Του Δημήτρη Γ. Μαγριπλή
ΑΘΟΜΑΙ ΔΙΠΛΑ στὴν τρύπα στὸν τοῖχο καὶ κοιτάζω τὸ δρόμο. Δὲν ὑπάρχει κανείς. Ἔφυγαν ὅλοι. Ἄλλος γιὰ τὰ ξένα, ἄλλος γιὰ πάντα, οἱ περισσότεροι ἁπλὰ μέχρι νὰ ἡσυχάσει ἡ κατάσταση. Ἐγὼ τὸ ἀρνήθηκα. Ἀκόμη καὶ ὅταν ἦρθαν νὰ μοῦ ποῦν γιὰ ἐκκένωση.
Ἐδῶ θὰ μείνω, ἀπάντησα καὶ ζήτησα σφαῖρες. Ἄφησαν μπόλικες.
Θὰ σοῦ χρειαστοῦν, εἶπαν καὶ ἀνέβηκαν στὴν καρότσα τοῦ ἀγροτικοῦ.
Τοὺς εἶδα ποὺ ἔστριβαν τὴν γωνία. Ἀπὸ τότε ἔχω νὰ μιλήσω σὲ φίλο. Ἀκούω φωνὲς μὰ δὲν ξεχωρίζω τί λένε. Νομίζω μὲ ἀποκαλοῦν τρομοκράτη. Δὲν εἶμαι σίγουρος, μὰ τὸ ὕφος τοῦ λόγου τους δείχνει πὼς στὰ χέρια τους θὰ καταλήξω ἀκέφαλο σῶμα. Δὲν τὸ ρισκάρω νὰ ἀποκριθῶ. Τοὺς στέλνω κάποτε κανένα βόλι. Ἔτσι γιὰ νὰ ἀναγνωρίσω τὴν θέση τους. Εἶναι παντοῦ. Τὶς προάλλες ἕνα μαῦρο ἁμάξι πέρασε μὲ ἰλιγγιώδη ταχύτητα ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι. Ὅπλισα μὰ δὲν πρόλαβα νὰ ρίξω. Εἶδα μόνο σκόνη καὶ ριπὲς στὸν ἀέρα. Μετὰ τὴν γωνία κάποιοι ἀλάλαζαν στὸ ρυθμὸ τοῦ θανάτου. Πάγωσα. Λὲς νὰ ἔμεινα μόνος στὴν κόλαση;
Ἐκεῖνο τὸ βράδυ σὲ σκέφτηκα. Νὰ εἶσαι καλά; Σᾶς δῶσαν τροφὴ καὶ νερό; Πῶς σᾶς φέρθηκαν; Ὅπως καὶ νὰ ἔχει, φύγατε. Ὁ ἥλιος ἐκεῖ συνεχίζει νὰ βγαίνει μὲ δύναμη καὶ τὸ φεγγάρι στρώνει στὴν θάλασσα δρόμους. Καΐκια μὲ ἀνοιγμένα πανιὰ ταξιδεύουν στὸ πέλαγο. Παιδιὰ χτίζουνε κάστρα στὴν ἄμμο. Ἐσὺ μὲ τὸ γαλάζιο σου φόρεμα νὰ περπατᾶς σὰν δορκάδα καὶ πίσω σου τρία κουτσούβελα νὰ φωνάζουν: «μαμά».
Πάλι ἄναψαν φωτιὲς στὸν λόφο. Καῖνε τὰ πάντα. Στάχτες καὶ ἐκείνη ἡ μυρωδιὰ τοῦ καμένου κρέατος. Δὲν ἔχουνε ἔλεος. Φοβᾶμαι νὰ δῶ. Ὁ τοῖχος ἀπέναντι εἶναι γεμάτος εἰκόνες. Τὶς ἔχω καρφώσει στὰ πρόχειρα μὰ στέκονται ὄρθιες παρὰ τὶς ἐκρήξεις. Κάνουν τὸν νοῦ μου νὰ φεύγει…
Ἀκούγονται πάλι κραυγές. Σκυλιὰ τοῦ πολέμου. Κάποιον θὰ βρήκανε πάλι. Καὶ νὰ φανταστεῖς ἦρθαν σὰν ἄγγελοι. Εἴχανε λύσεις γιὰ ὅλα. Στὴν ἀρχὴ τοὺς πιστέψαμε. Δίναν πράματα καὶ ὑποσχέσεις. Ποιός δὲν τὰ θέλει; Τὰ πήραμε. Τὸ σπίτι ἄλλαξε, ἡ γειτονιά, ἀκόμη καὶ ὁ τρελὸς στὴν γωνία ἐντύθηκε. Μετά…
Ἄρχισε ἐκεῖνος ὁ πόλεμος. Ὁ ἕνας ἐναντίoν τοῦ ἄλλου. Πόνος ἀφόρητος καὶ ὁ κόσμος συννέφιασε. Οἱ γριὲς βάλανε μαῦρα μαντήλια καὶ κουρέψανε σύντριχα τὰ παιδιά. Τὰ πράματα γίναν δεσμὰ καὶ οἱ ὑποσχέσεις δανεικά. Τὰ ἤθελαν πίσω. Μᾶς κλέψαν τὰ πάντα. Δημεύσανε σπίτια καὶ ὀργώσανε ξένα χωράφια. Σφάξαν τὰ ζῶα μας καὶ πῆραν μακριὰ τὴν σοδειά μας. Κλεῖσαν σχολειὰ καὶ ἱδρύματα. Πῆραν ἀκόμη καὶ τὰ παιχνίδια τῶν παιδιῶν. Μᾶς ἄφησαν μόνο, χωρὶς νὰ τὸ θέλουν, ἐλπίδα. «Ἔτσι ὅπως ἦρθαν θὰ φύγουν», μονολογούσαμε. Τίποτα δὲν εἶναι ἄλλωστε αἰώνιο. Μόνο τὸ χαμόγελό σου. Ἀποτύπωμα πάνω στὰ ἀστέρια. Ἔτσι δὲν εἶναι;
Ἦρθαν γιὰ μένα. Ἀκούω τὶς μηχανές τους νὰ μουγκρίζουν καὶ βλέπω φιγοῦρες νὰ κάνουν παρέλαση. Μετράω τὸ χρόνο, σφίγγω τὰ δόντια, σέρνομαι δίπλα στὴν τρύπα. Ἀπέναντι εἶναι ὁ δράκος. Μὲ κοιτᾶ καὶ οὐρλιάζει: «ἐκεῖ – ἐκεῖ».
Ἀκούω το μπὰμ καὶ τραβιέμαι. Νοιώθω τὸ κάψιμο πάνω ἀπὸ τὸ γόνατο. Ξυστὰ εὐτυχῶς. Πιάνω τὸ αἷμα. Ζεστό. Μὲ τὸ δάχτυλο παίρνω τὸ κόκκινο καὶ τὸ ἀφήνω πάνω στὸ κάτασπρο πάτωμα: «θέλω νὰ ξέρεις ὅτι ἔκανα τὰ πάντα γιὰ νὰ μείνω ἐδῶ».
Ὁμοβροντίες. Βάλθηκαν νὰ μὲ ξεκάνουν. Καθάρματα λέω καὶ ἀρχίζω νὰ ρίχνω. Μὲ ἀκοῦς;
Εἶμαι ἀκόμη ζωντανός. Μὲ τὸ κεφάλι ψηλὰ ἀπαντάω στὶς φλόγες τους. Τὸ ξέρω πὼς σὲ ἔχω πάντα κοντά μου. Ὁ πατέρας καὶ ἡ μάννα, τὰ ἀδέλφια μου, οἱ μνῆμες ποὺ ἔχουνε κάνει γιορτές, πανηγύρια καὶ λύπες. Εἴμαστε ὅλοι ἐδῶ καὶ γι’ αὐτὸ πολεμάω τὸ ἔρεβος. Πόσο λίγοι μοῦ φαίνονται πιά. Σηκώνομαι ὄρθιος καὶ περπατάω στὸ δωμάτιο ποὺ χτίσαμε μὲ ἀγάπη. Εἶμαι ἀητὸς καὶ μπορῶ νὰ πετάξω. Ἀφήνω τὰ μαλλιά μου στὸ κύμα ποὺ ἔρχεται. Κοιτάω τὴν πόρτα. Ἀκούω τὸν θόρυβο. Σπάει καὶ χύνονται. Τὸ δάχτυλο γίνεται σκανδάλη ποὺ ρίχνει. Νοιώθω παντοῦ ἕνα τσούξιμο.
Μεῖναν ἐκεῖ. Νὰ ξέρεις πὼς μέσα δὲν μπήκανε. Στὸ λέω γιατί προτοῦ ἀρχίσω νὰ πετῶ ἀπὸ πάνω τους, εἶδα. Δὲν τόλμησαν. Τὰ μάταια κτήνη. Κάναν στροφὴ καὶ χαθῆκαν, σκιὲς στὸ βάθος τοῦ δρόμου. Τώρα πετῶ νὰ σᾶς βρῶ. Μὲ λογισμὸ καὶ ὕπαρξη ἐλεύθερη. Πάνω ἀπὸ κάμπους καὶ κάτω ἀπὸ ἀστέρια. Κρυμμένος στὰ πιὸ γλυκὰ ὄνειρά σας. Σὲ βεβαιῶ κανεὶς δὲν μᾶς νίκησε πουθενά. Τί σημασία ἔχει τὸ ὄνομα: «Κομπάνι – Ἀθήνα – Βαρκελώνη», ἢ ὅπως ἀλλιῶς. Ὁ φασισμὸς δὲν ἔχει φτερὰ νὰ πετάξει.
Στὸ φῶς τῆς αὐγῆς σκαρφαλώνω στὸ σύννεφο. Γίνομαι ἕνα μαζὶ μὲ χιλιάδες. Χέρι μὲ χέρι βουτᾶμε καὶ ρέουμε. Σοῦ στέλνω γράμμα νὰ ξέρεις τὴν τύχη μου. Διαλέγω τὸ ρόδο στὴν πόρτα σου. Ἐκεῖ θὰ εἶμαι ὅταν ἀνοίξει καὶ βγοῦν τὰ παιδιά. Ἐκεῖ, στὸν χρόνο ποὺ ἔρχεται.
πρώτη δημοσίευση περιοδικό ΠΛΑΝΟΔΙΟ (Ιστορίες Μπονζάι)