Πέμπτη 6 Ιουλίου 2023

Χρώμα και λόγος

 

Χρώμα και λόγος
Αγγελική Κοκονάκη: Προσκυνηματική έξοδος. Δημήτρης Γ. Μαγριπλής: Στα τέταρτα του χρόνου

Δημήτρης Γ. Μαγριπλής
ζωγραφική: Αγγελική Κοκονάκη

Σταμούλης Αντ., 2010
96 σελ.
ISBN 978-960-6887-33-8










Η συνεργασία με ένα εικαστικό αποτέλεσε για μένα μια πρόκληση, όχι μόνο για το τελικό αποτέλεσμα, μα για τη διαδρομή και την επικοινωνία με ένα μονοπάτι της ανθρώπινης φαντασίας που δύσκολα θα έλεγα το κατέχω και φυσικά το κρίνω. Η επικοινωνιακή δυνατότητα όμως, που μας έδωσε η έκδοση της πρώτης λογοτεχνικής μου απόπειρας, με οδήγησε να καταλήξω ότι είτε μέσα από το χρώμα, είτε μέσα από τον ποιητικό ή λογοτεχνικό λόγο γενικότερα, μπορούμε, όπως τονίζει και η Αγγελική Κοκονάκη, να μιλήσουμε για κάτι που φαντάζει ορθολογικά αδύνατο. Πόσο μάλλον όταν ο όποιος βιωματικός δρόμος, μέσα από την τέχνη, καταλήγει σε συγγενικές ονειρικές προτυπώσεις. Τότε επέρχεται η έκπληξη.

Έτσι το «Στα τέταρτα του χρόνου», μια αυτοτελή ποιητική απόπειρα, εντάσσεται στην «Προσκυνηματική έξοδο» της φίλης ζωγράφου. Νομίζω ισότιμα και εξίσου εναγώνια στη πρόθεσή τους να βοηθήσουν σε μια υποκειμενική προσπάθεια προσδιορισμού του εαυτού και της σχέσης μας με τις ενέργειες της φύσης . Αφού περί της ουσίας, θα ήταν νομίζω υπόθεση μιας ορθολογικής καθαρά μορφής, λίγο ασυμβίβαστο με το διάλογο που κανονάρχησε αυτή
τη δουλειά.
Η προσπάθεια καταστολής του χρόνου δια της αιχμαλωσίας του θύμισε, τουλάχιστον από τη μεριά μου, περισσότερο ένα φωτογραφικό στιγμιότυπο , ή μια αντανάκλαση της φυσικής ομορφιάς στον εσωτερικό μου καθρέφτη . Κυριολεκτικά προσπάθησα να συλλάβω μια σκηνή από το φυσικό περιβάλλον , αντιπροσωπευτική μιας από τις τέσσερις εποχές και με τη πειθαρχία του γνώριμου σχήματος των 5 – 7 – 5 συλλαβών (Haiku), να το αποδώσω με το
στάλαγμα μιας μοναδικής νότας, αστραπιαία. Πρόκειται για την χωρίς βία χάραξη μιας μονοκονδυλιάς.
Δεν ξέρω αν το αποτέλεσμα μετά την καταγραφή του επιβίωσε ποιητικά, ιδιαίτερα μετά την παρέλευση της ιστορικά πρώτης συγκίνησης αλλά είμαι βέβαιος πως απέδωσε επι-κοινωνία με την εικαστικό που επιμελείται αυτής της εκδοτικής προσπάθειας.
Σίγουρα δεν ταυτιστήκαμε, άλλωστε αυτό δεν είναι επιζητούμενο, μα στο πλαίσιο της πειθαρχίας ενός διαλόγου, στην υπακοή της σειράς, στην αντίστοιχη προσπάθεια αφαίρεσης καρποφόρησε μια γλυπτική του λόγου και της εικόνας. Παράλληλα εκφράστηκε μια ικεσία στις δυνάμεις της φύσης σε όλα τα επίπεδα, στην περιφρονημένη της ιερότητα και στην αγωνία του τέλους της, όπως διαδίδεται. Τόσο το «Στα τέταρτα του χρόνου» όσο και η «Προσκυνηματική έξοδος» είναι μια αποκρυπτογράφηση, αποκάλυψη ψυχικών κεφαλαίων, μέσα από τη διαπίστωση ότι ο άνθρωπος είναι αναπόσπαστο στοιχείο της φύσης και μάλιστα λόγω ικανοτήτων έχει την υποχρέωση να ζει σε απόλυτη αρμονία μαζί της.
Όπως και στην κηπουρική, πράγμα οικείο και ιδιαίτερα αρεστό για μένα, αφήσαμε το τελικό άγγιγμα. Έτσι ο κήπος όσο κι αν φαίνεται ατελείωτος, δεν είναι παρατημένος. Αντίθετα δηλώνει το απόρρητο, το κρυφό, την αλήθεια. Αυτό είναι υπόθεση υποκειμενικής τραγικότητας στο δρόμο για την όποια υπαρξιακή προσωπική απάντηση.
Ο αναγνώστης λοιπόν ας συμπληρώσει μόνος του το λόγο, την εικόνα ή τον κήπο, ανάλογα με τις δικές του αρετές και διαθέσεις.
Φθινόπωρο του 2008
Δρ. Μαγριπλής Δημήτριος

Παρασκευή 26 Μαΐου 2023

Τόπος εξορίας

(ο πατέρας μου Γιώργος Ι. Μαγριπλής - καπετάν Φώτης της Εθνικής αντίστασης - ΕΛΑΣ, το 1947 στην Μακρόνησο )



Το καράβι πιάνει λιμάνι. Μακρόνησος. Η μπουκαπόρτα ανοίγει με θόρυβο. Ο κόσμος βγαίνει χαρωπά και ανηφορίζει προς το διοικητήριο. Στέκομαι με τον πατέρα μου και κοιτάμε.
-Τον βλέπεις αυτό τον δρόμο;
-Ναι.
-Από εδώ και από εκεί υπήρχαν αλφαμήτες με κάτι τεράστια ρόπαλα. Έβγαινες και έπρεπε να ανέβεις μέσα σε βρισιές και φωνές οργής. Το ξύλο έπεφτε σωρηδόν. Οι περισσότεροι έπεφταν κάτω προτού φτάσουν στο τέλος.
-Εσύ ανέβηκες;
-Ανέβηκα.
-Και αυτή και την ανηφόρα της ζωής, του είπα και τον αγκάλιασα.
-Πάμε;
-Θα πας μόνος σου πια και θα τα πούμε μετά. Θα σε περιμένω.
Κοιτούσα την ανηφόρα με τρόμο. Ψηλά, στο βάθος, το διοικητήριο και δίπλα μια ανοιχτή εκκλησία. Τα αγριοκάτσικα έκαναν βόλτες στο ιερό.
Ξεκίνησα με βάρος στο στήθος, κάθε ανάσα και λυγμός. Τα πόδια μου μετρούσαν τον χρόνο. Κάποτε έφτασα ασθμαίνων στο ύψωμα. Ένοιωσα τα ρούχα μου κουρέλια και το σώμα μου να πονά. Άντεξα όμως. Γύρισα πίσω να δω τον πατέρα μου. Πουθενά. Είχε φύγει μαζί με το πλοίο που έπλεε μέσα στο απέραντο γαλάζιο της μνήμης.
Ένα χέρι με αγγίζει. Γυρνώ. Ο γιος μου γελά.
-Θα έρθεις;
-Πού;
-Στο σπίτι.
-Μα έχω γυρίσει του λέω και χάνομαι στο μπλε του ουρανού…


πρώτη δημοσίευση : περιοδικό Fractal , τεύχος 109, https://www.fractalart.gr/topos-exorias/

Τετάρτη 1 Φεβρουαρίου 2023

Λόγος για το «Θηριοδαμαστήριο» (βιβλίο νανοδιηγημάτων) του Παναγιώτη Καποδίστρια και σκέψεις περί Διηγήματος

 


Θεωρώ ότι ζούμε σε μια εποχή που έχει κοπάσει η υπερπαραγωγή βιβλίων και ειδικά στο κομμάτι του ελληνικού  διηγήματος. Θέλεις το υψηλό κόστος της έκδοσης; Θέλεις η αίσθηση  ότι υπέρλαμπρο αστέρι δεν γίνεται εύκολα κάποιος; Θέλεις η συνειδητοποίηση πως κέρδος από την συγγραφή δεν είχαν παρά ελάχιστοι κορυφαίοι του είδους , σε μια χώρα με περιορισμένο αναγνωστικό κοινό και μια γλώσσα  που, παρά την σημαντικότητά της, δεν ξεφεύγει του χαρακτηρισμού μειονοτικής, σε σχέση με τον παγκόσμιο πληθυσμό;  Όπως και να έχει, λιγότερες εκδόσεις και κατά συνέπεια  λιγότερες προτάσεις γίνονται στο επίπεδο των αξιόλογων πονημάτων , που δεν σημαίνει και απαραίτητα ευπώλητων, μια και η παθογένεια του εύκολου κέρδους  ακόμη τυραννά τις όποιες επιλογές των λίγων εκδοτικών οίκων που συνεχίζουν να τυπώνουν, αλλά και  ορίζει την κοινή γνώμη, που  χειραγωγείται από τα επικοινωνιακά μέσα.  Προσωπικά λάτρης της αφαιρετικότητας παραμένω ακόλουθος της κλειστής φόρμας, με πλήρη αίσθηση πως πρέπει να βρίσκεται πιο κοντά στην ποίηση παρά στην μυθιστορηματική της μορφή. Το διήγημα δεν είναι ημερολόγιο και φυσικά δεν θα έπρεπε να είναι δημοσιογραφική καταγραφή, μα ούτε και εξομολόγηση. Ιδανικά είναι μια υπερρεαλιστική έκθεση συμβάντων και βιωμάτων, με τρόπο τέτοιο ώστε οι αισθήσεις να αποτυπώνουν την στιγμή. Άλλοτε ακαριαία και άλλοτε με την πάροδο του χρόνου. Όσο πιο ξαφνικά και όσο πιο λιτά, συγγενεύει με την πεζή ποίηση και όσο πιο πλατιά με μια πλήρη ιστορία, με αρχή μέση και τέλος. Σε κάθε περίπτωση είναι  μια άσκηση γραφής  που περιορίζεται μέσα σε κανόνες της τέχνης. Πρόκειται για  το ξετύλιγμα μιας παραμυθίας. Παραμένει έτσι ό,τι πιο δύσκολο υπάρχει στην λογοτεχνία του πεζού λόγου και αισθητικά προσιτό σε όσους ακόμη επιμένουν να διαβάζουν στην εποχή της εικόνας και της καπιταλιστικής ολοκλήρωσης. Στον κόσμο που ζούμε ελάχιστος χρόνος υπάρχει και ακόμη λιγότερος για μελέτη από ένα κοινό,  που ακόμη και τις ειδήσεις τις πληροφορείται διαδικτυακά και εν ολίγοις φευγαλέα, μέσα από τις εντυπώσεις οπτικοακουστικών υλικών, με ελάχιστες λεζάντες γραφής, ως σχόλια. Τα μεγάλα κείμενα ή τα μυθιστορήματα δεν μπορούν να ταιριάξουν με την ταχύτητα, τον χρόνο που ορίζει η εποχή και τον απόλυτο καταναλωτισμό που επιβάλλει. Άλλος παλεύει για να επιβιώσει και άλλος   πασχίζει να γίνει πλουσιότερος και διασημότερος, καλύτερος από το σύνολο, που ασθμαίνοντας ματαιοπονεί, ξορκίζοντας την κατάρρευση του παλαιού και την αυγή μιας καινούργιας εποχής που αναδύεται. Στους πόνους της γέννας δεν θα έπρεπε να υπάρχει ψέμα. Ουσιαστικά δεν υπάρχει η πολυτέλεια του δήθεν και η απίθανη βασιλεία του κενού. Μπορεί να είναι μια τρανή ευκαιρία για την ελληνική λογοτεχνία να συμβάλει στον επαναπροσδιορισμό πανανθρώπινων ιδεών, μέσα από την δυνατότητά της να καταγράψει, να αφυπνίσει, να απαλύνει, να λογαριαστεί με το σκοτάδι, να υπηρετήσει  το φως που είναι πλούσιο σε μια χώρα σαν την δική μας που με ευγένεια το παρέδιδε πάντα στην ανθρωπότητα. Και το όμορφο στην Ελλάδα είναι είδος που ενδιαφέρει και φυσικά εξάγεται. Το  διήγημα λοιπόν ανήκει στην ομάδα των καλών τεχνών. Είναι  απαιτητικό είδος , καθότι έχει κανόνες και τρόπους,  προϋποθέτει ευαισθησία και ικανότητα, ταλέντο και δυνατότητα καταγραφής αισθημάτων ακόμη και εκεί που  μόνο ο σκεπτόμενος διαβάτης – καλλιτέχνης   θα έδινε σημασία.


Ένας τέτοιος διαβάτης είναι ο Παναγιώτης Καποδίστριας. Ποιητής άλλωστε καταξιωμένος για τους γνωρίζοντες, αγαπά να περπατά με το χαρτί και την πένα του , όπως κάποιος άλλος με την κάμερα φωτογραφίζει τον ίσκιο του. Μια σκιά που κινείται μέσα από τα νοσταλγικά μάτια του «Απόμαχου» βοσκού, τα «Αναρτημένα ονόματα» της αλειτούργητης κυρίας Μαρκέλλας, την απελπισία και την μοναξιά στην «Πρωτοχρονιάτικη απόγνωση της φίλης» Λετίσιας, την επίγνωση του φθαρτού και του θανάτου στο «Δωμάτιο με τους καθρέφτες» και το «Χρυσό του στόμα» της καλοκάγαθης κυρίας Ευδοξίας. Ο συγγραφέας αγγίζει τον άνθρωπο είτε πρόκειται για τον σαλεμένο Ζήσιμο στην «Διάγνωση», είτε τον παλαιό γόη τον  Σπύρο στην «Δύση των πραγμάτων», ή ακόμη και τον εμμονικό γέροντα κουρέα στον «Φακό της ημέρας». Χαϊδεύει τον πόνο και κατανοεί τα λάθη και τις ιδεοληψίες ,  όταν διαφωνεί με τον Νικόλα στις «Θλιμμένες Τζακαράντες». Μοιράζεται το πικρό ποτήρι μιας ανολοκλήρωτης αγάπης στα «Ασώματα Likes» , την τρέλα που γεννά η μοναξιά στην «Μπουγάδα» της Αλεξάνδρας, την απομυθοποίηση ενός εκκοσμικευμένου κόσμου στις «Προθέσεις με Δοτική» και τον καημό που αναπηδά από τα βάσανα και της υγείας τα παθήματα στο «Θηριοδαμαστήριο 1994». Τα «Κάνει όλα», όπως η μετανάστρια Ιβάνα για να επιβιώσει σε ένα κόσμο που και το ανθρώπινο κορμί είναι είδος προς κατανάλωση, φτωχός και πένης, όπως ο Θοδωρής στα «Περιστέρια των Χριστουγέννων», περπατά και αισθάνεται σε ένα κόσμο «Παρακμιακό» που τα αισθητά νεκρώνονται και ο χρόνος χαμογελά και αποβάλλει κάθε στοιχείο κιτς ή αδιέξοδων ονείρων του «προΘανάτου».

Το «Θηριοδαμαστήριο» Νανοδιηγήματα (ISBN 978-960-91495-5-6), του Παναγιώτη Καποδίστρια , από τις εκδόσεις «Αληθώς – κέντρο Λόγου», Ζάκυνθος 2022, σσ 45, είναι ένα κόσμημα  που αξίζει να το αναζητήσει κανείς. Στην αισθητική του συμβάλλει επιπλέον και το χαρακτικό της Άριας Κομιανού, στο εξώφυλλο του βιβλίου.

https://plessasbook.gr/zakynthinh-locotexnia/37205-thhriodamasthrionanodihchmata.html

       

Πέμπτη 26 Ιανουαρίου 2023

Άλλο τουρισμός και άλλο ο εκτοπισμός

 


 


Ως τουρίστας χαίρομαι τα πάντα. Όλα μου φαίνονται υπέροχα και ενθουσιάζομαι με το διαφορετικό.  Αισθάνομαι  μια ατελείωτη έκπληξη και επιθυμώ να ζήσω όπως οι ντόπιοι, όσες μέρες βρίσκομαι στα ξένα. Εμένα δεν με αγγίζουν αρνητικές σκέψεις και τίποτα δεν με αποτρέπει από την εμπειρία. Απλά δεν φοβάμαι. Έχω αναπτύξει μια φιλοσοφία που ανέχεται τον άλλο , όχι για αυτό που θέλω μα για αυτό που είναι. Ποτέ δεν κάθισα να ρωτήσω λ.χ. γιατί τρώνε βατράχια ή χέλια. Εκείνο που με   απασχόλησε είναι το πώς. Κοιτούσα  με προσοχή και όταν έμαθα, άρχισα να καταβροχθίζω τεράστιες ποσότητες από πρίγκιπες που ατυχώς δεν ολοκλήρωσαν την αποστολή τους. Στην καλύτερη εκδοχή έμειναν μπουτάκια στο κουρκούτι, η έκαναν παρέα με σαλιγκάρια μέσα σε ριζότο .  Με το χέλι το ζήτημα είναι να συνοδεύσεις το φαγητό με το κατάλληλο τσίπουρο  και να φροντίσεις ώστε να μην γίνεις τύφλα. Άσε που και να γίνεις δεν ενοχλεί. Αρκεί να ξέρεις να αντιπαρέλθεις στην κατάσταση.  Κάθεσαι όσο χρειάζεται, πίνεις νερό και επισκέπτεσαι την τουαλέτα. Μετά από ένα δυο καφέδες είσαι έτοιμος να συνεχίσεις την περιήγηση. Πηγαίνεις χαρωπά στα αξιοθέατα. Κάστρα, μουσεία, πάρκα, πλατείες. Χουζουρεύεις στην καλοκαιρία. Μετράς τους περαστικούς και αφιερώνεις χρόνο σε δρώμενα και καθημερινότητες. Μικρά  μαγαζάκια που αναδύουν αρώματα και χρώματα.  Όλα ακέραια , καθαρά, επιθυμητά. Κάνεις τα ψώνια σου και νοιώθεις άρχοντας. Πάνω που αρχίζεις να συνηθίζεις όμως, πρέπει να φύγεις .  Αυτό  είναι το θέμα. Εκεί που νοιώθεις ντόπιος ξεβολεύεσαι. Άντε πάλι να είσαι ο ξένος και περιπλανώμενος. Εδώ είναι παράδεισος  και αρνείσαι να ξαναγυρίσεις στον μίζερο κόσμο σου. «Θα μείνω εδώ», λες και το εννοείς.

Το έχω δηλώσει κατ’ εξακολούθηση. Την τελευταία φορά φόραγα φεσάκι και κοιτούσα την γαλάζια απεραντοσύνη. Όλα οικεία και φιλόξενα. Η γη της Ιωνίας. Τόπος ονειρεμένος και αγαπητός. Στην Έφεσο, ανάμεσα στις πεσμένες κολόνες συνάντησα τον Ηράκλειτο. Μια  όμορφη κόρη πέρασε  σαν οπτασία. Το πέπλο της άγγιξε  τα πάντα με γλυκύτητα. Δίπλα στα ερείπια της παλιάς εκκλησίας καθόταν  ένα ερωτευμένο ζευγάρι. Έκαναν   σχέδια και οι θεοί, ωσεί παρόντες,  γελούσαν. Καλοκαίρι , τα παιδιά παίζουν με θόρυβο. Επάνω από τους λόφους περνάνε νταλίκες , μεταφέρουν τα αγαθά στο βορρά. Μια μπάλα σκάει κοντά μου. «Πέτα την» μου λένε οι σπόροι. Το κάνω και βάζω γκολ. Είμαι ήρωας. Βρήκα το σπίτι μου. Έχω ακόμη το κλειδί της εξώπορτας. Ανοίγω να πάρει αέρα ο χώρος. Γύρισα  για να μείνω.  

Με βόηθησε σε αυτό η ευκολία μου στις ξένες γλώσσες. Ήδη μιλούσα τα στοιχειώδη, συμπλήρωνα άγνωστες λέξεις  με τα χέρια μου, άφηνα και χώρο στην παγκόσμια γλώσσα του εμπορίου. Αναζητούσα  δουλειά και θα την είχα, αν δεν ξυπνούσα ένα πρωινό να ψάχνω τους φίλους μου. Είχαν όλοι προσαχθεί σε τοπικά αστυνομικά τμήματα για συζητήσεις σχετικά με τις απόψεις τους. «Αναρχικά στοιχεία», μου τόνισε ο ταβερνιάρης χαϊδεύοντας την κοιλίτσα του. Με έπιασε τρόμος, θα συλλάβουν και μένα. Ένας Έλληνας στην Σμύρνη. Μέχρι  να φύγω είχα εφιάλτες. Η γιαγιά μου με μαύρο τσεμπέρι , καθισμένη σε ένα μπόγο με ρούχα με κοίταγε.

- Τι κάνεις εδώ ; μου έλεγε και κοίταζε γύρω με φόβο. Τι να σώσει μέσα στις φλόγες; Την ψυχή και τα παιδία της. Μπήκε σε μια μαούνα και χάθηκε στην νέα πατρίδα.

Πεταγόμουν κάθιδρος, χάθηκε ο μύθος και ο έρωτας. Στους ίδιους δρόμους, που πριν τα γεγονότα έβλεπα μόνο άνθη και ωραίους κήπους, άρχισα να αναγνωρίζω ψυχιατρεία , φυλακές , νοσοκομεία, ακόμη και νεκροταφεία. Σε ένα μπήκα μέσα. Αν αφαιρέσεις τον σταυρό, ίδιο με τα δικά μας. «Πεθαίνουν και εδώ», είπα και με έπιασε τρόμος. Φτάνοντας στο λιμάνι έπεσα σε συνωστισμό. Πλήθος από ντόπιους φώναζαν συνθήματα και κρατούσαν σημαίες. Ένας παρακείμενος μου εξήγησε ότι διαδήλωναν την πίστη τους στο καθεστώς. Η απεραντοσύνη είχε γίνει «γαλάζια πατρίδα» και εγώ πέρασα απέναντι με τα χίλια. Ευτυχώς είχε μπουνάτσα και δεν με πείραξε η θάλασσα. Βγήκα στο νησί και ησύχασα. Έτρωγα γαριδούλες φρέσκιες και πάμφθηνες. Αποφάσισα  να παραμείνω, κοιτώντας την ακτή που είχα αφήσει. Μια συνεχής αλλαγή διέπει το σύμπαν μου. Πρέπει να το αποδεχθώ. Κανείς δεν μπορεί να μπει στην ίδια θάλασσα δύο φορές.

Στο πέμπτο  ουζέλι το γκαρσόνι με ρώτησε για την κατάστασή μου. Μετά  από ενδελεχή συζήτηση για την περιπέτειά μου, τον διαβεβαίωσα, «όλα καλά». Από μακριά μια φουσκωτή βάρκα έφερνε κόσμο. Στην παραλία κάποιοι κρατούσαν κουβέρτες και μοίραζαν μπουκάλια νερό. Ένα νοσοκομειακό παρέλαβε κάμποσους. Οι άλλοι περίμεναν. Δυο  παιδάκια έτρεξαν κατά πάνω μας. Θορυβήθηκα, μα είπα θα έρχονται για το μουσείο του αυτοδίδαχτου ζωγράφου. Εκείνα πλησίασαν και ζητούσαν φαί. Ο σερβιτόρος τα έδιωξε. Γύρισαν πίσω κλαμένα στην μάννα τους. Εκείνη, στα μαύρα ντυμένη, τα αγκάλιασε . Έπειτα έφυγαν όλοι. Μια μακριά παράταξη με την συνοδεία στρατού.


«Άλλο  ο τουρισμός και άλλο ο εκτοπισμός», μονολόγησα και κατηφόρισα ψύχραιμα, πατώντας στέρεα πάνω στην γη.  Μπροστά μου η θάλασσα και στο πολύ βάθος   βόμβες άφηναν ανάσες φωτιάς. Η  σκόνη σκέπαζε τις εικόνες, που εναλλάσσονταν  στον ζαλισμένο μου νου.  




πρώτη δημοσίευση : με τον τίτλο : "Άλλο τουρισμός και άλλο ο εκτοπισμός", στο λογοτεχνικό περιοδικό "Απόπλους" , έτος 33, τεύχος 93- 94, φθινόπωρο 2022, σσ. 52-5.  https://www.politeianet.gr/magazines/periodika-apoplous-teuchos-93-94-fthinoporo-2022-344041

αναδημοσίευση στο https://tempo24.news/eidisi/423970/allo-o-toyrismos-kai-allo-o-ektopismos στις 27/1/23 Γνώμες 

Δ. Μαγριπλής : Η μυθολογία μιας μουσικής μπάντας , μέσα από την πέννα της Κρίστης Στασινοπούλου. Μια συνομιλία με την συγγραφέα.

  Την Κρίστη Στασινοπούλου και τον Στάθη Καλυβιώτη τους γνωρίζω από την δεκαετία του ’80. Προσωπικά τον Στάθη τον παρακολουθώ από τα μαθητικ...