Τρίτη 7 Δεκεμβρίου 2021

Στο κέντρο της πόλης

Είχε πια συνηθίσει. Κάθε βράδυ έστρωνε τις κουβέρτες του και πλάγιαζε πάνω από τον εξαερισμό του μετρό. Είχε πάντοτε ζέστη. Αν έκανε χειμώνα βαρύ έμπαινε μέσα στην τεράστια χάρτινη κούτα που είχε βρει στα σκουπίδια.

Έκανε επαιτεία στην είσοδο του Φαρμακείου.

Το μεσημέρι έτρωγε φτηνά στο χέρι και ύστερα έψαχνε για τη δόση του. Όλα πήγαιναν πρίμα. Κάτι ο ΟΚΑΝΑ, κάτι οι φιλάνθρωποι και τίποτα δεν του έλειπε. Είχε και αίσθημα. Μια όμορφη κούκλα που έκανε πιάτσα πίσω από το Δημαρχείο της πόλης. Πιο σεμνή όμως και πιο γλυκιά δεν είχε ξανασυναντήσει ποτέ.  

Εκεί ανάμεσα στις μυρωδιές των μπαχαρικών την συναντούσε και μίλαγαν με τις ώρες. Εκείνη σπάνια αντιδρούσε και φυσικά του έκανε όλα τα χατίρια. Χωρίς αγγίγματα όμως. Ένα τεράστιο τζάμι στεκόταν πάντα ανάμεσά τους.

«Ρε πρεζόνι, στη βιτρίνα μιλάς;» τον διέκοπτε κάποτε ο ειδικός φρουρός στη βραδινή του περιπολία. Δεν τον ένοιαζε. Ακόμη και όταν με φούρια τον τσάκιζε στο ξύλο άμα ξεμπέρδευε με τις κυρίες στο διπλανό ξενοδοχείο. Είχε μάθει πια. Ο έρωτας ήταν επικίνδυνος στις μέρες μας.

Αυτός κάθε βράδυ πιστός στο ραντεβού μέχρι τη μέρα που πίσω από τη βιτρίνα χάθηκε για πάντα η κούκλα.

Ανακαίνιση έγραφε το σημάδι στο τζάμι.

Δεν την ξαναείδε. Η διαδρομή όμως πάντοτε η ίδια. Πίσω από το δημαρχείο είχε ζήσει τις πιο αληθινές στιγμές αγάπης και πόθου. Ήξερε ότι μια μέρα θα ξανασμίξουνε. Με αυτή την ελπίδα συνέχισε να υπάρχει.

Εκείνη τη νύχτα ο κόσμος ανάστατος. Σειρήνες,  σπασίματα, πυροβολισμοί, εκρήξεις. Σκηνές πολέμου.

Τα ζούσε ή έφταιγε η σκόνη που σαν χιόνι έπεφτε στο μυαλό του;

Κάποιος τον τράβηξε και βρέθηκε στο ποτάμι να κυλά με το πλήθος.

Φωνές και συνθήματα. Έτρεχε με πανικό προς τα μπρος.

Γιατί; Δεν ήξερε, μόνο κάτι στόματα ανοίγαν και κλείνανε.

Συνθήματα σκέφτηκε, μα ήταν τόσο βουβά.

Πίσω του ο ειδικός φρουρός να τον φτάνει. Ήθελε να γίνει αόρατος όσο και την ημέρα. Μα ήταν νύχτα και όλα φωτισμένα από λάμπες νέον, σπινθήρες και χρώματα της φωτιάς.

Αποκάλυψη τώρα! Ο  μπάτσος κατόπι.

«Απόψε πεθαίνω», σκεφτότανε και  ο άνεμος μύριζε φορμόλη.  

Έκανε να κρυφτεί πίσω από το άγαλμα. Ευτυχώς τον προσπέρασαν όλοι και άρχισαν μάχη. Πέτρες έπεφταν σαν το χαλάζι και ο ορίζοντας  με σύννεφα σκόνης.

Στο μαγαζί απέναντι μπούκαραν  για πλιάτσικο.

Είπε να πάει. 

Μα τι να τα κάνει τα πράγματα; Δεν είχε ντουλάπια στη κούτα και τσέπες γεμάτες δεν άντεχε πάνω του. Έμεινε να κοιτά. Αθέατος πάντα. Δεν ήθελε να τον δει κανείς από τους γνωστούς.

Πώς έγινε και ήταν εκεί;

Όλοι οι πλούσιοι της πλατείας έβγαιναν για ψώνια νυχτιάτικα. Άλλος με δέκα ζευγάρια γυαλιά, άλλος με κινητά άλλος με ρούχα και τσάντες με ηλεκτρονικά, άλλος με τίποτα και τη χαρά του μίσους  για απόδειξη.

Του φάνηκε ότι άκουσε κλάματα. Από πού; Αναρωτήθηκε.

Βγήκε με τρόπο και ακολούθησε τις φωνές. Ήταν αυτή. Μόνη και άσημη ανάμεσα στα τόσα στολίδια. Η τζαμαρία σπασμένη και επιτέλους χωρίς εμπόδιο.

Ήταν  δική του.

«Γιατί κλαις;» τη ρώτησε, μα απόκριση δεν πήρε.

Εκείνη συνέχισε να θρηνεί. Κινήθηκε να την αγκαλιάσει.

Κάποιος τον έσπρωξε. Έπεσε κάτω και πλήθος μπήκε ανάμεσά τους.

«Τι κάνετε εκεί;»

Κανείς δεν του απάντησε. Μονάχα έβγαζαν μια φωνή σαν συριγμό και με μάτια πυρωμένα του θύμιζαν Άδη.

Όρμισε να την γλυτώσει.

Όλο την έφτανε μα πάντοτε  στο τέλος την έχανε.

«Μη! Αφήστε την ήσυχη», φώναξε.

«Μια κούκλα είναι μόνο. Άλλοι την ντύνουν και την ξεντύνουν. Δεν φταίει – δεν φταίει σε τίποτα». 

Κανείς δεν του έδωσε σημασία. Την πήραν μαζί τους και έτρεχαν. Κατόπι κι αυτός και να κλαίει.

«Χριστέ μου, δώσε  μου δύναμη».

Τα πόδια του φτερά και το κορμί του πούπουλο. Δεν έφτανε όμως. Κάθε που ζύγωνε κάτι την έπαιρνε όλο και πιο μακριά.

«Τη ζωή μου για αυτή» δήλωσε και πίστεψε ότι θα άξιζε κάτι.

Κάποιος κοντά  γέλασε και με φόρα του πέταξε πέτρα.

«Βρωμιάρη», του  είπε και έφυγε.

«Εικόνα μου είσαι», του αντιμίλησε άκαιρα.

Ζαλίστηκε, μα ευθύς αναστήθηκε. Δεν είχε χρόνο για χάσιμο.

Η ματιά του την είδε μπροστά, την κρατούσαν αιχμάλωτη κάτω από το χριστουγεννιάτικο δένδρο την πόλης. Αυτή φώναζε βοήθεια και γύρω της χόρευαν  βάνδαλοι.

«Σώσε την, σώσε την» εκλιπαρούσε στα ύψη.

«Φεύγα» του είπε ο άγγελος.

«Εσύ να πετάς ξέρεις μόνο», του απάντησε και στριμώχτηκε στους βραδινούς επισκέπτες της κόλασης.

Ήταν πλέον κοντά της, την είχε στο άγγιγμα.

«Τώρα σε έχω» της είπε με ένταση.

Αυτή άπλωσε τα κοκάλινα χέρια της προς το μέρος του και κει που η αγκαλιά θα γινόταν αλήθεια, ένα παιδί την έριξε κάτω από το έλατο.

Τινάχτηκε να την σώσει. Δεν πρόλαβε. Τεράστιες φλόγες ξεπήδησαν σε ξέφρενο ρυθμό.

Παιδιά χόρευαν λέγοντας τα κάλαντα.

Ήταν πρωί πια  και κείνος με αίματα, έψαχνε στα αποκαΐδια για να την συναντήσει ξανά.  

Απόκαμε και έκατσε πληγωμένος.

Κοίταξε επάνω για έλεος.

«Καλά Χριστούγεννα» άκουσε και ο μπάτσος τού έριξε τον ουρανό κατακέφαλα.




Εμπεριέχεται στην συλλογή : "Τα καναπεδάκια της ανεργίας" , Κριτική , Αθήνα 2016, σσ. 79 - 83

https://kritiki.gr/product/ta-kanapedakia-tis-anergias/ 

Σάββατο 24 Ιουλίου 2021

ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ ΤΟΝ ΑΥΓΟΥΣΤΟ

Ο μάστορης του λόγου περιγράφει τα αισθητά. Τους δίνει χρώμα και ύφος. Τα τοποθετεί με τάξη. Στολίζει την εικόνα με λεπτομέρεια. Αν πρόκειται για καλοκαιρινό τοπίο, απλώνει κάτω το κίτρινο της άμμου, σαν βάση. Επάνω τοποθετεί κοχύλια, της φουρτούνας αφήματα, μια απλωμένη πετσέτα, να εντοπίσει τον άνθρωπο, ακόμη και ένα μεγάλο πλαστικό μπουκάλι, καταδεικνύοντας έτσι το χρόνο μας. Πριν από αυτόν και άλλοι περιέγραψαν ίσως την ίδια σκηνή. Το μπουκάλι ήταν γυάλινο , ή ακόμη και πήλινο σκεύος. Αν καταπέσει στη διαφήμιση, είναι μια λεπτομέρεια που την κανονίζει το ήθος του. Αν δεν πρόκειται για αντικείμενο πόθου, θα το αφήσει μετέωρο στην φαντασία. Με βάση την τελευταία ξοδεύει το μπλε. Στο κέντρο, η θαλασσινή του εκδοχή και πιο πάνω γαλάζιο. Αν θέλει καλοσύνη, αφήνει τα πράματα έτσι. Διαφορετικά βάζει και λίγο άσπρο για κύματα, ή πιο πολύ, λίγο πιο πάνω, απεικονίζοντας σύννεφα. Στα ξαφνικά θυμάται μια βάρκα. Ψαρόβαρκα, μπορεί ακόμη και ένα πελώριο ιστιοφόρο, ίσως και μια απλή σανίδα με καρφωμένο επάνω ένα τσακισμένο πανί … Ανάλογα με τα συναισθήματα. Έτσι μπαίνουν και πετούμενα στον ουρανό. Από απλές μαύρες γραμμές στο σήμα της νίκης, μέχρι τεράστια εξωτικά πουλιά με κάθε λεπτομέρεια. Σε μια γωνία του κάδρου , αφήνεται μια σφαίρα χρυσή ή πορτοκαλί , ο ήλιος, σε εξάρτηση πάντα με τον κύκλο της ημέρας που θέλει να τονιστεί. Ο άνθρωπος , όποτε υπάρχει στην αφήγηση, αφήνεται από γυμνός μέχρι και ντυμένος ολόκληρος , ως παιδί, ως έφηβος ή και ως λίγο πριν την αποδημία του. Αρκετές φορές υπάρχουν και πλέον του ενός προσώπου. Μπορεί να κοιτούν από κοινού τον ήλιο που δύει, να είναι αγκαλιασμένοι σε στιγμή ερωτικής μέθης, να παίζουν στην παραλία, να είναι ξαπλωμένοι στην καυτή άμμο ή να κολυμπούν αμέριμνοι λίγο πριν βουτήξουν στην αιώνια μήτρα. 

Μεταμορφώσεις . Η φαντασία γίνεται εικόνα και τανάπαλιν, για εκείνον που μελετά το αποτέλεσμα. Χιλιάδες άνθρωποι σε παράλληλους τόπους και χρόνους. Όλοι συναντιούνται με όλους. Ακόμη και με εκείνους που έφυγαν νωρίτερα. Οι ερωτευμένοι μπορεί να είναι οι γονείς μας, το παιδί, το εγγόνι μας. Στο πλοίο κάθεται ο Μαυρογένης ο πειρατής , ή ο άγιος Νικόλαος , ίσως ακόμη και ο Μάκης ο μπεκρής, ο ναύτης. Σε κάθε περίπτωση μυριάδες, ανάλογα το βίωμα του γράφοντος, συμπυκνώνοντας την εμπειρία σε έναν, περιμένοντας τον αναγνώστη να ταυτιστεί με όποιον αυτός επιλέξει. Είναι σαν να ανοίγεται μια κουρτίνα και ενώ κοιτάς ένα τοπίο κλισέ , ξάφνου να αναδύονται δράκοι και γοργόνες , μυθικά πρόσωπα , ακόμη και τέρατα. Ένας ή και περισσότεροι , με ρούχα μιας αλλοτινής εποχής ή του κόσμου που θα έρθει, σε κρατούν από το χέρι και χάνεσαι στην δική σου άχρονη ομορφιά. Φυσικά θέλει προσοχή. Αν απαιτήσεις το δικό σου τέλος, το ωραίο γίνεται εύκολα εφιάλτης και ο πρωταγωνιστής καταλήγει από γάμο σε δράμα, τα γνώριμα πρόσωπα, σκιές και φαντάσματα. Πρέπει να αφήσεις τα πράγματα να μεταμορφωθούν από μόνα τους. Θα υπάρχει η πτώση αλλά και η πτήση , θα υπάρχει σχεδόν σαν κανόνας η σταύρωση και η ανάσταση. Το όλο απαιτεί μόχθο και άσκηση, καλλιέργεια, αποτέλεσμα άροσης βαθιάς. Διαφορετικά το εγχείρημα περιορίζεται σε επιθυμίες και αυτές, όταν ικανοποιηθούν, οδηγούν στην ύπνωση. Χάνεται έτσι η ευκαιρία συνάντησης. Το αντάμωμα και η κοινή τράπεζα. Η μέθη με το κρασί το εκλεκτό, το κερασμένο από τον ίδιο τον ποιητή. Χάνεται έτσι η δυνατότητα της ενόρασης με τις πολυάριθμες εικόνες σου. Χάνεται έτσι ο μισός Αύγουστος και η γιορτή του Σωτήρα σημαίνει μόνο μπακαλιάρο σκορδαλιά , που ως υπέροχη τέρψη, φέρνει ύπνο βαρύ και οι νεφέλες εξατμίζονται χωρίς να αποκαλύψουν τίποτα. Πρωί πρωί με τις δροσιές, ο παππούς χαϊδεύει τον γκέκα. Μπροστά στην παλιά αποθήκη, εκεί που τώρα είναι ο δρόμος, είμαστε πάλι όλοι μαζί. Ακόμη και η κόρη του γιού τού παιδιού μου, που ορέγεται ένα κόσμο καλύτερο, δίπλα στον άγγελό της που τινάζει τη σκόνη στο όνειρο , λίγο προτού πετάξει ξανά, κοντά στο υπέρλογο. Οι κουρτίνες ανοίγουν πάντα ξαφνικά. Έτσι άλλωστε αρχίζουν οι μύθοι και τα θαύματα …..









πρώτη δημοσίευση: περιοδικό ΔΕΚΑΤΑ , τευχ. 63ο , Αθήνα - Φθινόπωρο 2020, σσ. 186-7

Κυριακή 23 Μαΐου 2021

Ούτε καν απώλεια

 


      
Μας έχουν κρύψει το γαλάζιο από την όραση. Επέβαλαν μόνο τις αποχρώσεις του γκρι. Όλα τείνουν στο χρώμα της στάχτης και προοπτικά στο απόλυτο μαύρο. Αλλοίμονο αν κάποιος προσπαθήσει να δώσει χρώματα. Μάταιος κόπος. Όλα βυθίζονται στο κενό. Συλλαμβάνεται και μεταφέρεται στα βομβαρδισμένα τοπία. Εκεί όλα είναι νεκροζώντανα. Ρακένδυτοι , πεινασμένοι και χωρίς καμία φωνή , σεργιανούνε στο γκρεμισμένο λιμάνι , αναπνέοντας οσμές δηλητηρίων και αρώματα πένθους. Μόνοι , περιδιαβαίνουν τα εγκαταλελειμμένα σπίτια και τις έρημες ακτές, αναζητώντας πρόσωπα οικεία και τρόπους διαφυγής. Κάθε τόσο ελικόπτερα πετάνε με θόρυβο και όλοι βγαίνουν από τις υπόγειες φωλιές τους , τρέχουν στην μεγάλη πλατεία της Ισοπέδωσης, έργο των ισχυρών φίλων του τόπου. Εκεί σηκώνουν τα χέρια ψηλά και δέχονται μικρά αλεξίπτωτα με τροφές που πέφτουν γλυκά πάνω στις λάσπες. Παλεύουν και ματώνονται, κάποιοι κερδίζουν και άλλοι χάνουν την ευκαιρία . Όλοι γυρίζουν τα μάτια ξανά πάνω στο γκρι και χάνονται βαθιά μέσα στις τρύπες τους.

Τους βλέπω ξανά και ξανά. Είμαι καθισμένος πάνω στον πύργο και αγγίζω με εγρήγορση την σκανδάλη. Οι εντολές είναι ρητές. Πυροβολούμε κάθε ύποπτη κίνηση. Κανείς δεν περνά τον γυάλινο τοίχο . Η θάλασσα υπάρχει μόνο σαν βάθος πεδίου. Τυπωμένη  με αφηνιασμένα κύματα, σταχτιά και αφιλόξενη στο νου της διαφυγής. Κανένας δεν τόλμησε να πλησιάσει κοντά της. Ακόμη και αν κάποιος ξεχάστηκε, μόλις πλησίασε την ταπετσαρία τον πυροβόλησε κάποιος συνάδελφος. Συνήθως ο Φόβος, δεινός  σκοπευτής και ικανός για τα πάντα.

Η ώρα κυλά αδιατάραχτα. Μετράω ανάσες. Αυτές βγαίνουν σαν σύννεφα και ταξιδεύουν στον χώρο. Στις 1 μ.μ. μας φέρνουν συσσίτιο. Αναφέρω μια ρωγμή στο γυαλί κάτω δεξιά στην άκρη της εικόνας.

-          Μην ανησυχείς, μου λέει ο ανώτερος , αδιαπέραστο.

Ησυχάζω. Τίποτα δεν αναιρεί τις βεβαιότητές μας και κανείς δεν μπορεί να μας χαλάσει το βόλεμα. Αφήνω το όπλο και δοκιμάζω να φάω. Αδύνατον. Όλα είναι θέμα αισθητικής. Τροφή μαύρη και ένας ζωμός μέσα στο γκρι. Ανάβω τσιγάρο. Τα σκουλήκια βγήκαν ξανά από τις τρύπες τους. Ένας χορεύει στην τρέλα του. Τον έχω στο στόχαστρο. Εύκολα. Δεν είναι απώλεια καν. Απλά καθαρισμός του τοπίου. Επιπλέον γαλήνη. Μετά την βολή τρέχει αίμα. Είναι το μόνο χρώμα που ακόμη επιμένει. Κόκκινο βαθύ και ρέει πάνω στο γκρι . Μέχρι να χαθεί στην τρύπα του μαύρου όλοι μένουν εκστασιασμένοι. Στην αλλαγή της φρουράς είσαι επαινετός. Έκανες το καθήκον σου άριστα. Αν φτάσει το όριο θα τον πάρω. Αυτός όμως χορεύει, ανεμίζει τα κουρέλια του, κοιτάει ψηλά και αφήνει τα μαλλιά του να πέσουν λυτά. Πετάει την μάσκα από το πρόσωπο και διακρίνω μια γνώριμη μορφή. Παίρνω τα κιάλια και βλέπω καλύτερα. Μα ναι, τον γνωρίζω. Είναι ο πατέρας μου. Αυτός που αρνήθηκε την υποταγή στα χρόνια του μεγάλου πολέμου. Δεν κάνω λάθος. Αυτός είναι . Αψηφά πάλι τον θάνατο . Ο τρελός τρέχει προς το σημείο μηδέν. Οπλίζω. Μια σειρήνα βουίζει τον κίνδυνο. Όλοι οι πύργοι παραμένουν σε ετοιμότητα.

-          Ακίνητος , φωνάζω με τον τηλεβόα, ακίνητος.

Αυτός γυρίζει κοιτά προς το μέρος μου. Σκύβει και αρπάζει μια πέτρα. Την πετά με ορμή πάνω στον γυάλινο τοίχο. Ο χρόνος παγώνει. Σπάει σαν πάγος το τείχος και πίσω η θάλασσα. Βαθύ το γαλάζιο , πολύ το χρώμα και το αίμα ποτάμι κόκκινο.

-          Πατέρα, μου λείπεις.

Δεν υπάρχει γυρισμός, οι σφαίρες χαλάζι και τα σκουλήκια άπειρα να εφορμούν σαν κύματα στα κύματα μέσα στην πανδαισία των απελευθερωμένων χρωμάτων σε μια φωτεινή μέρα που χάθηκε για πάντα η σιγουριά και η ασφάλεια.

Μια πεταλούδα χορεύει τριγύρω μου.     




Πρώτη δημοσίευση: περιοδικό ΔΕΚΑΤΑ , τεύχος 65, Αθήνα  / Άνοιξη 2021 , σ. 187-8 


   

 

Τετάρτη 20 Ιανουαρίου 2021

Ανακούφιση

 


Για να γυρίσω σπίτι , το κάνω πάντοτε πεζός. Θέλω να περπατήσω , να δω εικόνες , να μυρίσω την πόλη, να ακούσω, να γευτώ. Μου αρέσει να πηγαίνω συχνά στο πατρικό μου. Ας κάνω παράκαμψη, δεν με νοιάζει. Φυσικά ποτέ δεν καταφέρνω να το βρω. Όλο  και κάτι μου τυχαίνει στο δρόμο και με αποσπά. Άλλοτε η πείνα, άλλοτε ένα γεγονός. Τις προάλλες, εκεί που πήγαινα, στην πλατεία λίγο πριν κατηφορίσω το λόφο, ακούστηκαν φωνές. Έτρεξα  να δω. Μου πήρε ένα τετράγωνο το λιγότερο μέχρι να εντοπίσω την εστία του ήχου. Μια κυρία από τον πρώτο έβριζε σκαιότατα ένα άστεγο που έψαχνε τα σκουπίδια. Αυτός ατάραχος, έβγαζε τις σακούλες μέσα από τον κάδο και αφού τις άνοιγε έψαχνε για φαγώσιμα. Αυτή φώναζε και αυτός έτρωγε όσο μπορούσε.  Ό,τι  μη χρήσιμο το άπλωνε γύρω του. Σερβιέτες, κωλόχαρτα, συσκευασίες από απορρυπαντικά, μεταλλικά κουτιά από λάδι , πλαστικά κάθε λογής. Δοχεία  γενικά, άλλα πατημένα και άλλα ακέραια, άδεια μα έτοιμα για επαναγέμιση, μέχρι και με τα πώματα βιδωμένα πάνω τους. Η κυρία ήταν σε κατάσταση υστερίας. Αισθανόταν πως ήταν γυμνή στο κοινό. Να πειράζει τα σκουπίδια της ο χαμένος; Τώρα θα ορμήσει σκέφτηκα , έτσι όπως έκανε. Θα δώσει ένα σάλτο και θα βρεθεί σαν τον λίγκα με τα νύχια της τα γαμψά πάνω στον δράστη. Θα τον πετσοκόψει και αφού βγάλει την οργή της όλη, θα  τον πετάξει στον κάδο. Τακτικά σε μερίδες, μέσα σε πλαστικές σακούλες από αυτές που βάζουμε στην κατάψυξη τις μερίδες του κρέατος. Θα καθαρίσει με την σκούπα τον χώρο και κατόπι θα πλύνει με το λάστιχο όλο το πεζοδρόμιο, να φύγουν τα αίματα στο ρείθρο και να κυλίσουν στην μεταλλική σκάρα, ακολουθώντας το έλεος της εικόνας που χάνεται κάτω από την πόλη.

Τίποτα δεν έγινε από όσα σκεφτόμουν. Ο άνθρωπος έφαγε ακόμη ένα κομμάτι κοτόπουλο που βρήκε και απόσωσε ένα χυμό. Ύστερα επανατοποθέτησε τα απορρίμματα στο χώρο περισυλλογής τους και αφού έβαλε την μάσκα του, συνέχισε προς τον σταθμό του μετρό. Η κυρία μπήκε μέσα και άναψε τα φώτα. Έβαλε στην διαπασών την τηλεόραση. Άρχιζε η καθημερινή ενημέρωση για την πανδημία. Έχασα  χρόνο πολύτιμο. Έτρεξα και ανέβηκα στο τρόλεϊ. Έπρεπε να γυρίσω.

Σήμερα ήμουν αποφασισμένος να φτάσω. Απλά κοιτούσα τις τζαμαρίες. Ενοικιάζεται το ένα μετά το άλλο. Το εργαστήριο με τα αμπαζούρ είχε ακόμη ένα δυο κομμάτια. Κοντοστάθηκα. Χρώματα παστέλ. Το σομόν μου αρέσει πολύ. Αν υπήρχε δυνατότητα θα ρώταγα την τιμή του. Κανείς. Συνέχισα προς τα κάτω με την ελπίδα να συναντήσω κανέναν γνωστό.  Αυτή την ώρα βγάζει η Εριάννα τον σκύλο βόλτα στο περιβολάκι. Θα πέσει γέλιο. Θα είναι μαζί ο ψηλός και ο Μιχάλης μαζί με τον Γιάννη. Ο Πάνος θα μας μιλήσει πάλι για τον Πυθαγόρα και ο Νότης για την ΑΕΚ. Θα πλακωθούν στα μπουνίδια οι Ρηγάδες με τους Κνίτες για τον απέναντι τοίχο , ποιος θα κολλήσει περισσότερες αφίσες. Στο τέλος θα κάτσουν όλοι να μιλάνε για ένα κόσμο καλύτερο και η Σοφία θα τα φτιάξει με τον Κυριάκο κόντρα στις επιμιξίες που απαγορεύει το κόμμα.

Περπατώ και γελάω. Μετά την στροφή ευθεία και να σου το πάρκο. Ξεραΐλα. Μια Λουΐζα στέκει ακόμη ακέραιη. Βότανο είναι, δεν έχει ανάγκη από τίποτα. Χαϊδεύω τα φύλλα της και με πλημμυρίζει το άρωμα του λεμονιού. Δροσιά στη ζέστη του Αυγούστου. Κοιτάζω γύρω, λάμπες σπασμένες , σκοτάδια. Παντού κορμιά καταγής ξαπλωμένα. Μια μάνα θηλάζει. Ένας τύπος με ρωτά  με νόημα αν θέλω κάτι. Αρνούμαι  και κάνω να φύγω. Με ακολουθεί για λίγο μα γρήγορα γυρίζει ξανά στην αυλή του. Μετά την γωνία επιταχύνω , πάλι ξεστράτισα. Αρχίζω να τρέχω , ανοίγω τα χέρια μου και τότε πετώ. Κοιτάζω την πόλη από ψηλά. Τα φώτα μπερδεύονται με τα αστέρια της νύχτας. Το αγέρι με παίρνει και χάνομαι. Ανακούφιση. Εδώ θέλω να μείνω για πάντα.

-          Κύριε Γιώργο, βοηθήστε με λίγο. Πρέπει να σας αλλάξω .

Η Μαρία αδειάζει τα ούρα και σε λίγο θα με ταΐσει με το κουταλάκι …     



Δημοσιεύτηκε στο λογοτεχνικό περιοδικό ΜΑΝΔΡΑΓΟΡΑΣ , τευχ, 63 , σ. 14 , Αθήνα Φθινόπωρο 2020 https://mandragoras-magazine.gr/%ce%bc%ce%b1%ce%bd%ce%b4%cf%81%ce%b1%ce%b3%cf%8c%cf%81%ce%b1%cf%82-%cf%84%ce%b5%cf%8d%cf%87%ce%bf%cf%82-63/16894 

Μη μαζεύεις μου λες…

  Όλο παραπονιέσαι πως κουράζεσαι. Πως δεν αντέχεις τον κόσμο τον πολύ και τα γούστα του και κάθε χρόνο αφαιρούμε σερβίτσια από το γιορτινό ...