Ανέβηκα στο χωριό αμέσως μετά τη Λαμπρή. Είχα καιρό να έρθω και όλα έμοιαζαν διαφορετικά. Αναστάσιμα.
Έμεινα στο πατρικό, αν και οι συνθήκες πια δεν ευνοούσαν μια αξιοπρεπή
διαβίωση. Η σκεπή είχε αρχίσει να υποχωρεί και αυτό με στεναχώρησε ιδιαίτερα. Τα πέτρινα σπίτια έτσι γκρεμίζονται. Δεν
έχουν θέμα στα ντουβάρια, αλλά στην οροφή. Αν αυτή υποχωρήσει, μετά από
λίγο αρχίζει μια διαρκής κατάρρευση. Σιγά σιγά γλύφει η βροχή τους τοίχους και οι
πέτρες αποσπώνται από την συμπαγή μάζα της δημιουργίας. Κατρακυλούν κάτω και ο
σορός, αν δεν βρεθεί κατάλληλο χέρι και φροντίδα, γίνεται όλο και μεγαλύτερος.
Στο μέλλον θα είμαι άστεγος. Όχι ότι αυτό με ενοχλεί. Ουσιαστικά άστεγοι είμαστε όλοι μέχρι να
καταλήξουμε και προσωπικά έχω μετακομίσει εδώ και καιρό στον χώρο των επιλογών
μου. Εκεί υπάρχω και διαβιώ. Αν είναι καλύτερα ή χειρότερα, δεν ξέρω πια. Ο
νόστος, όμως, υπάρχει. Θεωρώ μεγάλη ανάγκη αυτό το ανέβασμα κάθε που ακούγεται
το «Χριστός Ανέστη». Σε σημείο που η μετάβαση γίνεται ως εκ θαύματος, χωρίς
προετοιμασίες και φυσικά δίχως αποσκευές και περαιτέρω υλικά βάρη. Πάντα
παρών στο τραπέζι με τα κόκκινα αυγά και τα λαχταριστά καλούδια, κάτω από την
κρεβατίνα με το αμπέλι, αν μάλιστα το Πάσχα είναι αργά, να σκιάζει με τα
τρυφερά του φύλλα τον ήλιο. Το γλέντι
στην αυλή ξεκινάει από πρωίας και κρατά όσο το κρασί ρέει από το μεγάλο βαρέλι
του πατέρα μου. Αγιωργίτικο με ροδίτη, σε χρώμα ροζέ βαθύ και γεύση ντόπια,
ανόθευτη και μυριστική. Βγάζει γέλια
και χαρές, που κάνουν τον γέρο παλικάρι και την παρέα να χορεύει σε ήχους
ελληνικούς. Έχουν αυτοί οι χοροί μια μαγεία. Ουσιαστικά είναι ο κύκλος
της δύναμης, που δεν απαιτεί δεξιότητες και φιοριτούρες. Ο ένας κρατά τα χέρια του άλλου και η κίνηση βγάζει
ενότητα μετασχηματίζοντας το εμείς σε ένα και το ένα σε πολλά πρόσωπα.
Εκεί που διαμένω δεν έχει χορούς
και κρατήματα. Όλοι μόνοι. Άτομα που δεν απαντώνται. Σκυφτοί και σκεφτικοί, σαν να πρόκειται να αλλάξει
και τίποτα έτσι. To να
κοιτάς ευωδιαστό χαμομήλι με την ιδέα πως πρόκειται για ποώδες φυτό που τα άνθη
του κατανέμονται σε ταξιανθίες, μονοετές και φαρμακευτικό, σε κάνει να χάσεις τα
αρώματα και να αγνοήσεις το γεγονός ότι ανήκει στην οικογένεια των αστεροειδών.
Έτσι δεν γυρίζεις να το ανταμώσεις στον
ουρανό σου. Όταν δεν κοιτάς πάνω, δεν παρατηρείς τις ρωγμές. Συνεπώς κάποτε χάνεται το ταβάνι και ακολουθεί
η κατάρρευση. Αυτό μου συνέβη. Μετατράπηκα από πηγή σε πληγή που έρεε και τόσα δάκρυα, αντί να ποτίσουν
ανθούς, χάθηκαν στο ρέμα που έτρεχε με ορμή να χυθεί στην θάλασσα. Στο
αλάτι δεν επιβιώνουν αισθήματα. Χωρίς
τις αισθήσεις όλα έγιναν ασπρόμαυρα και έτσι
δεν πρόλαβα να απολαύσω τα χρώματα. Μα να ήταν μόνο σε μένα;
Πού πήγαν όλοι; Ή έχουν αργήσει ή κάτι συνέβη. Το μαρτυρά η
κατάσταση του σπιτιού. Ακόμη και την πόρτα βρήκα μισάνοιχτη. Το ξύλο της μέσα
στο σαράκι πια. Στην πέτρα, δίπλα στον τοίχο της, δεν υπάρχει το ποτήρι του
πατέρα και το πηγάδι σκεπάστηκε από βάτα. Οι μουριές αγρίεψαν και η μεγάλη
καρυδιά έχει πια μαραθεί. Έμεινε
κούτσουρο με πρασινάδα έναν κισσό, που σε ξεγελά δήθεν για δένδρο. Εγκατάλειψη.
Σπρώχνω την θύρα και μπαίνω. Το
σιδερένιο κρεβάτι που γεννήθηκα και μια εικόνα, «Η εις Άδου Κάθοδος», στον τοίχο. Το μόνο που δεν σάπισε στο χρόνο. Ένα μολυντήρι
ξεπροβάλλει πίσω της. Κοιταζόμαστε σαν
παλιοί γνώριμοι. Το μπαούλο ανοιχτό
στη γωνία και μέσα του ένα ποντίκι
βοσκάει αμέριμνο. Δεν γίνεται, μονολογώ. Ένα επίθετο με τόσα πρόσωπα, απλά
ιστορία; Πού χάθηκαν τόσες μπαλωθιές για τα αγόρια και οι ελπίδες για το όνομα
το αθάνατο;
Πηγαίνω στο αμπέλι. Αφρόντιστα δυο τρία κλήματα και αυτά άγρια πια. Μόνο η ελιά στέκει
ακόμη στο περιβόλι. Την είχε φυτέψει η μάννα. Για δες την, τεράστια . Κάθομαι
στον ίσκιο της μόνος. Ένα φίδι εμφανίζεται κοντά μου. Σούρνεται με θόρυβο και
με απειλεί. Έχω παγώσει. Όλη η ζωή μου τρέχει στο νου. Δειλινό και δακρύζω. Στο
βάθος μια βερικοκιά ανθίζει. Τη δείχνω στο ερπετό και σκάει από το κακό
του.
Πάλι καμπάνες. Εσπερινός της Αναλήψεως. Πρέπει να φύγω. Από τότε
που μετοίκησα, ποτέ δεν πρόλαβα να δω τα άλογα να κολυμπάνε ανήμερα της γιορτής.
Τα κατεβάζουν οι καβαλάρηδες στο γιαλό. Σαν ήμουν παιδί, κάναμε το πρώτο μας μπάνιο. Η μάννα έπαιρνε νερό από τη
θάλασσα και ράντιζε το σπίτι. Από
σαράντα κύματα, έλεγε και ο πατέρας χάριζε το γάλα σε φίλους και γνωστούς. Στο
σούρουπο κατεβαίνω τον δρόμο. Περνώ από τον Αϊ - Γιώργη. Ένα κάτασπρο άλογο,
στολισμένο με σέλα ασημένια και γκέμια χρυσά, με κοιτά.
-Υπάρχει Θεός; με ρωτά ο αναβάτης του.
Το ίδιο κάθε φορά. Ίδια επιστροφή, με γνώριμες συναντήσεις και ίδια
ερωτήματα. Περιμένει απάντηση κοιτώντας με να ξεμακραίνω και πάντα σκεφτικός να
καταλήγω πως δεν υπάρχει απόλυτο δόγμα και ορθή λογική
στη πίστη μου. Καμιά βεβαιότητα. Υπάρχουν
μόνο εντυπώσεις από αυτά που συνάντησα στο θαύμα του κύκλου, ξανά και ξανά. Υπάρχει μόνο μια παραμυθία που χωρίς αυτήν
δεν μπορώ να υπάρχω και μια λογική ομορφιά που δεσπόζει αγκαλιάζοντάς με… Και
τούτο μου αρκεί.
-Δια των αισθήσεων , φωνάζω και
τρέχω.
Αλλοίμονο, άργησα πάλι. Πετώ σε τοπίο γνώριμο. Κάθοδος, ασπάλαθοι
παντού και σιωπή. Στο τέρμα με περιμένει ο συγκάτοικός μου μες στο σκοτάδι .
-Πώς ήταν;
-Άνοιξη, απαντώ με σκληρότητα.
Τον βλέπω να κλαίει. Επικράνθη ο Άδης…
πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Σύναξη (τεύχος 151 / Φθινόπωρο 2019, σ. 83): https://armosbooks.gr/shop/praktorefseis/synaxi/synaxi-151/
πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Σύναξη (τεύχος 151 / Φθινόπωρο 2019, σ. 83): https://armosbooks.gr/shop/praktorefseis/synaxi/synaxi-151/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου