Είχε πια συνηθίσει. Κάθε βράδυ
έστρωνε τις κουβέρτες του και πλάγιαζε πάνω από τον εξαερισμό του μετρό. Είχε
πάντοτε ζέστη. Αν έκανε χειμώνα βαρύ έμπαινε μέσα στην τεράστια χάρτινη κούτα
που είχε βρει στα σκουπίδια.
Έκανε επαιτεία στην είσοδο του
Φαρμακείου.
Το μεσημέρι έτρωγε φτηνά στο χέρι
και ύστερα έψαχνε για τη δόση του. Όλα πήγαιναν πρίμα. Κάτι ο ΟΚΑΝΑ, κάτι οι
φιλάνθρωποι και τίποτα δεν του έλειπε. Είχε και αίσθημα. Μια όμορφη κούκλα που
έκανε πιάτσα πίσω από το Δημαρχείο της πόλης. Πιο σεμνή όμως και πιο γλυκιά δεν
είχε ξανασυναντήσει ποτέ.
Εκεί ανάμεσα στις μυρωδιές των
μπαχαρικών την συναντούσε και μίλαγαν με τις ώρες. Εκείνη σπάνια αντιδρούσε και
φυσικά του έκανε όλα τα χατίρια. Χωρίς αγγίγματα όμως. Ένα τεράστιο τζάμι
στεκόταν πάντα ανάμεσά τους.
«Ρε πρεζόνι, στη βιτρίνα μιλάς;» τον διέκοπτε κάποτε ο ειδικός
φρουρός στη βραδινή του περιπολία. Δεν τον ένοιαζε. Ακόμη και όταν με φούρια
τον τσάκιζε στο ξύλο άμα ξεμπέρδευε με τις κυρίες στο διπλανό ξενοδοχείο. Είχε
μάθει πια. Ο έρωτας ήταν επικίνδυνος στις μέρες μας.
Αυτός κάθε βράδυ πιστός στο
ραντεβού μέχρι τη μέρα που πίσω από τη βιτρίνα χάθηκε για πάντα η κούκλα.
Ανακαίνιση έγραφε το σημάδι στο
τζάμι.
Δεν την ξαναείδε. Η διαδρομή όμως
πάντοτε η ίδια. Πίσω από το δημαρχείο είχε ζήσει τις πιο αληθινές στιγμές
αγάπης και πόθου. Ήξερε ότι μια μέρα θα ξανασμίξουνε. Με αυτή την ελπίδα
συνέχισε να υπάρχει.
Εκείνη τη νύχτα ο κόσμος
ανάστατος. Σειρήνες, σπασίματα,
πυροβολισμοί, εκρήξεις. Σκηνές πολέμου.
Τα ζούσε ή έφταιγε η σκόνη που
σαν χιόνι έπεφτε στο μυαλό του;
Κάποιος τον τράβηξε και βρέθηκε
στο ποτάμι να κυλά με το πλήθος.
Φωνές και συνθήματα. Έτρεχε με
πανικό προς τα μπρος.
Γιατί; Δεν ήξερε, μόνο κάτι στόματα
ανοίγαν και κλείνανε.
Συνθήματα σκέφτηκε, μα ήταν τόσο
βουβά.
Πίσω του ο ειδικός φρουρός να τον
φτάνει. Ήθελε να γίνει αόρατος όσο και την ημέρα. Μα ήταν νύχτα και όλα φωτισμένα
από λάμπες νέον, σπινθήρες και χρώματα της φωτιάς.
Αποκάλυψη τώρα! Ο μπάτσος κατόπι.
«Απόψε πεθαίνω», σκεφτότανε και
ο άνεμος μύριζε φορμόλη.
Έκανε να κρυφτεί πίσω από το
άγαλμα. Ευτυχώς τον προσπέρασαν όλοι και άρχισαν μάχη. Πέτρες έπεφταν σαν το
χαλάζι και ο ορίζοντας με σύννεφα σκόνης.
Στο μαγαζί απέναντι μπούκαραν για πλιάτσικο.
Είπε να πάει.
Μα τι να τα κάνει τα πράγματα;
Δεν είχε ντουλάπια στη κούτα και τσέπες γεμάτες δεν άντεχε πάνω του. Έμεινε να
κοιτά. Αθέατος πάντα. Δεν ήθελε να τον δει κανείς από τους γνωστούς.
Πώς έγινε και ήταν εκεί;
Όλοι οι πλούσιοι της πλατείας
έβγαιναν για ψώνια νυχτιάτικα. Άλλος με δέκα ζευγάρια γυαλιά, άλλος με κινητά
άλλος με ρούχα και τσάντες με ηλεκτρονικά, άλλος με τίποτα και τη χαρά του
μίσους για απόδειξη.
Του φάνηκε ότι άκουσε κλάματα.
Από πού; Αναρωτήθηκε.
Βγήκε με τρόπο και ακολούθησε τις
φωνές. Ήταν αυτή. Μόνη και άσημη ανάμεσα στα τόσα στολίδια. Η τζαμαρία σπασμένη
και επιτέλους χωρίς εμπόδιο.
Ήταν δική του.
«Γιατί κλαις;» τη ρώτησε, μα απόκριση δεν πήρε.
Εκείνη συνέχισε να θρηνεί.
Κινήθηκε να την αγκαλιάσει.
Κάποιος τον έσπρωξε. Έπεσε κάτω
και πλήθος μπήκε ανάμεσά τους.
«Τι κάνετε εκεί;»
Κανείς δεν του απάντησε. Μονάχα
έβγαζαν μια φωνή σαν συριγμό και με μάτια πυρωμένα του θύμιζαν Άδη.
Όρμισε να την γλυτώσει.
Όλο την έφτανε μα πάντοτε στο τέλος την έχανε.
«Μη! Αφήστε την ήσυχη», φώναξε.
«Μια κούκλα είναι μόνο. Άλλοι την ντύνουν και την ξεντύνουν. Δεν φταίει
– δεν φταίει σε τίποτα».
Κανείς δεν του έδωσε σημασία. Την
πήραν μαζί τους και έτρεχαν. Κατόπι κι αυτός και να κλαίει.
«Χριστέ μου, δώσε μου δύναμη».
Τα πόδια του φτερά και το κορμί
του πούπουλο. Δεν έφτανε όμως. Κάθε που ζύγωνε κάτι την έπαιρνε όλο και πιο μακριά.
«Τη ζωή μου για αυτή» δήλωσε και πίστεψε ότι θα άξιζε κάτι.
Κάποιος κοντά γέλασε και με φόρα του πέταξε πέτρα.
«Βρωμιάρη», του είπε και
έφυγε.
«Εικόνα μου είσαι», του αντιμίλησε άκαιρα.
Ζαλίστηκε, μα ευθύς αναστήθηκε.
Δεν είχε χρόνο για χάσιμο.
Η ματιά του την είδε μπροστά, την
κρατούσαν αιχμάλωτη κάτω από το χριστουγεννιάτικο δένδρο την πόλης. Αυτή φώναζε
βοήθεια και γύρω της χόρευαν βάνδαλοι.
«Σώσε την, σώσε την» εκλιπαρούσε στα ύψη.
«Φεύγα» του είπε ο άγγελος.
«Εσύ να πετάς ξέρεις μόνο», του απάντησε και στριμώχτηκε στους βραδινούς
επισκέπτες της κόλασης.
Ήταν πλέον κοντά της, την είχε
στο άγγιγμα.
«Τώρα σε έχω» της είπε με ένταση.
Αυτή άπλωσε τα κοκάλινα χέρια της
προς το μέρος του και κει που η αγκαλιά θα γινόταν αλήθεια, ένα παιδί την έριξε
κάτω από το έλατο.
Τινάχτηκε να την σώσει. Δεν
πρόλαβε. Τεράστιες φλόγες ξεπήδησαν σε ξέφρενο ρυθμό.
Παιδιά χόρευαν λέγοντας τα
κάλαντα.
Ήταν πρωί πια
και κείνος με αίματα, έψαχνε στα αποκαΐδια για
να την συναντήσει ξανά.
Απόκαμε και έκατσε πληγωμένος.
Κοίταξε επάνω για έλεος.
«Καλά Χριστούγεννα» άκουσε και ο μπάτσος τού έριξε τον ουρανό
κατακέφαλα.
Εμπεριέχεται στην συλλογή : "Τα καναπεδάκια της ανεργίας" , Κριτική , Αθήνα 2016, σσ. 79 - 83
https://kritiki.gr/product/ta-kanapedakia-tis-anergias/