις αισθήσεις όλα έγιναν ασπρόμαυρα και έτσι    δεν πρόλαβα να απολαύσω τα χρώματα. Μα να ήταν μόνο σε μένα;
Πού πήγαν όλοι; Ή έχουν αργήσει ή κάτι συνέβη. Το μαρτυρά η κατάσταση του σπιτιού. Ακόμη και την πόρτα βρήκα μισάνοιχτη. Το ξύλο της μέσα στο σαράκι πια. Στην πέτρα, δίπλα στον τοίχο της, δεν υπάρχει το ποτήρι του πατέρα και το πηγάδι σκεπάστηκε από βάτα. Οι μουριές αγρίεψαν και η μεγάλη καρυδιά έχει πια μαραθεί. Έμεινε κούτσουρο με πρασινάδα έναν κισσό, που σε ξεγελά δήθεν για δένδρο. Εγκατάλειψη. Σπρώχνω την θύρα και μπαίνω. Το σιδερένιο κρεβάτι που γεννήθηκα και μια εικόνα, «Η εις Άδου Κάθοδος»,  στον τοίχο. Το  μόνο που δεν σάπισε στο χρόνο. Ένα μολυντήρι ξεπροβάλλει πίσω της. Κοιταζόμαστε  σαν παλιοί γνώριμοι. Το μπαούλο ανοιχτό στη γωνία  και μέσα του ένα ποντίκι βοσκάει αμέριμνο. Δεν γίνεται, μονολογώ. Ένα επίθετο με τόσα πρόσωπα, απλά ιστορία; Πού χάθηκαν τόσες μπαλωθιές για τα αγόρια και οι ελπίδες για το όνομα το αθάνατο;
Πηγαίνω στο αμπέλι. Αφρόντιστα δυο τρία κλήματα  και αυτά άγρια πια. Μόνο η ελιά στέκει ακόμη στο περιβόλι. Την είχε φυτέψει η μάννα. Για δες την, τεράστια . Κάθομαι στον ίσκιο της μόνος. Ένα φίδι εμφανίζεται κοντά μου. Σούρνεται με θόρυβο και με απειλεί. Έχω παγώσει. Όλη η ζωή μου τρέχει στο νου. Δειλινό και δακρύζω. Στο βάθος μια βερικοκιά  ανθίζει. Τη δείχνω στο ερπετό και σκάει από το κακό του.

Πάλι καμπάνες. Εσπερινός της Αναλήψεως. Πρέπει να φύγω. Από τότε που μετοίκησα, ποτέ δεν πρόλαβα να δω τα άλογα να κολυμπάνε ανήμερα της γιορτής. Τα κατεβάζουν οι καβαλάρηδες στο γιαλό. Σαν ήμουν παιδί, κάναμε το πρώτο μας μπάνιο. Η μάννα έπαιρνε νερό από τη θάλασσα και ράντιζε το σπίτι. Από σαράντα κύματα, έλεγε και ο πατέρας χάριζε το γάλα σε φίλους και γνωστούς.  Στο σούρουπο κατεβαίνω τον δρόμο. Περνώ από τον Αϊ - Γιώργη. Ένα κάτασπρο άλογο, στολισμένο με σέλα ασημένια και γκέμια χρυσά, με κοιτά.
-Υπάρχει Θεός; με ρωτά ο αναβάτης του.
Το ίδιο κάθε φορά. Ίδια επιστροφή, με γνώριμες συναντήσεις και ίδια ερωτήματα. Περιμένει απάντηση κοιτώντας με να ξεμακραίνω και πάντα σκεφτικός να καταλήγω   πως δεν υπάρχει απόλυτο δόγμα και ορθή λογική στη πίστη μου. Καμιά  βεβαιότητα. Υπάρχουν μόνο εντυπώσεις από αυτά που συνάντησα στο θαύμα του κύκλου, ξανά και ξανά. Υπάρχει μόνο μια παραμυθία που χωρίς αυτήν δεν μπορώ να υπάρχω και μια λογική ομορφιά που δεσπόζει αγκαλιάζοντάς με… Και τούτο μου αρκεί.
-Δια των αισθήσεων , φωνάζω και τρέχω.
Αλλοίμονο, άργησα πάλι. Πετώ σε τοπίο γνώριμο. Κάθοδος, ασπάλαθοι παντού και σιωπή. Στο τέρμα με περιμένει ο συγκάτοικός μου μες στο σκοτάδι .
-Πώς ήταν;
-Άνοιξη, απαντώ με σκληρότητα.
Τον βλέπω να κλαίει. Επικράνθη ο Άδης…


πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Σύναξη (τεύχος 151 / Φθινόπωρο 2019, σ. 83):  https://armosbooks.gr/shop/praktorefseis/synaxi/synaxi-151/

Κυριακή 12 Απριλίου 2020

Καφές σκέτος




Έβγαλε το μπρίκι του καφέ από την φωτιά, τον σέρβιρε τελετουργικά στο φλιτζάνι και κάθισε στo μπαλκόνι  να απολαύσει το ρόφημα.

Κάθε μεσημέρι, μετά το γεύμα,  ακολουθούσε με στρατιωτική ακρίβεια η τελετή του καφέ. Τον χειμώνα δίπλα στο τζάκι και όταν έφτιαχνε ο καιρός στο μπροστινό μπαλκόνι. Από εκεί κοιτούσε τον κεντρικό δρόμο. Έτσι έλεγχε αδιάκριτα τα νέα που περιδιάβαιναν αναγκαστικά μπροστά από το σπίτι του.
 Εκείνη τη μέρα τον περίμενε μια έκπληξη. Κόσμος πολύς, σε στοίχιση διαδήλωσης, σαν να βάλθηκε όλο το χωριό να παρελάσει μπροστά από το ραχάτι του Σωτήρη. Τα έχασε και, έντονα κοινωνικός καθώς ήταν πάντοτε, κατέβηκε να ανταμώσει το πλήθος. Ήταν πρώτη του Μάη και όσο κι αν βρισκόμασταν στο νέο μεσαίωνα της παγκοσμιοποίησης, ο Σωτήρης, παλιός αριστερός, υπέθεσε σε ανάσταση του ταξικού φρονήματος. Άλλωστε ήταν ακόμη σαρακοστή και τα γεγονότα έχουν μια ιδιαίτερη μεταφυσική τάση, ίσως λόγω των ημερών. Σε αυτό τον διαβεβαίωσε και ο Παναγιώτης, παλιός σύντροφος στον Ρήγα και νυν ζηλωτής χριστιανός. Όχι ότι ο Σωτήρης δεν πίστευε. Με το δικό του όμως τρόπο. Πράγμα που ανησυχούσε το φίλο του, στον βαθμό που κάθε απόγευμα στο καφενείο του έλεγε με τόνο πατρικό:
-Η σωτηρία της ψυχής περνάει και μέσα από την πόρτα της εκκλησίας.
 Είχε να τον δει μέρες. Ανέβηκε στην Αθήνα για δουλειές και έτσι ο Σωτήρης εκτός των πατρικών παραινέσεων έχασε και τη μοναδική του πύλη στα νέα της περιφέρειας. Το μυστήριο ήταν ότι πάλι δεν τον έβλεπε, ενώ περίμενε να τον ανταμώσει πρώτο και αγωνιστικό κάτω από το πλατύσκαλο του σπιτιού του.
-Α, ρε Παναγιώτη, σε έφαγαν οι μακριοί σταυροί και η συντήρηση, σκέφτηκε και έκανε να ανακατευτεί στον κόσμο.          
-Γεια σου, συναγωνιστή Σωτήρη, άκουσε μια γνώριμη φωνή.
Γύρισε κατά το γυμνάσιο και είδε έναν κουστουμάτο τύπο, γύρω στα σαράντα, που του γελούσε όλο χαρά.
-Ο Γιάννης είμαι, ρε.
Ο Γιάννης ο αποστάτης που πήγε στο κυβερνητικό κόμμα και έγινε γενικός δερβέναγας στο υπουργείο. Ήταν όμως αργά για να κάνει ότι δεν τον είδε. Είχε χρόνια να του μιλήσει, αφού τα καλοκαίρια που ερχότανε στο χωριό για λίγες μέρες μόνο, ο Σωτήρης απέφευγε συστηματικά να τον απαντήσει. Ήταν όμως αναπόφευκτο.
-Τι κάνεις, ρε Γιαννάκη, πώς πάει η επανάσταση της τρίτης  του Σεπτέμβρη;
 -Πάντα είρωνας και ρομαντικός, Σωτηράκη. Ας είναι.
Διόρθωσε το ρόλεξ του και αποσπάστηκε στον χαιρετισμό κάποιου παρατρεχάμενού του. Ο Σωτήρης βρήκε την ευκαιρία να φύγει μπροστά. Περπατούσε με το κεφάλι σκυμμένο όχι από κατσουφιά αλλά από θαυμασμό στα υπέροχα πόδια της μπροστινής του. Εργένης  όντας, ποτέ δεν άφηνε τον πειρασμό να φύγει άπραγος. Ήταν η Στέλλα. Πόσα χρόνια! Φιλήθηκαν. Μεγάλη κοπέλα πια, παντρεμένη με δύο παιδιά, υπάλληλος της ΔΕΗ, μόνιμος κάτοικος της πρωτεύουσας.
-Τι κάνεις μουσουδίτσα, πώς είναι η έντονη ζωή; της είπε πειραχτικά.
- Ποια ζωή, ρε Σωτήρη, δουλειά - σπίτι και το Θόδωρο τον βλέπω μόνο τα πρωινά, λίγο προτού φύγουμε για την δουλειά. Άστα, θυμάσαι τα κλάμπινγκ, τα μπανάκια στην παραλία του Ρωμανού, τα ατελείωτα φραπεδάκια στην πλατεία; Πάνε αυτά. Τώρα τρέχουμε και ελπίζουμε στην σύνταξη, αν καταφέρουμε να την πάρουμε και αυτή.
-Τι λες, μουσουδίτσα. Έχεις δύο παιδιά, έφυγες από το χωριό χωρίς μέλλον και αποκαταστάθηκες, έχεις την αξιοπρέπειά σου, έναν καλό άντρα. Γιατί τέτοια στενοχώρια;
-Πες τα, ρε Σωτήρη, έκανε ο Θόδωρος όλο χαρά.
-Γεια σου ρε στρατηλάτη, αναφώνησε ο Σωτήρης. Αλλά και πρωτομαγιά μεταμοντέρνα χωρίς ούτε ένα πανό ούτε ένα σύνθημα τι είναι και αυτό ;
-Οι καιροί, γίγαντα, πάνε αυτά, τώρα την πρωτομαγιά μόνο για στεφάνι πάνε οι εργάτες.
-Τι λέτε εκεί;
Ο Τάκης. Αγρότης από τα γεννοφάσκια του. Αν και λεφτάς πια λόγω καρπουζιών αμετανόητος κουκουές.
-Κου-κου-έ αλ-λα-γή δεύτερη κατανομή. Ο Κωστάκης ο έμπορας, με τόνο ρυθμικό, χαιρέτησε την παρέα.
-Άσε ρε καπιτάλα, του αντιφώνησε ο Τάκης.
-Κάτσε και θα δείτε, έρχεται ο συνονόματος στην εξουσία.
Ε, λίγο έλειψε να τον χαιρετήσουν θερμά οι υπόλοιποι. Έτσι ο Κώστας έτρεξε να προλάβει τη γυναίκα του, που αλλοδαπή ούσα δεν πολυκαταλάβαινε από ελληνικό χιούμορ. Η πομπή πέρασε το γήπεδο. Στην άκρη του δρόμου η κυρία Γεωργία η ανθοπώλης έλαμπε από ευτυχία.
-Ξεπούλησε σήμερα, ψιθύρισε η Μαρίκα  στο αυτί του Σωτήρη συνωμοτικά.
-Φραγκοφονιάδες, Μαρίκα μου, της αντείπε και τη ρώτησε για τον άντρα της, που ήταν μήνες άρρωστος στο νοσοκομείο.
-Χάλια, Σωτήρη, από το κακό στο χειρότερο. Οι γιατροί τού είπαν να κανονίσει τα κληρονομικά του. Δάκρυσε.
Της χάιδεψε τα μαλλιά και της είπε υπομονή. Δεν ήξερε τι άλλο να πει, ώσπου σαν από μηχανής θεός ο Ανάργυρος τον τράβηξε ιδιαιτέρως.
-Τι έγινε με το λάδι, ρε Σωτηράκη;
-Στο έστειλα, Ανάργυρε, εχτές με των έντεκα. Αν ήξερα ότι θα σε έβλεπα σήμερα θα στο έδινα επιτόπου. Η Νίτσα καλά; Τα παιδιά; Ο θείος;
-Όλοι καλά. Εγώ δεν πάω καλά με την δουλειά.
-Γιατί;
-Μας έχουν απλήρωτους έξι μήνες από το πρόγραμμα. Δημόσιο σου λένε μετά. Δεν καθόμουνα στο χωριό με τα φροντιστήρια. Ήθελα επιστημονικές έρευνες και δημοσιότητα. Ας είναι καλά η γυναίκα με το μισθό της. Έτσι ζούμε.
-Κάνε υπομονή, ρε ανιψιέ. Κάτι θα γίνει, θα δικαιωθείς κάποια μέρα. Θα δεις.
-Όπως οι μεγάλοι ποιητές, Ανάργυρε, μετά θάνατον, είπε με συμπάθεια ο Αντρέας.
Σαρανταδύο χρονών, αναπληρωτής καθηγητής στη μέση εκπαίδευση. Και με το πόδι κουτσό μετά το ξύλο που έφαγε από τους αστυνομικούς στις διαδηλώσεις, όταν δίνανε τις εξετάσεις της ντροπής επί Αρσένη. Τον παράτησε και η Ελενίτσα, κουράστηκε η κοπέλα από την μιζέρια και παντρεύτηκε το Νίκο τον κρεοπώλη. Κανένα κοινό, αλλά δεν βαριέσαι, πολλά λεφτά και η εν λόγω ήθελε πια λεπτά αισθήματα.
Η πομπή πέρασε και τα τελευταία σπίτια του χωριού.
-Βρε, που πάμε; αναρωτήθηκε ο Σωτήρης.
-Ο Μάιος μας έφτασε, εμπρός βήμα ταχύ…. μια παρέα από πιτσιρίκια έδωσαν με αφέλεια την απάντηση.
Ο Λάμπης ίσα που δεν τα χαστούκισε.
-Άσε, ρε Λάμπη, τα παιδιά.
-Δεν σέβονται τίποτα, Σωτήρη.
-Παιδιά είναι, Λάμπη μου, παιδιά. Θυμάσαι τι κάναμε εμείς; Τότε με την Ακριβή και την αδελφή σου τη Μάρθα, που πετούσαμε πέτρες στις κοπέλες από την Αθήνα στο κτήμα του μπάρμπα Μήτσου; Πώς δεν τις σκοτώσαμε τις άμοιρες.
-Δίκιο έχεις Σωτήρη. Αλήθεια, χαιρετίσματα από την Αννούλα. Δεν μπόρεσε να κατέβει. Έχει μπλέξει με την εταιρεία που δουλεύει, ούτε οκτάωρο, ούτε αργία, ούτε άδεια. Εκσυγχρονισμός βλέπεις, προοδεύσαμε.
Ο Σωτήρης γέλασε και κοντοστάθηκε. Δεν είχε κουραστεί αλλά είχε θυμηθεί την Ακριβή. Ο μεγάλος έρωτας. Έφυγε όμως νωρίς από το χωριό. Πήγε στη Θεσσαλονίκη για σπουδές και έμεινε εκεί. Σπάνια ερχόταν και από επικοινωνία σαν να άνοιξε η γη και την κατάπιε. Μάθαινε βέβαια που και που νέα της από τον Λάμπη. Είχε πάψει όμως να τον ρωτάει γιατί, όποτε το έκανε, μετά ήταν μια μέρα άρρωστος από τη νοσταλγία. Αλήθεια πού να είναι τώρα; Αναρωτήθηκε. Κοίταξε μπροστά τον κόσμο. Είχαν στρίψει στο χωματόδρομο που πήγαινε προς το κοιμητήριο. Πάνε να καταθέσουν στεφάνι στο μνήμα του γνωστού αγωνιστή, είπε και κίνησε για να τους προλάβει. Έκανε το σταυρό του. Έμπαινε στον τόπο της μνήμης και των νεκρών. Εκεί ήταν η μάνα και ο πατέρας του. Εκεί μια μέρα θα ξαπόσταινε και αυτός. Ο κόσμος ήταν μπροστά . Ήταν πολύς, γι’ αυτό και κάθισε στη σκιά του μεγάλου πεύκου, δίπλα στο παρεκκλήσιο. Η καμπάνα κτύπαγε πένθιμα. Ανατρίχιασε. Μα γιατί; Ο ιερέας διάβασε τη δέηση για την σωτηρία της ψυχής της δούλης του Θεού Ακριβής. Ο Σωτήρης έγειρε στον κορμό του δένδρου. Η καρδιά του χτύπαγε γοργά και τα μάτια του βούρκωσαν.
Στο καφενείο όλο το χωριό ήπιε τον πιο πικρό καφέ. Ήταν εκεί και ο Παναγιώτης. Κοιτάχτηκε με τον Σωτήρη.
-Σκέτος καφές, σύντροφε.
Ο Σωτήρης απόσωσε και σηκώθηκε να φύγει. Κοίταξε τον Παναγιώτη και γνέφοντας του ευχήθηκε.
-Καλή ανάσταση να έχουμε, αδελφέ μου.
Εκείνο το βράδυ, μεγάλη Τρίτη, για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια στεκόταν δίπλα στον Παναγιώτη στην ακολουθία του Νυμφίου, με τη γεύση του απογευματινού καφέ καρφωμένη ακόμη στον ουρανίσκο του.                   
 


Το διήγημα δημοσιεύτηκε στη συλλογή «Μαθήματα κηπουρικής και άλλα διηγήματα» από τις εκδόσεις Σοκόλη, το 2007, με το λογοτεχνικό ψευδώνυμο  «Φώτης Αδάμης»



Δευτέρα 17 Φεβρουαρίου 2020

Αυτόματη Ταμειακή Μηχανή




Τις απόκριες  αποφάσισα να μασκαρευτώ. Θα γινόταν και η εκδήλωση των Φιλοπροόδων και φυσικά κανείς δεν έπρεπε να λείψει. Από μέρες προετοιμάστηκα και κανόνισα ακόμη και το τραπέζι που θα με φιλοξενούσε τη μεγάλη βραδιά. Το μόνο που με απασχολούσε ήταν η στολή. Τι να ντυνόμουνα; Είχα ήδη αποκλείσει παλαιότερες εμφανίσεις μου. Άλλωστε δεν μου έκανε τίποτα. Πάχυνα τον τελευταίο χρόνο και ακόμη και η στολή του κλόουν που είχε περιθώρια μέσης μού έμπαινε με ζόρι. Ήμουνα σε δεινή κατάσταση. Έπρεπε να διαλέξω προσωπικότητα έξω από τετριμμένα και μακριά από κοινοτυπίες. Κάτι που να υποδηλοί νόημα και να κλείνει το μάτι σε όλα τα κακώς κείμενα της εποχής. Να γίνω το σύμβολο των φετινών αποκρεών και να παραλάβω το βραβείο από τα χέρια του ίδιου του Δημάρχου. Κάτι συγκεκριμένο όμως δεν μου έβγαινε με τίποτα. Μπροστά στο χάλι της γελοιοποίησης αποφάσισα να συγκεντρώσω τη σκέψη μου.

Έπρεπε να γίνω ο καρνάβαλος της χρονιάς και σαν τέτοιος αποκλείεται να παρουσιαστώ σαν γελαδάρης της δύσης, πρίγκιπας, ή Ρωμαίος στρατιώτης. Φυσικά άγγελος, δαίμονας ή παπάς δεν μου το επέτρεπε η συνείδησή  μου. Φυλακισμένος ήταν τόσο αποτρόπαιο, ειδικά μετά τις εκμυστηρεύσεις του φίλου μου του Φωτεινού, που έμεινε κάμποσο στο σωφρονιστήριο της Αθήνας. Να ντυνόμουν ιπτάμενο αντικείμενο; Απαιτούσε δύσκολο και ακριβό εξοπλισμό και τα χρήματα που είχα  δεν το επέτρεπαν. Δημοσιογράφος ήταν κάτι προκλητικό μα ταυτόχρονα έπρεπε να μεταφέρω συνέχεια εκείνο το μαρκούτσι και να παίρνω ασταμάτητα συνεντεύξεις από τους παρευρισκόμενους. Άσε που κινδύνευα από τους κουκουλοφόρους της βραδιάς, που υπέθετα ότι θα ήταν αρκετοί. Να ντυθώ αστυνόμος; Μπα, τραγωδία, σκέφτηκα. Πού να κουβαλάω ασπίδα και ρόπαλο και να φοβάμαι να εκτεθώ σε δημόσια θέα. Επιπλέον θα  έπρεπε να ανταποδίδω, τουλάχιστον για να είμαι πειστικός, κάθε τι που θα μου πετούσαν. Να ντυθώ Εβραίος, Άραβας ή  μαύρος; Αποκλείεται. Πρώτον δεν είμαι ρατσιστής και δεύτερον στην εποχή μας τίποτα από τα παραπάνω δεν βγάζει γέλιο. Τα δύο πρώτα σφάζονται μεταξύ τους και το τρίτο διοικεί τον πλανήτη. Τι να ντυθώ επομένως; Πόλεμος ή αιτία πολέμου; Όμως ψηλός δεν είμαι, ούτε γυμνασμένος και προπάντων δε λέω με ρητορικό τρόπο απίθανα πράγματα. Άσε που έχω αλλεργία στο κάρβουνο που έπρεπε να βάλω στο πρόσωπό μου. Τι να υποκριθώ λοιπόν; Ότι θα αλλάξω τον κόσμο  και να κρύβω το μαστίγιο κάτω από το κουστούμι μου όλο το βράδυ; Εκτός από επώδυνο θα ήταν και επικίνδυνο. Κάτι ο ιδρώτας, κάτι η ανατομία του πράγματος… Ανατρίχιαζα με την πιθανότητα.  Να ντυθώ χρηματιστήριο, σκέφτηκα. Υπήρχε ο φόβος κάποια στιγμή να βρεθώ γυμνός από την κατρακύλα που έπρεπε να έχουν τα ρούχα μου. Όσες τιράντες και να έβαζα η πτώση τους θα ήταν σίγουρη. Να ντυθώ πιστωτική κάρτα! Έλαμψε μέσα μου η ιδέα. Ποιος όμως θα γελούσε με την παρουσία μου; Κανένας δεν θα ήθελε να κάτσει δίπλα μου και ίσως κάποιος  πιωμένος μπορεί να μου ριχνόταν με μίσος για να με σκίσει. Δεν ήμουνα για τέτοια. Θα ντυθώ στεγαστικό δάνειο! Αναφώνησα. Θα βάλω μια στέγη από χαρτόνι στο κεφάλι μου, φόρμα εργοταξίου, γαλότσες και θα κρατάω ένα μάτσο επιταγές με την φωτογραφία των κληρονόμων μου επάνω τους. Χρειάζομαι όμως και παρτενέρ. Να κάνει τον τραπεζιτικό υπάλληλο και να κρατάει χειροπέδες. Άντε να τον βρεις, είπα και απογοητεύτηκα.  Θα ντυθώ μαγαζί, κατέληξα. Δεν θα  έχει γούστο όμως. Όλη η στολή δύο χαρτόνια περασμένα με σκοινί από το κεφάλι. Εκπτώσεις και διάλυση. Μπα, θα φορέσω στολή πρωθυπουργού. Είναι λίγο κοινοτυπία αλλά έχει εκείνη τη μάσκα που σε τρελαίνει. Κάτι μεταξύ ούφο και ξένου τουρίστα. Θα είναι και πολιτικοί στην εκδήλωση. Φαντάσου κάποιος από αυτούς να μου κάνει υπόκλιση. Δεν θα το αντέξω. Σχέσεις με μασκαράδες περιωπής δεν είχα ποτέ. Ίσως γιατί κατά βάση πάντοτε φοβόμουνα τις μπούλες.
Ήμουνα σε αδιέξοδο. Τίποτα δεν μου έκανε και τίποτα δεν μπορούσε να ικανοποιήσει την επιθυμία μου. Έψαχνα ανέλπιδα για κάτι ιδιαίτερο και πετυχημένο. Τι όμως; Βοήθεια δεν είχα από κανένα για τον απλούστατο λόγο ότι κανείς δεν μαρτυρούσε από πριν την ιδέα του και κανένας δεν κουβέντιαζε τέτοιο σπουδαίο γεγονός στο παραπέντε της προετοιμασίας. Κινδύνευα να μην παραστώ, όταν δέχθηκα το τηλεφώνημα της ξαδέλφης μου της Ασπασίας.
Να ντυθείς ΑΤΜ, μου είπε και μάλλον γέλαγε και μετά το τέλος της συνδιάλεξης. Όλοι θα θέλουν να σε πλησιάσουν. Λίγοι θα τα καταφέρουν και ακόμη πιο λίγοι θα τολμήσουν να κάνουν ανάληψη. Ακόμη και τότε, με την ένδειξη πρόβλημα στο μηχάνημα, επιστρέφεις την κάρτα και ούτε γάτα ούτε ζημιά. Στην έσχατη πλαστική κάρτα σου δίνουν, τα χρήματα της Μονόπολης τους επιστρέφεις. Μην το σκέφτεσαι, θα είσαι το σύμβολο της γιορτής.
Ενθουσιάστηκα  με την υπόδειξη. Το πρόβλημα ήταν πώς να φτιάξω την στολή. Δεν είχα περιθώρια χρόνου και έτσι βρέθηκα να πίνω πορτοκαλάδα έξω από μια μεγάλη τράπεζα. Περιεργάστηκα το μηχάνημα, σχεδίασα πρόχειρα τη στολή και γύρισα στην αποθήκη μου για τα περαιτέρω. Πράγματι είχα όλα τα υλικά. Πάντοτε φύλαγα σκουπίδια με την υπόθεση ότι ίσως κάποτε τα χρειαστώ. Και είχα δίκιο. Πίσω από το ντεπόζιτο με το λάδι βρήκα το τεράστιο κουτί από το ψυγείο που είχαμε αγοράσει πρόσφατα. Το πήρα, το άνοιξα και το χάζευα με περίσκεψη. Του κόλλησα μια οθόνη, ένα πληκτρολόγιο, άνοιξα μια σχισμή για τις κάρτες και άλλη μια ψηλά για να βλέπω. Επιπλέον  δύο τρύπες για τα χέρια μου που αποφάσισα να τα επενδύσω με μαύρο πανί ίδιο με αυτό που είχαν παλιά οι υπάλληλοι για να μην τους τρίβονται  τα μανίκια. Θα φόραγα και γάντια γυναικεία για να υπάρχει τόνος γοητείας αλλά και κανείς να μην καταλάβει το φύλο μου. Επιτέλους ήμουν έτοιμος. Συνεννοήθηκα και με τον γείτονα να με πάει με το αγροτικό ώστε να μην ταλαιπωρηθώ και με την προϋπόθεση ότι δεν θα με προδώσει.
Η γιορτή άρχιζε στις δέκα. Περίμενα περίπου μια ώρα και αφού υπέθεσα ότι ο κόσμος θα έχει γεμίσει το μαγαζί φορτώθηκα στην καρότσα και με οδηγό έναν κοινότυπο καουμπόι βρέθηκα υπό τους ήχους κλαρίνων και βιολιών. Με άνεση στάθηκα μπροστά από μια κολόνα για να μην ενοχλώ και φυσικά να μην κινδυνεύω να τσαλαπατηθώ από κανέναν. Είχα προνοήσει και είχα κάτω από την αμφίεση και μια καρέκλα σπαστή από αυτές που παίρνει κανείς μαζί του στο ψάρεμα. Καθόμουν λοιπόν και ψάρευα πελάτες. Έρχονταν παρέες και με πείραζαν. Συνήθως τους ευχαριστούσα με χειραψία μετά την είσοδο και έξοδο της κάρτας στην υποδοχή μου. Κάποιοι με κλωτσούσαν και άλλοι με έφτυναν, ενώ ορισμένοι μου έλεγαν τον πόνο τους. Εγώ βράχος, δεν έβγαζα λέξη για να μην προδοθώ. Ακόμη και όταν ένας πιωμένος ναύτης  μού πρότεινε να βάλει την κάρτα του στην οπή μου με πονηρά χαμόγελα. Προτίμησα να του δείξω τα πέντε μου δάχτυλα ως απάντηση και λίγο έλειψε να παρεξηγηθούμε. Κάποιος ψύχραιμος του εξήγησε ότι είμαι μόνο ένα ΑΤΜ και μάλιστα απροστάτευτο στην μέση του πουθενά. Ηρέμησε και συνέχισε να χορεύει τσάμικο. Ο  αστυφύλακας ήρθε και ακούμπησε πάνω μου για προστασία. Ένιωσα ήρεμος. Δεν είναι και λίγο να σε αγγίζει η δημόσια ασφάλεια. Τι το ΄θελε όμως. Τα κουτάκια της μπύρας που δέχθηκα μέχρι να φύγει ο τύπος δεν μετριούνται. Τα απέφευγε και κρυβόταν στιγμιαία πίσω μου. Μετά έβγαζε το κεφάλι, έβριζε και ανταπέδιδε τα βόλια. Απέναντι μια παρέα με σπανιόλες χόρευε τρελά και παρέσυρε και τον αστυνόμο μου. Οι μισές ήταν έγκριτοι πολίτες της πόλης και προφανώς ξέδιναν κάτω από τις μάσκες τους. Τι κέφι! Όλο το μαγαζί στον αέρα. Ο δήμαρχος ντυμένος Ομπάμα έβγαζε λόγο και δίπλα του ο αντιδήμαρχος ντυμένος με ένα σεντόνι και κρατώντας ένα φλεγόμενο, δήθεν, σταυρό το έπαιζε οπαδός του. Δίπλα γνωστός κρεοπώλης ντυμένος αρνάκι βέλαζε και ο πρόεδρος του κυνηγετικού συλλόγου, ντυμένος κοκκινοσκουφίτσα  έτρεχε να τον πιάσει. Η κυρία Μαρίκα, επώνυμη της ενορίας μας είχε ντυθεί τροτέζα και ο κύριος Σάκης ο μανάβης αμερικάνος πεζοναύτης την ρωτούσε μάλλον για την τιμή. Η κυρία Νίτσα, γνωστή για την ελευθεριότητά της,  είχε ντυθεί κατηχητόπουλο και μοίραζε την «φωνή  Κυρίου» και ο Κυριάκος, γνωστός αντιεξουσιαστής της περιφέρειας, παπάς. Με την διαφορά ότι αντί για λιβανιστήρι κρατούσε μια μπουκάλα με ένα στουπί.
Γύρω στη μία  η μουσική σταμάτησε. Η πρόεδρος του Συλλόγου Φιλοπροόδων, ντυμένη τσολιάς ανέβηκε στο πάλκο. Ήταν η ώρα για τις βραβεύσεις. Στα ουρητήρια είχε συνωστισθεί  κόσμος πολύς. Η ουρά έφτανε μέχρι τη σάλα. Βρήκα την ευκαιρία λοιπόν και κινήθηκα με προσοχή προς τα εμπρός. Βρέθηκα  στην πρώτη σειρά του ακροατηρίου. Πράγματι άξιζε τον κόπο  η κίνηση. Είχα την εποπτεία και σε γωνιές που μέχρι τότε δεν μπορούσα να ελέγξω. Ο γραμματέας του συλλόγου ντυμένος παπάκι άνοιξε τον φάκελο και άρχισε να διαβάζει τις βραβεύσεις. Φωνές, χειροκροτήματα, φελλοί από σαμπάνια να πετάγονται στον αέρα. Βρισκόμουνα στο κέντρο της προσοχής. Είχα πάρει το πρώτο βραβείο. Ήμουνα ο καρνάβαλος της χρονιάς. «Στον ΑΤΜ, το σύμβολο της εποχής», τόνισε ο γραμματέας. Έβαλα τα κλάματα και κόντεψε να χαλάσει το χαρτόκουτο από την υγρασία. Ευτυχώς κανείς δεν το υποψιάστηκε και όλοι συνέχισαν με κέφι να επαινούν την επιτυχή αμφίεσή μου.  
«Βγάλε την κούτα. Ωεο, βγάλε την κούτα ...», φώναζε ρυθμικά ο κόσμος και νομίζω ότι κανείς δεν μπορούσε να του χαλάσει το κέφι. Απέναντί μου ο δήμαρχος Ομπάμα ετοιμαζόταν να μου παραδώσει το βραβείο. Προσεκτικά λοιπόν έβγαλα την αμφίεση. Πρώτα απεγκλώβισα τα χέρια και ύστερα με μια κίνηση δύο παρευρισκόμενοι, ο Κινέζος  και ο Πούτιν με ξεσκέπασαν. Με ένα χαμόγελο όλο περηφάνια, απελευθερωμένος από την αφόρητη ζέστη κοιτούσα το πλήθος. Μα αντί για αποθέωση έβλεπα  πρόσωπα τεντωμένα και μάτια κόκκινα να με κοιτούν με έκπληξη. Το μάτι μου πήγε στον καθρέφτη απέναντι. Ω, Θεέ μου! Ήμουν σχεδόν γυμνός. Στην φούρια μου είχα ξεχάσει  την πιθανότητα της επιτυχίας και τα παρεπόμενά της. Για να μην σκάσω είχα φορέσει μόνο το κάτω εσώρουχό που έκρυβε αχνά τη φύση μου. Το σύμβολο ήταν γυμνό και γω κατακόκκινος από ντροπή. Πρόλαβα και κρύφτηκα κάτω από την μπέρτα του φίλου μου του Ζορό και τρέχοντας γλύτωσα το κάψιμο που επιβάλλει το έθιμο για τον καρνάβαλο.
          




Το μικροδιήγημα είναι μέρος της συλλογής : "Τα καναπεδάκια της ανεργίας", Κριτική , Αθήνα 2016 

Μη μαζεύεις μου λες…

  Όλο παραπονιέσαι πως κουράζεσαι. Πως δεν αντέχεις τον κόσμο τον πολύ και τα γούστα του και κάθε χρόνο αφαιρούμε σερβίτσια από το γιορτινό ...