πρώτη δημοσίευση στο: http://tempo24.news/eidisi/158808/o-d-magriplis-thymatai-ton-yperoho-mpost-se-mia-synenteyxi-me-ton-kosta-vostantzogloy
Τον Κώστα Βοσταντζόγλου τον γνώρισα για πρώτη φορά, σε ένα περίπατο στην Ακρόπολη, κρατώντας το χέρι του πατέρα μου. Πρέπει να ήταν περίπου το 1975 και η θερμή καλημέρα στον σύντροφο «Μποστ» , οδήγησε τα βήματά μας, στο φιλόξενο σπίτι τους. Αυτό ήταν, από κει και ύστερα ένα κομμάτι της καρδιάς μου συνοδοιπόρησε με τον Κώστα μέχρι σήμερα ….
Ο Κώστας, γραφίστας με πλούσιο έργο (να αναφέρω χαρακτηριστικά την συνεργασία
του με τον Μάνο Χατζιδάκι, τις εκδόσεις Κέδρος κ.ά.) , θεατρικός συγγραφέας και
πεζογράφος. Τα κείμενά του , έντονα επηρεασμένα από την γραφή του πατέρα του ,
μα μοναδικά και ιδιαίτερα που αξίζουν κάτι παραπάνω από την προσοχή μας…
Του ζήτησα να μιλήσουμε για τον αείμνηστο «ΜΠΟΣΤ», φυσικά, ανατρεπτικός χαρακτήρας ο Κώστας , κράτησε μόνο την πρώτη ερώτηση και σαν ποτάμι έγραψε όπως το ήθελε ένα ενιαίο κείμενο – μνήμη για μας, αλλά και απόλαυση για όσους έχουν την διάθεση να γνωρίσουν, μια από τις κορυφαίες στιγμές της νεώτερης ελληνικής ζωγραφικής και όχι μόνο ….
Φυσικά δεν έκανα καμία αλλαγή , το κείμενο άξιζε και έμεινε έτσι …
Χαρείτε το …..
Δ. Μαγριπλής: Μίλησέ μας για τον πατέρα σου, Μέντη Βοσταντζόγλου, τον λατρευτό μας «ΜΠΟΣΤ»
Του ζήτησα να μιλήσουμε για τον αείμνηστο «ΜΠΟΣΤ», φυσικά, ανατρεπτικός χαρακτήρας ο Κώστας , κράτησε μόνο την πρώτη ερώτηση και σαν ποτάμι έγραψε όπως το ήθελε ένα ενιαίο κείμενο – μνήμη για μας, αλλά και απόλαυση για όσους έχουν την διάθεση να γνωρίσουν, μια από τις κορυφαίες στιγμές της νεώτερης ελληνικής ζωγραφικής και όχι μόνο ….
Φυσικά δεν έκανα καμία αλλαγή , το κείμενο άξιζε και έμεινε έτσι …
Χαρείτε το …..
Δ. Μαγριπλής: Μίλησέ μας για τον πατέρα σου, Μέντη Βοσταντζόγλου, τον λατρευτό μας «ΜΠΟΣΤ»
Αναγκαστικά, ξεκινώντας, θα παραθέσω βιογραφικά στοιχεία που είναι κουραστικά, αλλά σηματοδοτούν την διαδρομή του. Το κάνω γιατί πιστεύω πως οι σταθμοί στη ζωή του λίγο πολύ τον διαμόρφωσαν και καθόρισαν την πορεία του, οπότε για κάποιους ίσως σταθούν χρήσιμα στοιχεία.
Ο πατέρας γεννήθηκε στην Βασιλεύουσα το σωτήριον έτος 1918.
Για τις ψαγμένες κυρίες επιβεβαιώνω πως ναι. Ήταν σκορπιός. Επίσης ήταν γόνος μεγαλοαστικής οικογένειας εμπόρων - βιομηχάνων. Η καταγωγή του σογιού μας είναι από την Αμάσεια του Πόντου. Η Αμάσεια είναι μία υπέροχη πόλη στη μέση μιας πανέμορφης, πλούσιας και καταπράσινης κοιλάδας κάτω από την Τραπεζούντα. Την διασχίζει ο ποταμός Άλυς. Δεν ήτανε κορόιδο ο Μιθριδάτης που την είχε πρωτεύουσά του. Ο πατέρας επέμενε, μέχρι που μας άφησε, πως όλοι ανεξαιρέτως στο σόι μας είμαστε για δέσιμο, γιατί “παρατήσαμε την Αμάσεια, για να έρθουμε στην χώρα της Αμασείας”.
Εκείνος έφτασε στην χώρα της Αμασείας, στα πέντε του χρόνια, το 1923, αφού πρώτα πέρασε δύο χρόνια στη Ρουμανία. Όταν έφτασε στην Ελλάδα, μίλαγε Τούρκικα (αναγκαστικά, μιας και όλοι σπίτι του τα μίλαγαν), Γαλλικά (γιατί η μάνα του είχε σπουδάσει στις Ουρσουλίνες της Πόλης και τη μάνα του την λάτρευε), Αγγλικά, Ιταλικά και Γερμανικά από την Γερμανίδα νταντά, (γιατί θα ήταν ο συνεχιστής της εμπορικής - βιομηχανικής δυναστείας μας), Αρμένικα (γιατί αγαπούσε σαν καλοφαγάς την μαγείρισσα που ήταν Αρμένισα και τον μπούκωνε λιχουδιές), Ρουμάνικα μιας και πήγε σχολείο στο Ιάσιο και ολίγα από Ελληνικά.
Εδώ, με το που φτάσανε, διδάχτηκε και έμαθε αστραπιαία, τα βασικά του πρόσφυγα. Πως η μάνα του ήτανε παστρικιά γιατί πλενότανε και πως επειδή ο ίδιος δεν μίλαγε καλά τα ελληνικά στο σχολείο, ήταν ηλίθιος, τσογλάνι, μαλάκας και τουρκόσπορος. Πείσμωσε και αποφάσισε να μάθει σε βάθος και σωστά αυτή τη γλώσσα. Έμαθε λοιπόν τα ελληνικά καλύτερα από τους περισσότερους της γενιάς του.
Το σόι μας, μάλλον τα πάει καλά με αυτή την ξένη γλώσσα αν και στους κόλπους της περιλαμβάνει όλο ηλίθιους. Ο αδερφός του πατέρα του, ο Θεολόγος Βοσταντζόγλου, (άλλος ηλίθιος αυτός), έγραψε το περίφημο Αντιλεξικό και μερικά άλλα λεξικά που κάποια στιγμή θα χρησιμοποίησες κι εσύ Μήτσο μου σαν βοηθήματα. ( Εδώ να αναφέρω πως πράγματι το «Αντιλεξικό ή Ονομαστικόν της νεοελληνικής», Δομή , Αθήνα 1962, αποτελεί ένα καταπληκτικό βοήθημα σε όσους θέλουν να εμβαθύνουν στην Ελληνική γλώσσα)
Πήγε γυμνάσιο στο όγδοο. Καλό σχολείο. Ήταν στην ίδια τάξη με τον Κορνήλιο Καστοριάδη που ήθελε να γίνει μουσικός και διευθυντής ορχήστρας!!! (Από τότε τον θυμόταν χωρίς μαλλιά), τον Πρωτόπαππα, τον Γιάννη Λάμψα, τον Χατζηπατέρα και τον Αντώνη Στρατή. Σε μεγαλύτερη τάξη ήταν ο Τάσος ο Βουρνάς, ο Αλέξης Σακελλάριος, που στην εφημεριδούλα του, έκανε τα πρώτα του σκίτσα και τελειόφοιτος ο Κωνσταντίνος Καραμανλής.
Εκεί στο Γυμνάσιο απόκτησε φάκελο
ως «κομμουνιστής», γιατί έδωσε ενίσχυση πέντε ολόκληρες δραχμές σε έρανο για
τους Δημοκρατικούς της Ισπανίας.
Αποφοιτώντας από το Γυμνάσιο, ήξερε ακριβώς τι ήθελε να κάνει. Ανακοίνωσε λοιπόν στον παππού μου πως ήθελε να γίνει ζωγράφος. Ο παππούς ενθουσιάστηκε και τον αποκλήρωσε.
(Μικρή παρένθεση. Όταν κάποια στιγμή μας ρώτησε τι θέλουμε να γίνουμε όταν μεγαλώσουμε, εγώ είπα ζωγράφος, ο Γιάννης είπε ηθοποιός. Μας κοίταξε σκεπτικός και είπε: “Διαφωνώ με τις επιλογές σας, αλλά δεν βρίσκω σωστό να σας αποκληρώσω για να γίνετε φτωχοί. Είμαι σίγουρος πως θα τα καταφέρετε μόνοι σας”).
Τον στήριξε τότε, οικονομικά, η θεία του η Δόμνα Παπάζογλου. Το μαύρο πρόβατο της οικογένειάς μας, μιας και ήταν πλούσια, καλοσπουδαγμένη και κομμουνίστρια. Γυναίκα του Κολοζώφ, γραμματέα του ΚΚΕ που χάθηκε επί Στάλιν και μάνα του Ορέστη. Αυτή ήταν που του είπε: “ προχώρα κι εγώ είμαι εδώ. Κάνε το όνειρό σου πραγματικότητα”.
Το έκανε. Έδωσε εξετάσεις και μπήκε στην Σχολή Καλών Τεχνών στην τάξη του Μπισκίνη. Την Σχολή των ονείρων του την παράτησε σε ένα εξάμηνο, γιατί όπως μας έλεγε: “Βαρέθηκα να ζωγραφίζω συνέχεια το ίδιο άγαλμα. Ήθελα να κάνω άλλα πράγματα”.
Γνώρισε τα κρατητήρια στο τέλος του 1936, επί Μεταξά, γιατί πήρε το μέρος ενός κουλουροπώλη στην Ομόνοια που τον έδερνε ανηλεώς ένας αστυφύλακας. Ο πόλεμος τον βρήκε ναύτη. Επειδή ήξερε γραφομηχανή, του δώσανε να δακτυλογραφήσει και τον φάκελό του που χαρακτηριζόταν ως ιδιαζόντως επικίνδυνος!!! Η Ελλάδα κατέρρευσε, εκείνος αποστρατεύθηκε και δεν πρόλαβαν οι Γερμανοί να δούνε τι σημαίνει να τα βάζεις με τους Μποσταντζόγλου.
Στην κατοχή οργανώθηκε στο ΕΑΜ. Επειδή ήταν καλλιγράφος, τον βάλανε και έγραφε συνθήματα στους τοίχους.
Στον εμφύλιο, παρέα με τον φίλο του τον Γιώργο Σεβαστίκογλου, γράφανε σκετσάκια, παρλάτες, παρωδίες καλάντων και τα παίζανε στα νοσοκομεία για να διασκεδάζουνε οι τραυματίες του ΕΛΑΣ. Ο ίδιος θεωρούσε αυτές τις εμπειρίες, τις πιο πολύτιμες που απόκτησε ποτέ, καθώς είδε, με τα μάτια του, την ανταπόκριση των ακροατών του. Kάποια πράγματα που ο ίδιος θεωρούσε αστεία, απευθύνονταν σε ώτα μη ακουόντων. Παραήτανε εγκεφαλικά και στην καθαρεύουσα καταντούσαν ακατανόητα. Aυτό το μάθημα δεν το ξέχασε ποτέ. Όπως μου έλεγε χαρακτηριστικά και δηλητηριωδώς πριν πεθάνει: “Άμα τα λες απλά, σε καταλαβαίνουνε όλοι. Μορφωμένοι κι αμόρφωτοι. Άμα τα λες σαν τον Bέλτσο, δεν σε καταλαβαίνει κανείς. Ούτε ο Βέλτσος”. (Κι αυτό, παρόλο που τον Βέλτσο τον εκτιμούσε για την παιδεία του).
Με το τέλος της κατοχής, η οικογενειακή περιουσία έπαψε να υπάρχει. (Το νηματουργείο του παππού στον Βοτανικό που είχε επιταχθεί και έφτιαχνε στολές για τη Βερμαχτ που πολεμούσε στη Σοβιετική Ένωση, το αφήσανε φεύγοντας αποκαΐδια οι Γερμανοί). Ο εμφύλιος έδωσε την χαριστική βολή. Οπότε, άρχισε να δουλεύει κάνοντας οποιαδήποτε δουλειά, κυριολεκτικά σαν τρελός, για να έχει φαί η οικογένεια που τον είχε αποκληρώσει.
Δούλεψε σαν εργάτης, σαν οικοδόμος, σαν διαφημιστής, έκανε σκίτσα και άπειρες εικονογραφήσεις για χριστιανικά έντυπα, για τις προσκοπίνες, για το ναυτικό, δούλευε σαν βοηθός του Βακιρτζή για κινηματογραφικά πανό, έγραφε εκπομπές για το ραδιόφωνο κι από παντού τον απολύανε λόγω φρονημάτων. Ακολουθούσε δηλαδή την προδιαγεγραμμένη πορεία όλων των αριστερών της εποχής.
Το 1947 είχε κάνει ήδη ένα ονοματάκι σαν καλός εικονογράφος και δούλευε στο εργοστάσιο του Δημητράκου, στον περιφερειακό του Φιλοπάππου, στην οδό Ριτσιότι Γαριβάλδι, εικονογραφώντας το “Ελληνόπουλο”. Δεν του έφταναν όλα τα άλλα βάσανα, με τη λήξη της βάρδιας του, φεύγοντας, είδε ένα τετράγωνο μακριά από το εργοστάσιο μια κόρη να κάθεται σκεπτική στο παράθυρό της στην γωνία της οδού Γουέμπστερ. ...Και την ερωτεύτηκε.
Μετά από τραγελαφικές οικογενειακές περιπέτειες που θυμίζουν τις ένδοξες εποχές σεναρίων του ελληνικού κινηματογράφου, γιατί οι δικοί της βασιλόφρονες δεξιοί του κερατά, δεν θέλανε τον “αλήτη τον μαλλιά” ούτε ζωγραφιστό - βλέπεις την είχανε τάξει σ’ έναν ναύαρχο και απειλούσαν να την σφάξουν στο γόνατο σαν το κατσίκι - η μάνα μου ανέβηκε κυνηγημένη σε μια ταράτσα και απειλούσε να πηδήσει να σκοτωθεί. Μετά από διάφορα άλλα τέτοια χαριτωμένα, που περιλάμβαναν επιχείρηση εξόντωσής της με λιμοκτονία, ύπνο καταχείμωνο στην αυλή χωρίς κουβέρτα διότι ήτο ατίθαση, αποπομπή από το σπίτι και μπροστά στην επιμονή του έρωτά της, κάνανε την ανάγκη φιλοτιμία, υποχώρησαν, την παντρεύτηκε κι απόκτησε μαζί της δυο αγλαΐσματα της φύσεως που κάνουνε περήφανη την πατρίδα. Εμένα και τον αδερφό μου.
Δύο στόματα παραπάνω βέβαια, σήμαιναν περισσότερες ευθύνες και λιγότερα χρήματα. Χρήματα δυστυχώς βγαίνουν με δύο τρόπους. Με διακεκριμένη κλοπή ή με δουλειά. Ο πατέρας - μια ζωή απροσάρμοστος ως άτομο και γι αυτό μονίμως με τους χαμένους όπως και οι υιοί του - προτίμησε τη δουλειά.
Η μάνα, μικρό κορίτσι τότε, παρόλο που ήταν περήφανη και θαύμαζε τον δουλευταρά της, μέχρι πριν τρία χρόνια που μας έφυγε, παραπονιόταν πως: “όλο την πλάτη του έβλεπα κι εκείνον σκυφτό στο τραπέζι να δουλεύει”.
Αποφοιτώντας από το Γυμνάσιο, ήξερε ακριβώς τι ήθελε να κάνει. Ανακοίνωσε λοιπόν στον παππού μου πως ήθελε να γίνει ζωγράφος. Ο παππούς ενθουσιάστηκε και τον αποκλήρωσε.
(Μικρή παρένθεση. Όταν κάποια στιγμή μας ρώτησε τι θέλουμε να γίνουμε όταν μεγαλώσουμε, εγώ είπα ζωγράφος, ο Γιάννης είπε ηθοποιός. Μας κοίταξε σκεπτικός και είπε: “Διαφωνώ με τις επιλογές σας, αλλά δεν βρίσκω σωστό να σας αποκληρώσω για να γίνετε φτωχοί. Είμαι σίγουρος πως θα τα καταφέρετε μόνοι σας”).
Τον στήριξε τότε, οικονομικά, η θεία του η Δόμνα Παπάζογλου. Το μαύρο πρόβατο της οικογένειάς μας, μιας και ήταν πλούσια, καλοσπουδαγμένη και κομμουνίστρια. Γυναίκα του Κολοζώφ, γραμματέα του ΚΚΕ που χάθηκε επί Στάλιν και μάνα του Ορέστη. Αυτή ήταν που του είπε: “ προχώρα κι εγώ είμαι εδώ. Κάνε το όνειρό σου πραγματικότητα”.
Το έκανε. Έδωσε εξετάσεις και μπήκε στην Σχολή Καλών Τεχνών στην τάξη του Μπισκίνη. Την Σχολή των ονείρων του την παράτησε σε ένα εξάμηνο, γιατί όπως μας έλεγε: “Βαρέθηκα να ζωγραφίζω συνέχεια το ίδιο άγαλμα. Ήθελα να κάνω άλλα πράγματα”.
Γνώρισε τα κρατητήρια στο τέλος του 1936, επί Μεταξά, γιατί πήρε το μέρος ενός κουλουροπώλη στην Ομόνοια που τον έδερνε ανηλεώς ένας αστυφύλακας. Ο πόλεμος τον βρήκε ναύτη. Επειδή ήξερε γραφομηχανή, του δώσανε να δακτυλογραφήσει και τον φάκελό του που χαρακτηριζόταν ως ιδιαζόντως επικίνδυνος!!! Η Ελλάδα κατέρρευσε, εκείνος αποστρατεύθηκε και δεν πρόλαβαν οι Γερμανοί να δούνε τι σημαίνει να τα βάζεις με τους Μποσταντζόγλου.
Στην κατοχή οργανώθηκε στο ΕΑΜ. Επειδή ήταν καλλιγράφος, τον βάλανε και έγραφε συνθήματα στους τοίχους.
Στον εμφύλιο, παρέα με τον φίλο του τον Γιώργο Σεβαστίκογλου, γράφανε σκετσάκια, παρλάτες, παρωδίες καλάντων και τα παίζανε στα νοσοκομεία για να διασκεδάζουνε οι τραυματίες του ΕΛΑΣ. Ο ίδιος θεωρούσε αυτές τις εμπειρίες, τις πιο πολύτιμες που απόκτησε ποτέ, καθώς είδε, με τα μάτια του, την ανταπόκριση των ακροατών του. Kάποια πράγματα που ο ίδιος θεωρούσε αστεία, απευθύνονταν σε ώτα μη ακουόντων. Παραήτανε εγκεφαλικά και στην καθαρεύουσα καταντούσαν ακατανόητα. Aυτό το μάθημα δεν το ξέχασε ποτέ. Όπως μου έλεγε χαρακτηριστικά και δηλητηριωδώς πριν πεθάνει: “Άμα τα λες απλά, σε καταλαβαίνουνε όλοι. Μορφωμένοι κι αμόρφωτοι. Άμα τα λες σαν τον Bέλτσο, δεν σε καταλαβαίνει κανείς. Ούτε ο Βέλτσος”. (Κι αυτό, παρόλο που τον Βέλτσο τον εκτιμούσε για την παιδεία του).
Με το τέλος της κατοχής, η οικογενειακή περιουσία έπαψε να υπάρχει. (Το νηματουργείο του παππού στον Βοτανικό που είχε επιταχθεί και έφτιαχνε στολές για τη Βερμαχτ που πολεμούσε στη Σοβιετική Ένωση, το αφήσανε φεύγοντας αποκαΐδια οι Γερμανοί). Ο εμφύλιος έδωσε την χαριστική βολή. Οπότε, άρχισε να δουλεύει κάνοντας οποιαδήποτε δουλειά, κυριολεκτικά σαν τρελός, για να έχει φαί η οικογένεια που τον είχε αποκληρώσει.
Δούλεψε σαν εργάτης, σαν οικοδόμος, σαν διαφημιστής, έκανε σκίτσα και άπειρες εικονογραφήσεις για χριστιανικά έντυπα, για τις προσκοπίνες, για το ναυτικό, δούλευε σαν βοηθός του Βακιρτζή για κινηματογραφικά πανό, έγραφε εκπομπές για το ραδιόφωνο κι από παντού τον απολύανε λόγω φρονημάτων. Ακολουθούσε δηλαδή την προδιαγεγραμμένη πορεία όλων των αριστερών της εποχής.
Το 1947 είχε κάνει ήδη ένα ονοματάκι σαν καλός εικονογράφος και δούλευε στο εργοστάσιο του Δημητράκου, στον περιφερειακό του Φιλοπάππου, στην οδό Ριτσιότι Γαριβάλδι, εικονογραφώντας το “Ελληνόπουλο”. Δεν του έφταναν όλα τα άλλα βάσανα, με τη λήξη της βάρδιας του, φεύγοντας, είδε ένα τετράγωνο μακριά από το εργοστάσιο μια κόρη να κάθεται σκεπτική στο παράθυρό της στην γωνία της οδού Γουέμπστερ. ...Και την ερωτεύτηκε.
Μετά από τραγελαφικές οικογενειακές περιπέτειες που θυμίζουν τις ένδοξες εποχές σεναρίων του ελληνικού κινηματογράφου, γιατί οι δικοί της βασιλόφρονες δεξιοί του κερατά, δεν θέλανε τον “αλήτη τον μαλλιά” ούτε ζωγραφιστό - βλέπεις την είχανε τάξει σ’ έναν ναύαρχο και απειλούσαν να την σφάξουν στο γόνατο σαν το κατσίκι - η μάνα μου ανέβηκε κυνηγημένη σε μια ταράτσα και απειλούσε να πηδήσει να σκοτωθεί. Μετά από διάφορα άλλα τέτοια χαριτωμένα, που περιλάμβαναν επιχείρηση εξόντωσής της με λιμοκτονία, ύπνο καταχείμωνο στην αυλή χωρίς κουβέρτα διότι ήτο ατίθαση, αποπομπή από το σπίτι και μπροστά στην επιμονή του έρωτά της, κάνανε την ανάγκη φιλοτιμία, υποχώρησαν, την παντρεύτηκε κι απόκτησε μαζί της δυο αγλαΐσματα της φύσεως που κάνουνε περήφανη την πατρίδα. Εμένα και τον αδερφό μου.
Δύο στόματα παραπάνω βέβαια, σήμαιναν περισσότερες ευθύνες και λιγότερα χρήματα. Χρήματα δυστυχώς βγαίνουν με δύο τρόπους. Με διακεκριμένη κλοπή ή με δουλειά. Ο πατέρας - μια ζωή απροσάρμοστος ως άτομο και γι αυτό μονίμως με τους χαμένους όπως και οι υιοί του - προτίμησε τη δουλειά.
Η μάνα, μικρό κορίτσι τότε, παρόλο που ήταν περήφανη και θαύμαζε τον δουλευταρά της, μέχρι πριν τρία χρόνια που μας έφυγε, παραπονιόταν πως: “όλο την πλάτη του έβλεπα κι εκείνον σκυφτό στο τραπέζι να δουλεύει”.
Επιδιώκοντας σταθερό μισθό, πήγε
στην εφημερίδα «Καθημερινή» σαν αποθηκάριος. Κάποια μέρα που σχεδίαζε
απορροφημένος, σε ένα διάλλειμα του, πάνω σε ένα χαρτοκιβώτιο κάτι εργάτες, τον
είδε η κα Ελένη Βλάχου και αποφάσισε να τον προβιβάσει σε χαρτογράφο. Ήτανε τότε
ο πόλεμος της Κορέας και σαν χαρτογράφος έκανε χάρτες με τις κινήσεις των
στρατευμάτων. Έτσι άρχισε την καριέρα του στις εφημερίδες.
Εκείνη την εποχή, οι εκδόσεις «Ατλαντίς» που έβγαζαν τα «Κλασσικά Εικονογραφημένα» του δώσανε την πρώτη του μεγάλη δουλειά. Του αναθέσανε μιας και ήτανε μπατίρης, άρα φθηνός, να εικονογραφήσει το τεύχος με τον Κων/νο Παλαιολόγο. Έπεσε με τα μούτρα για να «περάσει» αυτές τις εξετάσεις. Τις πέρασε, αφού ακόμα και σήμερα, αυτή η εικονογράφηση θεωρείται κλασσική. Στην εποχή της ήτανε εικαστική επανάσταση.
Ο «Κωνσταντίνος Παλαιολόγος» υπήρξε το πρώτο ελληνικό κόμικς. Μόνο να ‘ξερες πόσα νυχτέρια έκανε για να τον σχεδιάσει, ξανά και ξανά, ψάχνοντας εξαντλητικά τις πηγές για να είναι πιστός στις φορεσιές εποχής, στα χρώματά τους, στα πλοία της πολιορκίας, τις μηχανές των πολιορκητών, τα νομίσματα, τα μετάλλια, τα όπλα, τα τοπία, την αρχιτεκτονική των σπιτιών και των τειχών της Πόλης και πόσα βιβλία διάβασε για την Άλωση, θα τον λυπόσουνα. Τότε βλέπεις δεν υπήρχε διαδίκτυο. Έπρεπε να ψάχνει, τρέχοντας με την ψυχή στο στόμα, σε βιβλιοθήκες, πινακοθήκες και μουσεία για να κάνει στοιχειώδη έρευνα.
Από την «Καθημερινή», πήρε μεταγραφή σαν σκιτσογράφος πια, στον «Ταχυδρόμο». Εκεί κάποια στιγμή, ο φίλος του Κώστας ο Μητρόπουλος που εικονογραφούσε τις ιστορίες του Τσιφόρου αρρώστησε. Του αναθέσανε λοιπόν να συνεχίσει τις εικονογραφήσεις εκείνος. Άρχισε και σε κάποιο από τα πρώτα σκίτσα, έπρεπε να κάνει έναν βαρυποινίτη που έγραφε γράμμα στην αγαπημένη του. Για να δώσει αληθοφάνεια στο σκίτσο, μιας και ο ποινικός ήτανε στο κείμενο του Τσιφόρου σχεδόν αγράμματος, έγραψε το υποτιθέμενο γράμμα ανορθόγραφα. Το σκίτσο έτυχε καλής αποδοχής. Η ανορθογραφία συνεχίστηκε, γιατί του έδινε την δυνατότητα ανακατεμένη με λόγιες εκφράσεις, να βγάζει διφορούμενες ερμηνείες, να διαστρέφει, να γελοιοποιεί, να διακωμωδεί και να δείχνει την γελοιότητα της άνωθεν επιβαλλόμενης καθαρεύουσας. Έγινε συν τω χρόνω, το σήμα κατατεθέν του πατέρα.
Σε διαβεβαιώνω πάντως πως ουδέποτε υπήρξε ανορθόγραφος. Στις ερωτικές του επιστολές προς την μάνα μου, έβαζε ως και τις υπογεγραμμένες.
Παράλληλα με τη δουλειά, ποτέ δε σταμάτησε να τρέχει για την αριστερά. Πήρε ενεργά μέρος από το μετερίζι που διάλεξε σε όλους τους αγώνες της. Για την Κύπρο, για την αποστασία, για εκδημοκρατισμό, για την παιδεία, για το 114, για τον αφοπλισμό και την ειρήνη, κατά της χούντας και στην μεταπολίτευση για να ξαναστηθούν στα πόδια τους τα νόμιμα πλέον κόμματα. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη, 5 φορές υποψήφιος βουλευτής με την Αριστερά και υποψήφιος Αντιδήμαρχος του Μίκη Θεοδωράκη.
Ήτανε μέλος της Ένωσης Γελοιογράφων και Ευθυμογράφων και της Ένωσης Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων. Υπήρξε από τα ιδρυτικά μέλη της ΠΑ.ΠO.Κ (Πανελλήνιας Πολιτιστικής Κίνησης), Πρόεδρος του Ιδρύματος προς τιμήν του μεγάλου χαράκτη Α. Τάσσου και μέλος σε πολλές οργανώσεις για θέματα Πολιτισμού.
Σαν ζωγράφος έκανε πάνω από 50 ατομικές εκθέσεις. Έργα του βρίσκονται σε διάφορα Μουσεία, ιδιωτικές συλλογές και στο Μουσείο των Ναΐφ στην Γαλλία.
Εξέδωσε 18 βιβλία με σκίτσα και κείμενα.
Έγραψε 14 θεατρικά έργα με πιο γνωστά την «Φαύστα», την «Μήδεια», το «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» και καμιά εκατοστή μονόπρακτα και σκετς για τις ανάγκες διάφορων επιθεωρήσεων.
Αν και δούλεψε πενήντα χρόνια στον ημερήσιο και περιοδικό τύπο, δεν αξιώθηκε να γίνει μέλος της Ενώσεως Συντακτών, όπως κάποιοι που γράφανε τα διημερεύοντα φαρμακεία και φυσικά δεν πήρε ποτέ σύνταξη από το σινάφι του. (Να τα βλέπουν αυτά όσοι κάνουνε μαγκιές με κομμουνισμούς και τέτοια και να συνετίζονται). Στα τέλη της ζωής του υπέγραφε ως: «Μποστ μη μέλος της Ενώσεως Συντακτών».
Στίχους του μελοποίησαν ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Γιάννης Μαρκόπουλος, ο Σταύρος Ξαρχάκος, ο Λουκιανός Κηλαηδόνης, ο Βασίλης Δημητρίου και άλλοι. Το καντήλι του έσβησε στις 15 Δεκέμβρη του 1995. Αυτά νομίζω πως αρκούν σαν σταθμοί του βιογραφικού του. Δεν μιλάνε όμως καθόλου για κείνο που κόφτει εμένα. Το να πω, το τι ήταν σαν άνθρωπος και τι σκεφτόταν.
Πρέπει να διαλύουμε τους μύθους που θέλουν τους καλλιτέχνες να έχουν υπερφυσικές διαστάσεις. Είναι άνθρωποι όπως όλοι. Πεινάνε, διψάνε, κλαίνε, γελάνε, νυστάζουν και μερικές φορές κάνουν λάθη. Όπως όλοι.
Θα μπορούσα να πω απλά για τον δικό μου πατέρα πως: “ήταν καλός, ήταν γλυκός, είχε τις χάρες όλες. Όλα τα χάδια του αγεριού, του κήπου όλες τις βιόλες”, αλλά φοβάμαι πως έτσι δεν θα έπαιρνε κανένας χαμπάρι το τι ήταν.
Εκείνη την εποχή, οι εκδόσεις «Ατλαντίς» που έβγαζαν τα «Κλασσικά Εικονογραφημένα» του δώσανε την πρώτη του μεγάλη δουλειά. Του αναθέσανε μιας και ήτανε μπατίρης, άρα φθηνός, να εικονογραφήσει το τεύχος με τον Κων/νο Παλαιολόγο. Έπεσε με τα μούτρα για να «περάσει» αυτές τις εξετάσεις. Τις πέρασε, αφού ακόμα και σήμερα, αυτή η εικονογράφηση θεωρείται κλασσική. Στην εποχή της ήτανε εικαστική επανάσταση.
Ο «Κωνσταντίνος Παλαιολόγος» υπήρξε το πρώτο ελληνικό κόμικς. Μόνο να ‘ξερες πόσα νυχτέρια έκανε για να τον σχεδιάσει, ξανά και ξανά, ψάχνοντας εξαντλητικά τις πηγές για να είναι πιστός στις φορεσιές εποχής, στα χρώματά τους, στα πλοία της πολιορκίας, τις μηχανές των πολιορκητών, τα νομίσματα, τα μετάλλια, τα όπλα, τα τοπία, την αρχιτεκτονική των σπιτιών και των τειχών της Πόλης και πόσα βιβλία διάβασε για την Άλωση, θα τον λυπόσουνα. Τότε βλέπεις δεν υπήρχε διαδίκτυο. Έπρεπε να ψάχνει, τρέχοντας με την ψυχή στο στόμα, σε βιβλιοθήκες, πινακοθήκες και μουσεία για να κάνει στοιχειώδη έρευνα.
Από την «Καθημερινή», πήρε μεταγραφή σαν σκιτσογράφος πια, στον «Ταχυδρόμο». Εκεί κάποια στιγμή, ο φίλος του Κώστας ο Μητρόπουλος που εικονογραφούσε τις ιστορίες του Τσιφόρου αρρώστησε. Του αναθέσανε λοιπόν να συνεχίσει τις εικονογραφήσεις εκείνος. Άρχισε και σε κάποιο από τα πρώτα σκίτσα, έπρεπε να κάνει έναν βαρυποινίτη που έγραφε γράμμα στην αγαπημένη του. Για να δώσει αληθοφάνεια στο σκίτσο, μιας και ο ποινικός ήτανε στο κείμενο του Τσιφόρου σχεδόν αγράμματος, έγραψε το υποτιθέμενο γράμμα ανορθόγραφα. Το σκίτσο έτυχε καλής αποδοχής. Η ανορθογραφία συνεχίστηκε, γιατί του έδινε την δυνατότητα ανακατεμένη με λόγιες εκφράσεις, να βγάζει διφορούμενες ερμηνείες, να διαστρέφει, να γελοιοποιεί, να διακωμωδεί και να δείχνει την γελοιότητα της άνωθεν επιβαλλόμενης καθαρεύουσας. Έγινε συν τω χρόνω, το σήμα κατατεθέν του πατέρα.
Σε διαβεβαιώνω πάντως πως ουδέποτε υπήρξε ανορθόγραφος. Στις ερωτικές του επιστολές προς την μάνα μου, έβαζε ως και τις υπογεγραμμένες.
Παράλληλα με τη δουλειά, ποτέ δε σταμάτησε να τρέχει για την αριστερά. Πήρε ενεργά μέρος από το μετερίζι που διάλεξε σε όλους τους αγώνες της. Για την Κύπρο, για την αποστασία, για εκδημοκρατισμό, για την παιδεία, για το 114, για τον αφοπλισμό και την ειρήνη, κατά της χούντας και στην μεταπολίτευση για να ξαναστηθούν στα πόδια τους τα νόμιμα πλέον κόμματα. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη, 5 φορές υποψήφιος βουλευτής με την Αριστερά και υποψήφιος Αντιδήμαρχος του Μίκη Θεοδωράκη.
Ήτανε μέλος της Ένωσης Γελοιογράφων και Ευθυμογράφων και της Ένωσης Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων. Υπήρξε από τα ιδρυτικά μέλη της ΠΑ.ΠO.Κ (Πανελλήνιας Πολιτιστικής Κίνησης), Πρόεδρος του Ιδρύματος προς τιμήν του μεγάλου χαράκτη Α. Τάσσου και μέλος σε πολλές οργανώσεις για θέματα Πολιτισμού.
Σαν ζωγράφος έκανε πάνω από 50 ατομικές εκθέσεις. Έργα του βρίσκονται σε διάφορα Μουσεία, ιδιωτικές συλλογές και στο Μουσείο των Ναΐφ στην Γαλλία.
Εξέδωσε 18 βιβλία με σκίτσα και κείμενα.
Έγραψε 14 θεατρικά έργα με πιο γνωστά την «Φαύστα», την «Μήδεια», το «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» και καμιά εκατοστή μονόπρακτα και σκετς για τις ανάγκες διάφορων επιθεωρήσεων.
Αν και δούλεψε πενήντα χρόνια στον ημερήσιο και περιοδικό τύπο, δεν αξιώθηκε να γίνει μέλος της Ενώσεως Συντακτών, όπως κάποιοι που γράφανε τα διημερεύοντα φαρμακεία και φυσικά δεν πήρε ποτέ σύνταξη από το σινάφι του. (Να τα βλέπουν αυτά όσοι κάνουνε μαγκιές με κομμουνισμούς και τέτοια και να συνετίζονται). Στα τέλη της ζωής του υπέγραφε ως: «Μποστ μη μέλος της Ενώσεως Συντακτών».
Στίχους του μελοποίησαν ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Γιάννης Μαρκόπουλος, ο Σταύρος Ξαρχάκος, ο Λουκιανός Κηλαηδόνης, ο Βασίλης Δημητρίου και άλλοι. Το καντήλι του έσβησε στις 15 Δεκέμβρη του 1995. Αυτά νομίζω πως αρκούν σαν σταθμοί του βιογραφικού του. Δεν μιλάνε όμως καθόλου για κείνο που κόφτει εμένα. Το να πω, το τι ήταν σαν άνθρωπος και τι σκεφτόταν.
Πρέπει να διαλύουμε τους μύθους που θέλουν τους καλλιτέχνες να έχουν υπερφυσικές διαστάσεις. Είναι άνθρωποι όπως όλοι. Πεινάνε, διψάνε, κλαίνε, γελάνε, νυστάζουν και μερικές φορές κάνουν λάθη. Όπως όλοι.
Θα μπορούσα να πω απλά για τον δικό μου πατέρα πως: “ήταν καλός, ήταν γλυκός, είχε τις χάρες όλες. Όλα τα χάδια του αγεριού, του κήπου όλες τις βιόλες”, αλλά φοβάμαι πως έτσι δεν θα έπαιρνε κανένας χαμπάρι το τι ήταν.
Ήταν ο μπαμπάς λοιπόν που ερχόταν
τη νύχτα και μας σκέπαζε, που άγγιζε το χέρι του στο μέτωπό μας για να δει αν
είχαμε πυρετό και που έπαιζε μαζί μας βώλους. Ήταν αυτός που έτρεχε μαζί μας
στο στάδιο των Δελφών για να νοιώσουμε σαν Πυθειονίκες. Που μας πήγαινε στο
Σινεάκ και έβλεπε υπομονετικά όλες τις βλακώδεις ταινίες που μας άρεσαν από δύο
φορές. Που μας πήγαινε στον Μόλλα για να δούμε Καραγκιόζη. Που μας κακομάθαινε
αγοράζοντάς μας παστέλια και μαντολάτα. Που καθότανε και μας διάβαζε παραμύθια.
Ένας αφάνταστα άγαρμπα τρυφερός άνθρωπος που λάτρευε την οικογένειά του. Που
ποτέ μα ποτέ, δε σήκωσε το χέρι του πάνω μας. Ακόμα και τότε που κάναμε το
σπίτι γης Μαδιάμ, τον απασχολούσαμε, δεν τον αφήναμε να δουλέψει, σπάζαμε,
καταστρέφαμε το σύμπαν κι όλα αυτά ουρλιάζοντας, μας αντιμετώπιζε με Ολύμπια
ψυχραιμία. Μικροί, τώρα το ξέρω καλά, ήμασταν η σπορά του Αττίλα. Τίποτα δεν
έμενε όρθιο στο πέρασμά μας. Ευτυχώς μεγαλώσαμε γρήγορα.
Τέλος πάντων. Όταν ήμασταν μικροί εγώ και ο αδερφός μου τσακωνόμασταν και παίζαμε μπουνιές για το ποιον αγαπάει περισσότερο ο μπαμπάς. Όταν μεγαλώσαμε και καταλάβαμε πως μας αγαπούσε το ίδιο, πάψαμε να ρίχνουμε μπουνιές ο ένας στον άλλο. Έχοντας εξαντλήσει τα σημαντικά θέματα τσακωμού, δεν χρειαζόταν να χτυπιόμαστε. Όχι ότι τώρα δεν τσακωνόμαστε. Αδέρφια είμαστε. Το να μην τσακωνόμαστε θα ήταν αφύσικο. Απλά, τώρα τσακωνόμαστε για ασήμαντα πράγματα.
Όπως για το που πρέπει να κρεμάσουμε ανάποδα τους εκάστοτε πρωθυπουργούς και τους υπουργούς που μας σώνουν από τότε που γεννήθηκα. Εγώ θέλω να τους πάμε στο Σύνταγμα, ο Γιάννης πιο παραδοσιακός, θέλει στο Γουδί. Στο τέλος, είμαι σίγουρος πως θα τα βρούμε. Αν είναι να κρεμαστούν, συμβιβάζομαι και υποχωρώ. Δεν θα δείξω εγωισμό επειδή είμαι είκοσι δύο μήνες μεγαλύτερος. Ας πάνε Γουδί.
Ο πατέρας - το πιστεύω αυτό - ήταν κάτι ιδιαίτερο. Όχι για μας της οικογένειας. Όχι για τους φίλους τους γνωστούς και τους συγγενείς. Ήταν κάτι ιδιαίτερο για την έρμη την Πατρίδα. Ήταν ΕΛΛΗΝΑΣ με κεφαλαία γράμματα, όσο ήταν και ΔΙΕΘΝΙΣΤΗΣ με κεφαλαία και ΔΗΜΟΚΡΑΤΗΣ επίσης με κεφαλαία, αν σημαίνουν κάτι ακόμα οι λέξεις σε τούτο τον πολύπαθο τόπο.
Όλα του. Η απέραντη καλοσύνη του, η παροιμιώδης στωικότητά του, η ιδεολογία του, η πολιτική του πράξη και δράση, η τέχνη και η τεχνική του, τα γραφτά του, ο δεκαπεντασύλλαβός του είχαν τις ρίζες τους πολύ βαθειά σε «τούτη τη γης που την πατούμε κι όλοι μέσα της θα μπούμε» όπως μας έλεγε σαρκάζοντας.
Ήταν ένας κιμπάρης, μεγαλόκαρδος Ανατολίτης που κουβάλαγε τον ξεριζωμό, βαρύ φορτίο, μέσα του.
Κουβάλαγε κι όλα τα καλά της Ανατολής.
Την εμμονή για μάθηση. Μέχρι να σβήσει το καντήλι του, ως το τέλος της ζωής του, κάθε μέρα μάθαινε. Δεν υπήρχε τίποτα που να μη μπορεί να του το μάθει κάποιος νέος, κάποιο βιβλίο ή κάποιος απλός τεχνίτης. Παρακολουθούσε με την ίδια αχόρταγη ματιά να δουλεύουνε μπακίρια και μαλάματα οι τζοβαέρηδες, να γλύφουνε την πέτρα οι μαστόροι για να σιάξουν μια ξερολιθιά, να ζωγραφίζουν ομότεχνοί του, να ιστορούν αγιογράφοι εκκλησιές, να βλέπει πως γυρνάει σε τσίγκο το σκίτσο του, πως χάραζαν το όρθιο ξύλο ο Τάσος και ο Βαρλάμος ή σε τι αναλογία νεφτιού δουλεύεται καλύτερα το λάδι.
Κουβάλαγε το πάθος για δικαιοσύνη, για ελευθερία, για ισότητα και την αμετακίνητη πεποίθηση πως όταν γίνεσαι καλύτερος αποκτώντας γνώσεις, βοηθάς τον τόπο, βοηθάς αυτά που πιστεύεις και ωφελείς την οικογένειά σου. Σ’ όποιο μετερίζι κι αν βρεθείς, βοηθάς.
Έφερε μαζί του από την Ανατολή και έναν κώδικα αρχών παλιοκαιρινό.
Αυτός ο κώδικας έλεγε:
“Βοήθα τον αδύναμο. Δανείσου για να δανείσεις τον φίλο. Μη λυπάσαι για τα χρήματα. Κανένας δεν τα πήρε μαζί του. Τα σάβανα δεν έχουν τσέπες. Πάλεψε και δώσε ότι μπορείς. Άμα το έδωσες, το έδωσες. Μην περιμένεις να πάρεις τίποτα πίσω. Μη φοβάσαι και θα σε φοβούνται. Άν σήμερα περνάς δύσκολα, κάνε υπομονή. ΚΑΙ ΑΥΤΟ ΘΑ ΠΕΡΑΣΕΙ!.”
Κουβάλαγε βέβαια και την λοξή περιπαικτική ματιά στα πράγματα και το θυμόσοφο χιούμορ του Νασρεντίν Χότζα. Αυτά, όλα, τα μπόλιασε με την λαϊκή παράδοση, τη γνώση του της ιστορίας, τη διορατικότητά του, το ταλέντο και το μεράκι του.
Τέλος πάντων. Όταν ήμασταν μικροί εγώ και ο αδερφός μου τσακωνόμασταν και παίζαμε μπουνιές για το ποιον αγαπάει περισσότερο ο μπαμπάς. Όταν μεγαλώσαμε και καταλάβαμε πως μας αγαπούσε το ίδιο, πάψαμε να ρίχνουμε μπουνιές ο ένας στον άλλο. Έχοντας εξαντλήσει τα σημαντικά θέματα τσακωμού, δεν χρειαζόταν να χτυπιόμαστε. Όχι ότι τώρα δεν τσακωνόμαστε. Αδέρφια είμαστε. Το να μην τσακωνόμαστε θα ήταν αφύσικο. Απλά, τώρα τσακωνόμαστε για ασήμαντα πράγματα.
Όπως για το που πρέπει να κρεμάσουμε ανάποδα τους εκάστοτε πρωθυπουργούς και τους υπουργούς που μας σώνουν από τότε που γεννήθηκα. Εγώ θέλω να τους πάμε στο Σύνταγμα, ο Γιάννης πιο παραδοσιακός, θέλει στο Γουδί. Στο τέλος, είμαι σίγουρος πως θα τα βρούμε. Αν είναι να κρεμαστούν, συμβιβάζομαι και υποχωρώ. Δεν θα δείξω εγωισμό επειδή είμαι είκοσι δύο μήνες μεγαλύτερος. Ας πάνε Γουδί.
Ο πατέρας - το πιστεύω αυτό - ήταν κάτι ιδιαίτερο. Όχι για μας της οικογένειας. Όχι για τους φίλους τους γνωστούς και τους συγγενείς. Ήταν κάτι ιδιαίτερο για την έρμη την Πατρίδα. Ήταν ΕΛΛΗΝΑΣ με κεφαλαία γράμματα, όσο ήταν και ΔΙΕΘΝΙΣΤΗΣ με κεφαλαία και ΔΗΜΟΚΡΑΤΗΣ επίσης με κεφαλαία, αν σημαίνουν κάτι ακόμα οι λέξεις σε τούτο τον πολύπαθο τόπο.
Όλα του. Η απέραντη καλοσύνη του, η παροιμιώδης στωικότητά του, η ιδεολογία του, η πολιτική του πράξη και δράση, η τέχνη και η τεχνική του, τα γραφτά του, ο δεκαπεντασύλλαβός του είχαν τις ρίζες τους πολύ βαθειά σε «τούτη τη γης που την πατούμε κι όλοι μέσα της θα μπούμε» όπως μας έλεγε σαρκάζοντας.
Ήταν ένας κιμπάρης, μεγαλόκαρδος Ανατολίτης που κουβάλαγε τον ξεριζωμό, βαρύ φορτίο, μέσα του.
Κουβάλαγε κι όλα τα καλά της Ανατολής.
Την εμμονή για μάθηση. Μέχρι να σβήσει το καντήλι του, ως το τέλος της ζωής του, κάθε μέρα μάθαινε. Δεν υπήρχε τίποτα που να μη μπορεί να του το μάθει κάποιος νέος, κάποιο βιβλίο ή κάποιος απλός τεχνίτης. Παρακολουθούσε με την ίδια αχόρταγη ματιά να δουλεύουνε μπακίρια και μαλάματα οι τζοβαέρηδες, να γλύφουνε την πέτρα οι μαστόροι για να σιάξουν μια ξερολιθιά, να ζωγραφίζουν ομότεχνοί του, να ιστορούν αγιογράφοι εκκλησιές, να βλέπει πως γυρνάει σε τσίγκο το σκίτσο του, πως χάραζαν το όρθιο ξύλο ο Τάσος και ο Βαρλάμος ή σε τι αναλογία νεφτιού δουλεύεται καλύτερα το λάδι.
Κουβάλαγε το πάθος για δικαιοσύνη, για ελευθερία, για ισότητα και την αμετακίνητη πεποίθηση πως όταν γίνεσαι καλύτερος αποκτώντας γνώσεις, βοηθάς τον τόπο, βοηθάς αυτά που πιστεύεις και ωφελείς την οικογένειά σου. Σ’ όποιο μετερίζι κι αν βρεθείς, βοηθάς.
Έφερε μαζί του από την Ανατολή και έναν κώδικα αρχών παλιοκαιρινό.
Αυτός ο κώδικας έλεγε:
“Βοήθα τον αδύναμο. Δανείσου για να δανείσεις τον φίλο. Μη λυπάσαι για τα χρήματα. Κανένας δεν τα πήρε μαζί του. Τα σάβανα δεν έχουν τσέπες. Πάλεψε και δώσε ότι μπορείς. Άμα το έδωσες, το έδωσες. Μην περιμένεις να πάρεις τίποτα πίσω. Μη φοβάσαι και θα σε φοβούνται. Άν σήμερα περνάς δύσκολα, κάνε υπομονή. ΚΑΙ ΑΥΤΟ ΘΑ ΠΕΡΑΣΕΙ!.”
Κουβάλαγε βέβαια και την λοξή περιπαικτική ματιά στα πράγματα και το θυμόσοφο χιούμορ του Νασρεντίν Χότζα. Αυτά, όλα, τα μπόλιασε με την λαϊκή παράδοση, τη γνώση του της ιστορίας, τη διορατικότητά του, το ταλέντο και το μεράκι του.
Ο πατέρας ήταν ένα κλαράκι που
φύτρωσε από την ίδια ρίζα που γέννησε έναν Αριστοφάνη κι έναν Αίσωπο, ένα
Βιτσέντζο Κορνάρο, τον Ρήγα τον Βελεστινλή, τον Κατσαντώνη και τον Οδυσσέα
Ανδρούτσο, τον Άρη Βελουχιώτη, που γέννησε τον Καραγκιόζη και τον Θεόφιλο και
τον Τσαρούχη, που πότισε με τους χυμούς της ένα Σολωμό και το Χρηστίδη τον
εικονογράφο και τον Μακρυγιάννη και τον Παναγιώτη Ζωγράφο, και τον Κόντογλου,
τον Ρίτσο και τον Καββαδία, τον Σεφέρη και τον Μίκη Θεοδωράκη και το Μάνο
Χατζιδάκι και τον Ελύτη, κι άλλους, κι άλλους επώνυμους κι εκατομμύρια
ανώνυμους που πονέσανε κι αγαπήσανε παράφορα τον τόπο μας.
Εκείνος ήθελε να είναι απλός και προσιτός. Ήθελε να τον εκτιμούν οι φίλοι και οι σύντροφοί του σαν έναν απ’ όλους τους άλλους. Το ίδιο απλά ζωγράφιζε. Λίγοι ξέρουν πόσο καλός ακαδημαϊκός ζωγράφος θα μπορούσε να έχει γίνει. Είχε και τη γνώση και το ένστικτο και τις σπουδές και την τεχνική και το ταλέντο. Στα λίγα κλασσικά - μέσα σε εισαγωγικά - έργα του, η αίσθηση του χρώματος, οι εξαντλητικές μελέτες που έκανε πριν τραβήξει την πρώτη πινελιά και το άψογο σχέδιό του το μαρτυράνε περίτρανα. Εκείνος προτίμησε αντί της ακαδημαϊκής καταξίωσης να ζωγραφίζει όπως του έλεγε η καρδιά και η ιδεολογία του.
Στα έργα του προσπάθησε να εφαρμόσει τις ιδέες του για την τέχνη. Προσπάθησε τα έργα του να τα κάνει να μιλάνε στους Έλληνες. Να απευθύνονται με “ελληνικό τρόπο” σε αυτούς. Παράτησε στην άκρη λοιπόν τις δυτικότροπες επιρροές του και τον ακαδημαϊσμό των πρώτων εικονογραφήσεων. Ήθελε από άποψη, τα έργα του να γίνουνε απλά. Λαϊκά. Ηθελημένα αφελή. Σχεδόν πρωτόγονα. Έπαψε να νοιάζεται για την προοπτική, τις αναλογίες και τις περίτεχνες φωτοσκιάσεις. Προτίμησε τη χαρά της καθαρής ζωγραφικής. Άρχισε να αφαιρεί στοιχεία, να υπαινίσσεται άλλα, να στυλιζάρει, να ανακατεύει τεχνικές διαφόρων εποχών. Ξαναμελέτησε γι’ αυτό, τον Θεόφιλο και τους λαϊκούς ζωγράφους, τα Φαγιούμ, τις λαϊκές επιγραφές, τον Καραγκιόζη που λάτρευε, τα στολισμένα κάρα, τα νεοκλασικά σπίτια, την Βυζαντινή εικονογραφία, τον Χρηστίδη, τον Φώτη Κόντογλου, τα αρχαία αγάλματα και αγγεία, τις λαϊκές φορεσιές, τα όπλα του Αγώνα του ‘21, κάθε τι ελληνικό. Όπως μου έλεγε: “ξαναέμαθα τη ζωγραφική”.
Πρόσθεσε και διευκρινιστικούς τίτλους στα έργα του - κάτι που συνηθίζουν οι λαϊκοί καλλιτέχνες - μη τύχει και παρεξηγήσει κανείς το θέμα των πινάκων. Ένα βάζο με λουλούδια επιγραφόταν: «Ορέον βάζον με άνθη», με την εκπληκτική συλλογιστική ότι εάν ένα «βάζον» δεν είναι «Ορέον», δεν αξίζει τον κόπο να το ζωγραφίσεις.
Επέμενε και είχε απόλυτο δίκαιο πως: “ο ζωγράφος μπορεί να ζωγραφίσει και με βερνίκι παπουτσιών”. Ο ίδιος ζωγράφιζε με χρώματα πλαστικά. Του εμπορίου. Αυτά που βάφουμε το σπίτι μας. Με λίγα λόγια - και λόγω πεποιθήσεων - είχε αποφασίσει από νωρίς να κάνει τέχνη για τον λαό. Όχι για τους λίγους εκλεκτούς.
Το ότι εκτίμησε πρώτη η «ελίτ» το έργο του, το θεώρησε αναπόφευκτο δυστύχημα.
Αν η ζωγραφική ήταν το ένα σκέλος της δουλειάς του, το γράψιμο ήταν το δεύτερο.
Κάτεχε καλά πως έπρεπε να έχει γερά θεωρητικά θεμέλια σαν εφόδια για να μπορεί να σχολιάζει μετά λόγου γνώσεως τα πράγματα και να μην γράφει αρλούμπες.
Μεθοδικά, αφού διάβαζε κάθε μέρα, όλες μα όλες τις εφημερίδες, (πρωινές και απογευματινές - με ιδιαίτερη έμφαση στις δεξιές - “για να ξέρω τα επιχειρήματα του εχθρού και να τον πολεμήσω” όπως έλεγε), άνοιγε το λεξικό και συγκέντρωνε πληροφορίες και από εκεί. Άλλωστε, όταν ήθελε να ξεκουραστεί, από παιδί, άνοιγε την εικοσιτετράτομη εγκυκλοπαίδεια του Ήλιου και διάβαζε όλα τα λήμματα με την σειρά. Γι’ αυτό, στηριγμένος στην θηριώδη μνήμη του μπορούσε να γράψει με την ίδια ευκολία για τα κολεόπτερα, τις αποικιακές δομές στην Αφρική, τις κάστες των Ινδιών, ή την παγκόσμια ιστορία. Ήτανε μια κιβωτός αποθηκευμένων γνώσεων που μπορούσε ανά πάσα στιγμή να τις ανασύρει και να τις συνδυάζει με τον πιο απρόοπτο και σουρεαλιστικό τρόπο. Στην κυριολεξία, ο πατέρας ήταν μια βιβλιοθήκη που περπατούσε.
Τότε γεννήθηκε η μαμά Ελλάς, ένα ερείπιο ρακένδυτο που αναπολούσε τα περασμένα ξεχασμένα μεγαλεία και τα παιδιά της. Ο Πειναλέων και η Ανεργίτσα. Εικόνες γνώριμες της τότε Ελλάδας που την χώρα κυβερνούσε η ΕΡΕ και δυστυχώς εξίσου γνώριμες σήμερα στην εποχή των μνημονίων...
Φυσικά από μόνα τους τα σκίτσα δεν θα λέγανε πολλά πράγματα. Σε συνδυασμό όμως με τον λόγο, γίνανε κάτι εντελώς νέο. Μοναδικό. Κάτι που κανένας δεν κατάφερε να αντιγράψει. Ακόμα.
Ο λόγος του πάλι, έπρεπε κι’ αυτός να ταιριάξει με την χορευτική γραμμή των σκίτσων. Επέλεξε λοιπόν να γράψει σε στίχους τα κείμενά του. Στίχους στον εθνικό ρυθμό του δεκαπεντασύλλαβου. Και αυτό όμως δεν του αρκούσε.
Εκείνος ήθελε να είναι απλός και προσιτός. Ήθελε να τον εκτιμούν οι φίλοι και οι σύντροφοί του σαν έναν απ’ όλους τους άλλους. Το ίδιο απλά ζωγράφιζε. Λίγοι ξέρουν πόσο καλός ακαδημαϊκός ζωγράφος θα μπορούσε να έχει γίνει. Είχε και τη γνώση και το ένστικτο και τις σπουδές και την τεχνική και το ταλέντο. Στα λίγα κλασσικά - μέσα σε εισαγωγικά - έργα του, η αίσθηση του χρώματος, οι εξαντλητικές μελέτες που έκανε πριν τραβήξει την πρώτη πινελιά και το άψογο σχέδιό του το μαρτυράνε περίτρανα. Εκείνος προτίμησε αντί της ακαδημαϊκής καταξίωσης να ζωγραφίζει όπως του έλεγε η καρδιά και η ιδεολογία του.
Στα έργα του προσπάθησε να εφαρμόσει τις ιδέες του για την τέχνη. Προσπάθησε τα έργα του να τα κάνει να μιλάνε στους Έλληνες. Να απευθύνονται με “ελληνικό τρόπο” σε αυτούς. Παράτησε στην άκρη λοιπόν τις δυτικότροπες επιρροές του και τον ακαδημαϊσμό των πρώτων εικονογραφήσεων. Ήθελε από άποψη, τα έργα του να γίνουνε απλά. Λαϊκά. Ηθελημένα αφελή. Σχεδόν πρωτόγονα. Έπαψε να νοιάζεται για την προοπτική, τις αναλογίες και τις περίτεχνες φωτοσκιάσεις. Προτίμησε τη χαρά της καθαρής ζωγραφικής. Άρχισε να αφαιρεί στοιχεία, να υπαινίσσεται άλλα, να στυλιζάρει, να ανακατεύει τεχνικές διαφόρων εποχών. Ξαναμελέτησε γι’ αυτό, τον Θεόφιλο και τους λαϊκούς ζωγράφους, τα Φαγιούμ, τις λαϊκές επιγραφές, τον Καραγκιόζη που λάτρευε, τα στολισμένα κάρα, τα νεοκλασικά σπίτια, την Βυζαντινή εικονογραφία, τον Χρηστίδη, τον Φώτη Κόντογλου, τα αρχαία αγάλματα και αγγεία, τις λαϊκές φορεσιές, τα όπλα του Αγώνα του ‘21, κάθε τι ελληνικό. Όπως μου έλεγε: “ξαναέμαθα τη ζωγραφική”.
Πρόσθεσε και διευκρινιστικούς τίτλους στα έργα του - κάτι που συνηθίζουν οι λαϊκοί καλλιτέχνες - μη τύχει και παρεξηγήσει κανείς το θέμα των πινάκων. Ένα βάζο με λουλούδια επιγραφόταν: «Ορέον βάζον με άνθη», με την εκπληκτική συλλογιστική ότι εάν ένα «βάζον» δεν είναι «Ορέον», δεν αξίζει τον κόπο να το ζωγραφίσεις.
Επέμενε και είχε απόλυτο δίκαιο πως: “ο ζωγράφος μπορεί να ζωγραφίσει και με βερνίκι παπουτσιών”. Ο ίδιος ζωγράφιζε με χρώματα πλαστικά. Του εμπορίου. Αυτά που βάφουμε το σπίτι μας. Με λίγα λόγια - και λόγω πεποιθήσεων - είχε αποφασίσει από νωρίς να κάνει τέχνη για τον λαό. Όχι για τους λίγους εκλεκτούς.
Το ότι εκτίμησε πρώτη η «ελίτ» το έργο του, το θεώρησε αναπόφευκτο δυστύχημα.
Αν η ζωγραφική ήταν το ένα σκέλος της δουλειάς του, το γράψιμο ήταν το δεύτερο.
Κάτεχε καλά πως έπρεπε να έχει γερά θεωρητικά θεμέλια σαν εφόδια για να μπορεί να σχολιάζει μετά λόγου γνώσεως τα πράγματα και να μην γράφει αρλούμπες.
Μεθοδικά, αφού διάβαζε κάθε μέρα, όλες μα όλες τις εφημερίδες, (πρωινές και απογευματινές - με ιδιαίτερη έμφαση στις δεξιές - “για να ξέρω τα επιχειρήματα του εχθρού και να τον πολεμήσω” όπως έλεγε), άνοιγε το λεξικό και συγκέντρωνε πληροφορίες και από εκεί. Άλλωστε, όταν ήθελε να ξεκουραστεί, από παιδί, άνοιγε την εικοσιτετράτομη εγκυκλοπαίδεια του Ήλιου και διάβαζε όλα τα λήμματα με την σειρά. Γι’ αυτό, στηριγμένος στην θηριώδη μνήμη του μπορούσε να γράψει με την ίδια ευκολία για τα κολεόπτερα, τις αποικιακές δομές στην Αφρική, τις κάστες των Ινδιών, ή την παγκόσμια ιστορία. Ήτανε μια κιβωτός αποθηκευμένων γνώσεων που μπορούσε ανά πάσα στιγμή να τις ανασύρει και να τις συνδυάζει με τον πιο απρόοπτο και σουρεαλιστικό τρόπο. Στην κυριολεξία, ο πατέρας ήταν μια βιβλιοθήκη που περπατούσε.
Τότε γεννήθηκε η μαμά Ελλάς, ένα ερείπιο ρακένδυτο που αναπολούσε τα περασμένα ξεχασμένα μεγαλεία και τα παιδιά της. Ο Πειναλέων και η Ανεργίτσα. Εικόνες γνώριμες της τότε Ελλάδας που την χώρα κυβερνούσε η ΕΡΕ και δυστυχώς εξίσου γνώριμες σήμερα στην εποχή των μνημονίων...
Φυσικά από μόνα τους τα σκίτσα δεν θα λέγανε πολλά πράγματα. Σε συνδυασμό όμως με τον λόγο, γίνανε κάτι εντελώς νέο. Μοναδικό. Κάτι που κανένας δεν κατάφερε να αντιγράψει. Ακόμα.
Ο λόγος του πάλι, έπρεπε κι’ αυτός να ταιριάξει με την χορευτική γραμμή των σκίτσων. Επέλεξε λοιπόν να γράψει σε στίχους τα κείμενά του. Στίχους στον εθνικό ρυθμό του δεκαπεντασύλλαβου. Και αυτό όμως δεν του αρκούσε.
Όπως είναι φυσικό, παρά την
επιτυχία και τον αντίκτυπό τους τα σκίτσα του έγιναν κόκκινο πανί για τους
συντηρητικούς εκδότες των εφημερίδων. Οι απολύσεις πέφτανε βροχή. Τότε ο
πατέρας μου πληρωνότανε με το κομμάτι. Όταν δεν έμπαινε σκίτσο του, δεν
πληρωνότανε. Άρα, φαΐ γιοκ. Τόσο απλά. Στην Ελευθερία του Κόκκα που
συνεργαζότανε τότε, ένα σκίτσο έμπαινε, είκοσι δεν μπαίνανε. Ήτανε ο καιρός που
προετοιμαζότανε η αποστασία και η γραμμή της εφημερίδας άλλαξε μέσα σε μια
νύχτα. Όταν τόλμησε να διαμαρτυρηθεί, ο Κόκκας του είπε:
«Εσύ γράφεις σαν κομουνιστής. Εμένα δεν μου κάνεις πια. Να πας να σε προσλάβουν εκείνοι» και τον πέταξε έξω από το γραφείο του.
Αυτό έκανε. Πήγε στην «Αυγή». Αυτοί, δεν τον λογοκρίνανε ποτέ. Εκεί, είχε πια δικό του χώρο να γράφει ότι θέλει. Έγραφε καθημερινά το πολιτικό χρονογράφημα, συν σκίτσο τις Κυριακές επί τρία χρόνια συνεχώς. Χωρίς διάλειμμα. Έγραφε και έγραφε, μέχρι που ένοιωσε πως στεγνώνει. Πως δεν βρίσκει αστεία πια. Πως δεν μπορεί να γράψει τίποτε άλλο. Τον είχε φάει το άγχος.
H γελοιογραφία και το χρονογράφημα, υπήρξαν το τελικό μεγάλο σχολείο. Oι τραγικές ιστορίες του, είναι κάθε μία, ένα ολοκληρωμένο σενάριο. Άλλωστε και η «Φαύστα» το πρώτο του θεατρικό έργο έχει σαν αρχή της ένα σκίτσο.
Την «Φαύστα» την έδωσε στον Κουν που δεν την βρήκε του γούστου του. Απογοητεύτηκε.
Τότε, αποφάσισε να ανοίξει ένα μαγαζί και να πουλάει είδη λαϊκής τέχνης. Είδη διακοσμητικά που θα έφτιαχνε με τα χέρια του. Φτηνά. Να μπορούνε να τα αγοράσουν όλοι. Αυτό και έκανε.
Παράτησε τις εφημερίδες, τα περιοδικά και τα καλά τους και ηρέμησε.
Στον χρόνο επάνω ήρθε η χούντα. Κρύφτηκε για μήνες. Παραδόθηκε, αφού είχαν ηρεμήσει τα πράγματα, είχανε πάει στα νησιά όσοι ήτανε να πάνε και αφού είχε εξαντλήσει την υπομονή όσων τον κρύβανε.
Συνέχισε να δουλεύει στο μαγαζί του προσπαθώντας να κάνει τους Αθηναίους να αγαπήσουνε την ελληνική λαϊκή τέχνη και μάλλον τα κατάφερε, αν αναλογιστεί κανείς πως ζωγράφισε με το χέρι του και πούλησε πάνω από πενήντα χιλιάδες μικροαντικείμενα. Ξανάρχισε να ζωγραφίζει.
Η ζωγραφική του μπορεί να φαίνεται αθώα, αλλά ο πλούτος και ο συνδυασμός των χρωμάτων του που κάποιες στιγμές φαντάζουν εκρηκτικά, η θεματολογία του που είναι στραμμένη κυρίως σε ελληνικά θέματα, η σοφά στημένες συνθέσεις του, οι επεξηγηματικές λεζάντες του, τα δάνειά του από την λαϊκή παράδοση, δείχνουνε σε όποιον ξέρει πως μόνο αφελής και τυχαία δεν είναι αυτή η ζωγραφική.
Οι ήρωές του μπορεί να είναι δυσανάλογοι, να έχουνε κοντά πόδια, να είναι εικοσαπλάσιοι από το βουνό πίσω τους, να είναι αστείοι, τα σπίτια και τα δέντρα να είναι στραβοχυμένα, χωρίς εμφανή προοπτική, αλλά αυτό το «στραβό» έχει μια γλύκα, μια ζεστασιά και έναν αυθορμητισμό, που κανένα ακαδημαϊκά ορθό έργο δεν θα φτάσει ποτέ.
Είναι έργα που στοχεύουν ίσια στην καρδιά μας. Όχι στον εγκέφαλο. Ταπεινά. Φτιαγμένα με μπογιές του κουτιού. Αυτή η φιλοσοφία του για την τέχνη, ήτανε στην ίδια γραμμή με του φίλου του του Τσαρούχη και τις ιδέες περί ελληνικότητος της τέχνης του Φώτη Κόντογλου.
Ασχολήθηκε όμως και με το θέατρο. Προσπάθησε να αναβιώσει την επιθεώρηση. Φυσικά είχε δει σχεδόν όλες τις επιθεωρήσεις του καιρού του. Ήξερε τι είναι σοσιαλιστικός ρεαλισμός και τον είχε απορρίψει γιατί τον θεωρούσε ρηχό και γιατί τα πλαίσια που έβαζε είναι πολύ στενά. Tου πατέρα του ταίριαζε καλύτερα η παρωδία. Αυτήν την παρωδία αποφάσισε να την κάνει πιο πολιτική.
Το πέτυχε. Ξανάδωσε ζωή σ’ ένα είδος που έφθινε.
Άντλησε τα θέματά του από την λαϊκή επιφυλλιδογραφία, τις παραδόσεις, τα παραμύθια, τις παροιμίες, τους κυρίαρχους μύθους, τα ρομάντζα του 19ου αιώνα, τα ληστρικά και πατριωτικά αναγνώσματα, τον Aίσωπο, τον Nασρεντιν Xότζα, τον Kαραγκιόζη, τον Tσακιτζή, τον Aμπού και τις παγιωμένες αντιλήψεις ηθικής. Tα χρησιμοποίησε σουρεαλιστικά. Ανατρέποντάς τα και κατεδαφίζοντάς τα.
Χρησιμοποίησε στα έργα του κόλπα απλά. Πχ. τραβούσε μια λογική πρόταση στο έσχατο όριό της και εμφανιζόταν αμέσως το ηλίθιον και το παράδοξον του πράγματος.
Σαν ύπουλο άτομο που ήτανε, όπως όλοι οι κομμουνιστές, όταν ήθελε να εξευτελίσει κάτι, έπαιρνε το μέρος του.
Έτσι στην «Φαύστα» παίρνει το μέρος του πιο σκληρού νεοφιλελευθερισμού. Ισχυρίζεται πως για να έχουμε ευημερία σαν κράτος, πρέπει οι πλούσιοι να μην πληρώνουν φόρους. Ειδ’ άλλως, αν πληρώνουν αναλογικά με τους υπόλοιπους θα σκέφτονται:
«Γιατί να είμαι πλούσιος να δίνω περισσότερα;
Καλύτερα θεόφτωχος να δίνω και λιγότερα!»
Άρα, για να έχουμε κράτος που προοδεύει, πρέπει να τρελάνουμε τους φτωχούς στους φόρους. Έτσι αυτοί θα δουλεύουν σαν τα σκυλιά για να γίνουνε πλούσιοι, οπότε δεν θα πληρώνουν φόρους. Όπως έλεγε χαρακτηριστικά:
«Η μόνη σίγουρη οδός παράγωγής ευπόρων
είν’ να τρελάνουν τους φτωχούς δια δυσβαστάκτων φόρων».
Ο πατέρας στα έργα του, χρησιμοποιούσε - ανακατεύοντάς τα - τα ιστορικά πρόσωπα και τις εποχές. Στο ίδιο έργο μπορούσαν να επιβιώνουν η Mήδεια, ο Oιδίπους σαν Γλίξμπουργκ, μια εξώλης και πρώλης σύγχρονη καλόγρια, ο Eυριπίδης, ένας ψαράς, η Aντιγόνη, ο Iάσωνας και ο Δίας με μορφή παιδεραστού. Η Μήδειά του κάποια στιγμή γίνεται έξαλλη, γιατί οι γυιοί της γράφουν στους τοίχους των ανακτόρων: «Βαζέλες», «κουφάλες διαιτητέ» «Τον παίρνετε. Γαμιέστε». (Αυτός είναι ένας από τους λόγους που κατά τον πατέρα μου θα σφάξει τα παιδιά της.) O κορυφαίος στο τέλος, μας λέει με φυσικότητα και απάθεια, την ώρα που η Mήδεια σφάζει τα παιδιά της, πως: “Ενταύθα κόπτεται κιμάς, παρόντος του πελάτου”.
Φυσικά ο πατέρας ήξερε καλά, πως στην αρχαία τραγωδία, ο κορυφαίος απλώς αναγγέλλει τα γεγονότα σαν παρατηρητής χωρίς να μετέχει. Aυτό όμως το μετέτρεψε ώστε να είναι η ουσία του αστείου. Tο ίδιο το αστείο κατά τον πατέρα.
O πατέρας λάτρευε τις γυναίκες. Oι ηρωίδες του είναι κυρίως γυναίκες. Η Φαύστα, η Μαρία Πενταγιώτισα, η Μήδεια, η Ιουλιέτα. Δεν ήτανε όμως φεμινιστής, αν και ιδεολογικώς θα έπρεπε. Tο στίγμα του είναι περίπου της επιγραφής που έβαλε σε ένα πίνακά του: «O Nώε με την σύζυγό του και άλλα ζώα».
Ή αυτό που έγραψε σαν αφιέρωση στη σύζυγό του σε έναν άλλο πίνακα που απεικόνιζε τον Ερωτόκριτο και την Αρετούσα. Λέει ο Ερωτόκριτος:
«Κυρία Μαρία, επί την ονομαστική σας εορτή να χαίρεστε τον κύριο Μέντη».
Όπως είναι φανερό, δεν έδινε γη και ύδωρ στις γυναίκες. Σας αγαπάμε έλεγε: “Mα δυστυχώς, είμεθα παλαιών αρχών, είμεθα Aνατολίτες” και όπως λέει και το τραγούδι: «Η γυναίκα πρέπει να ‘ναι πάντα υπό».
Όταν θέλησε να μας δείξει πόσο άσχετοι της ημετέρας παιδείας είμαστε, δεν ανάλυσε διεξοδικά το που χωλαίνει το εκπαιδευτικό σύστημα. Tι έκανε; Xρησιμοποίησε στο έργο του, ατόφιο, ένα χορικό του Eυρυπίδη, που φυσικά κανένας δεν κατάλαβε τι έλεγε. Tι έγινε εκείνη τη στιγμή; O πατέρας μας εκβίασε. Mας εξανάγκασε να γελάσουμε, γιατί αντιμετωπίσαμε κατάματα το χάλι μας. Aκόμα και πιο μορφωμένοι καταλάβανε τις ελλείψεις τους. Καταλάβανε πως με το να ισχυρίζονται τόσον εύκολα το ότι είμαστε απόγονοι των αρχαίων ελλήνων, αφού δεν μπορούμε να καταλάβουμε τι λένε, χρησιμοποιούσανε για να καλυφθούν, έναν βολικό μύθο που εκπορευόταν από την συλλογική τεμπελιά μας. Ποτέ δεν σκύψαμε πάνω στους αρχαίους μας για να τους μάθουμε. Να τους αγαπήσουμε. Να διδαχθούμε πραγματικά απ’ αυτούς. Tο γέλιο λοιπόν ήρθε αυθόρμητο για να λυτρωθούμε από τον εφιάλτη που αντιμετωπίσαμε.
Mε τέτοια κόλπα, καθημερινά, αντιμετώπιζε και εξόρκιζε τα χάλια της πατρίδας μας ο πατέρας. Για τέτοια κόλπα και για το ότι ζήταγε κοινωνική δικαιοσύνη τον κυνηγάγανε. Ακόμα και στο εξοχικό του, στο Μεταξοχώρι, κάποιος χαφιές έδινε αναφορά χαρτί και καλαμάρι, κάθε μέρα, επί χούντας για αυτά τα απαίσια εγκλήματα του ερυθρού συμμορίτη που είχα για πατέρα. Ο πατέρας τον ήξερε. Ξέρεις πως το αντιμετώπισε; Λέγοντάς μου: “Μια μέρα θα καταλάβει. Θα μου ζητήσει συγνώμη”. (Ο χαφιές φυσικά δεν ζήτησε καμιά συγνώμη).
«Εσύ γράφεις σαν κομουνιστής. Εμένα δεν μου κάνεις πια. Να πας να σε προσλάβουν εκείνοι» και τον πέταξε έξω από το γραφείο του.
Αυτό έκανε. Πήγε στην «Αυγή». Αυτοί, δεν τον λογοκρίνανε ποτέ. Εκεί, είχε πια δικό του χώρο να γράφει ότι θέλει. Έγραφε καθημερινά το πολιτικό χρονογράφημα, συν σκίτσο τις Κυριακές επί τρία χρόνια συνεχώς. Χωρίς διάλειμμα. Έγραφε και έγραφε, μέχρι που ένοιωσε πως στεγνώνει. Πως δεν βρίσκει αστεία πια. Πως δεν μπορεί να γράψει τίποτε άλλο. Τον είχε φάει το άγχος.
H γελοιογραφία και το χρονογράφημα, υπήρξαν το τελικό μεγάλο σχολείο. Oι τραγικές ιστορίες του, είναι κάθε μία, ένα ολοκληρωμένο σενάριο. Άλλωστε και η «Φαύστα» το πρώτο του θεατρικό έργο έχει σαν αρχή της ένα σκίτσο.
Την «Φαύστα» την έδωσε στον Κουν που δεν την βρήκε του γούστου του. Απογοητεύτηκε.
Τότε, αποφάσισε να ανοίξει ένα μαγαζί και να πουλάει είδη λαϊκής τέχνης. Είδη διακοσμητικά που θα έφτιαχνε με τα χέρια του. Φτηνά. Να μπορούνε να τα αγοράσουν όλοι. Αυτό και έκανε.
Παράτησε τις εφημερίδες, τα περιοδικά και τα καλά τους και ηρέμησε.
Στον χρόνο επάνω ήρθε η χούντα. Κρύφτηκε για μήνες. Παραδόθηκε, αφού είχαν ηρεμήσει τα πράγματα, είχανε πάει στα νησιά όσοι ήτανε να πάνε και αφού είχε εξαντλήσει την υπομονή όσων τον κρύβανε.
Συνέχισε να δουλεύει στο μαγαζί του προσπαθώντας να κάνει τους Αθηναίους να αγαπήσουνε την ελληνική λαϊκή τέχνη και μάλλον τα κατάφερε, αν αναλογιστεί κανείς πως ζωγράφισε με το χέρι του και πούλησε πάνω από πενήντα χιλιάδες μικροαντικείμενα. Ξανάρχισε να ζωγραφίζει.
Η ζωγραφική του μπορεί να φαίνεται αθώα, αλλά ο πλούτος και ο συνδυασμός των χρωμάτων του που κάποιες στιγμές φαντάζουν εκρηκτικά, η θεματολογία του που είναι στραμμένη κυρίως σε ελληνικά θέματα, η σοφά στημένες συνθέσεις του, οι επεξηγηματικές λεζάντες του, τα δάνειά του από την λαϊκή παράδοση, δείχνουνε σε όποιον ξέρει πως μόνο αφελής και τυχαία δεν είναι αυτή η ζωγραφική.
Οι ήρωές του μπορεί να είναι δυσανάλογοι, να έχουνε κοντά πόδια, να είναι εικοσαπλάσιοι από το βουνό πίσω τους, να είναι αστείοι, τα σπίτια και τα δέντρα να είναι στραβοχυμένα, χωρίς εμφανή προοπτική, αλλά αυτό το «στραβό» έχει μια γλύκα, μια ζεστασιά και έναν αυθορμητισμό, που κανένα ακαδημαϊκά ορθό έργο δεν θα φτάσει ποτέ.
Είναι έργα που στοχεύουν ίσια στην καρδιά μας. Όχι στον εγκέφαλο. Ταπεινά. Φτιαγμένα με μπογιές του κουτιού. Αυτή η φιλοσοφία του για την τέχνη, ήτανε στην ίδια γραμμή με του φίλου του του Τσαρούχη και τις ιδέες περί ελληνικότητος της τέχνης του Φώτη Κόντογλου.
Ασχολήθηκε όμως και με το θέατρο. Προσπάθησε να αναβιώσει την επιθεώρηση. Φυσικά είχε δει σχεδόν όλες τις επιθεωρήσεις του καιρού του. Ήξερε τι είναι σοσιαλιστικός ρεαλισμός και τον είχε απορρίψει γιατί τον θεωρούσε ρηχό και γιατί τα πλαίσια που έβαζε είναι πολύ στενά. Tου πατέρα του ταίριαζε καλύτερα η παρωδία. Αυτήν την παρωδία αποφάσισε να την κάνει πιο πολιτική.
Το πέτυχε. Ξανάδωσε ζωή σ’ ένα είδος που έφθινε.
Άντλησε τα θέματά του από την λαϊκή επιφυλλιδογραφία, τις παραδόσεις, τα παραμύθια, τις παροιμίες, τους κυρίαρχους μύθους, τα ρομάντζα του 19ου αιώνα, τα ληστρικά και πατριωτικά αναγνώσματα, τον Aίσωπο, τον Nασρεντιν Xότζα, τον Kαραγκιόζη, τον Tσακιτζή, τον Aμπού και τις παγιωμένες αντιλήψεις ηθικής. Tα χρησιμοποίησε σουρεαλιστικά. Ανατρέποντάς τα και κατεδαφίζοντάς τα.
Χρησιμοποίησε στα έργα του κόλπα απλά. Πχ. τραβούσε μια λογική πρόταση στο έσχατο όριό της και εμφανιζόταν αμέσως το ηλίθιον και το παράδοξον του πράγματος.
Σαν ύπουλο άτομο που ήτανε, όπως όλοι οι κομμουνιστές, όταν ήθελε να εξευτελίσει κάτι, έπαιρνε το μέρος του.
Έτσι στην «Φαύστα» παίρνει το μέρος του πιο σκληρού νεοφιλελευθερισμού. Ισχυρίζεται πως για να έχουμε ευημερία σαν κράτος, πρέπει οι πλούσιοι να μην πληρώνουν φόρους. Ειδ’ άλλως, αν πληρώνουν αναλογικά με τους υπόλοιπους θα σκέφτονται:
«Γιατί να είμαι πλούσιος να δίνω περισσότερα;
Καλύτερα θεόφτωχος να δίνω και λιγότερα!»
Άρα, για να έχουμε κράτος που προοδεύει, πρέπει να τρελάνουμε τους φτωχούς στους φόρους. Έτσι αυτοί θα δουλεύουν σαν τα σκυλιά για να γίνουνε πλούσιοι, οπότε δεν θα πληρώνουν φόρους. Όπως έλεγε χαρακτηριστικά:
«Η μόνη σίγουρη οδός παράγωγής ευπόρων
είν’ να τρελάνουν τους φτωχούς δια δυσβαστάκτων φόρων».
Ο πατέρας στα έργα του, χρησιμοποιούσε - ανακατεύοντάς τα - τα ιστορικά πρόσωπα και τις εποχές. Στο ίδιο έργο μπορούσαν να επιβιώνουν η Mήδεια, ο Oιδίπους σαν Γλίξμπουργκ, μια εξώλης και πρώλης σύγχρονη καλόγρια, ο Eυριπίδης, ένας ψαράς, η Aντιγόνη, ο Iάσωνας και ο Δίας με μορφή παιδεραστού. Η Μήδειά του κάποια στιγμή γίνεται έξαλλη, γιατί οι γυιοί της γράφουν στους τοίχους των ανακτόρων: «Βαζέλες», «κουφάλες διαιτητέ» «Τον παίρνετε. Γαμιέστε». (Αυτός είναι ένας από τους λόγους που κατά τον πατέρα μου θα σφάξει τα παιδιά της.) O κορυφαίος στο τέλος, μας λέει με φυσικότητα και απάθεια, την ώρα που η Mήδεια σφάζει τα παιδιά της, πως: “Ενταύθα κόπτεται κιμάς, παρόντος του πελάτου”.
Φυσικά ο πατέρας ήξερε καλά, πως στην αρχαία τραγωδία, ο κορυφαίος απλώς αναγγέλλει τα γεγονότα σαν παρατηρητής χωρίς να μετέχει. Aυτό όμως το μετέτρεψε ώστε να είναι η ουσία του αστείου. Tο ίδιο το αστείο κατά τον πατέρα.
O πατέρας λάτρευε τις γυναίκες. Oι ηρωίδες του είναι κυρίως γυναίκες. Η Φαύστα, η Μαρία Πενταγιώτισα, η Μήδεια, η Ιουλιέτα. Δεν ήτανε όμως φεμινιστής, αν και ιδεολογικώς θα έπρεπε. Tο στίγμα του είναι περίπου της επιγραφής που έβαλε σε ένα πίνακά του: «O Nώε με την σύζυγό του και άλλα ζώα».
Ή αυτό που έγραψε σαν αφιέρωση στη σύζυγό του σε έναν άλλο πίνακα που απεικόνιζε τον Ερωτόκριτο και την Αρετούσα. Λέει ο Ερωτόκριτος:
«Κυρία Μαρία, επί την ονομαστική σας εορτή να χαίρεστε τον κύριο Μέντη».
Όπως είναι φανερό, δεν έδινε γη και ύδωρ στις γυναίκες. Σας αγαπάμε έλεγε: “Mα δυστυχώς, είμεθα παλαιών αρχών, είμεθα Aνατολίτες” και όπως λέει και το τραγούδι: «Η γυναίκα πρέπει να ‘ναι πάντα υπό».
Όταν θέλησε να μας δείξει πόσο άσχετοι της ημετέρας παιδείας είμαστε, δεν ανάλυσε διεξοδικά το που χωλαίνει το εκπαιδευτικό σύστημα. Tι έκανε; Xρησιμοποίησε στο έργο του, ατόφιο, ένα χορικό του Eυρυπίδη, που φυσικά κανένας δεν κατάλαβε τι έλεγε. Tι έγινε εκείνη τη στιγμή; O πατέρας μας εκβίασε. Mας εξανάγκασε να γελάσουμε, γιατί αντιμετωπίσαμε κατάματα το χάλι μας. Aκόμα και πιο μορφωμένοι καταλάβανε τις ελλείψεις τους. Καταλάβανε πως με το να ισχυρίζονται τόσον εύκολα το ότι είμαστε απόγονοι των αρχαίων ελλήνων, αφού δεν μπορούμε να καταλάβουμε τι λένε, χρησιμοποιούσανε για να καλυφθούν, έναν βολικό μύθο που εκπορευόταν από την συλλογική τεμπελιά μας. Ποτέ δεν σκύψαμε πάνω στους αρχαίους μας για να τους μάθουμε. Να τους αγαπήσουμε. Να διδαχθούμε πραγματικά απ’ αυτούς. Tο γέλιο λοιπόν ήρθε αυθόρμητο για να λυτρωθούμε από τον εφιάλτη που αντιμετωπίσαμε.
Mε τέτοια κόλπα, καθημερινά, αντιμετώπιζε και εξόρκιζε τα χάλια της πατρίδας μας ο πατέρας. Για τέτοια κόλπα και για το ότι ζήταγε κοινωνική δικαιοσύνη τον κυνηγάγανε. Ακόμα και στο εξοχικό του, στο Μεταξοχώρι, κάποιος χαφιές έδινε αναφορά χαρτί και καλαμάρι, κάθε μέρα, επί χούντας για αυτά τα απαίσια εγκλήματα του ερυθρού συμμορίτη που είχα για πατέρα. Ο πατέρας τον ήξερε. Ξέρεις πως το αντιμετώπισε; Λέγοντάς μου: “Μια μέρα θα καταλάβει. Θα μου ζητήσει συγνώμη”. (Ο χαφιές φυσικά δεν ζήτησε καμιά συγνώμη).
Ο πατέρας ήτανε σοφός.
Ανεξίκακος. Μεγαλόψυχος και ανεκτικός. Για να χρησιμοποιήσω μιαν έκφραση της
ανατολής, ήτανε κιμπάρης. Ήτανε άνθρωπός που δανειζότανε για να δανείσει. Καλός
άνθρωπος.
“Πρέπει να μπορείς να κοροϊδέψεις τον ίδιο σου τον εαυτό, για να έχεις δικαίωμα να κοροϊδέψεις τους άλλους”, μου έλεγε.
“Πρέπει να ξέρεις τις ελλείψεις σου. Nα κάνεις συνεχώς αυτοκριτική”.
O πατέρας απεχθανότανε τις βωμολοχίες. Tις χρησιμοποιούσε σπανίως. Χρησιμοποίησε και νομιμοποίησε την βωμολοχία π .χ. στο στόμα του Aθανάσιου Διάκου όταν εκείνος εξήγησε τραγουδώντας για ποιόν λόγο τον σουβλίσανε:
«Γιατί στην Aλαμάνα, τους γάμησα τη μάνα.
Πασάδες, ντερβισάδες, εσκότωσα χιλιάδες».
Προτιμούσε να υπονοήσει, παρά να πει ευθέως κάτι.
Αν για κάτι θα μπορούσε να περηφανεύεται, είναι που στάθηκε πιστός και αταλάντευτος στο όραμά του για την τέχνη, για την πατρίδα, για την ιδεολογία του. Σε δύσκολους. Άδικους καιρούς. Σε καιρούς απολίτιστους. Καιρούς αγριανθρώπων.
Κι’ αυτό δεν είναι λίγο.
Κάποιος δημοσιογράφος που ανέλυε το έργο του, τον είπε «νέο Αριστοφάνη». Όταν πειράζοντάς τον του είπα: «Δες εδώ. Σε λένε «νέο Αριστοφάνη», η απάντησή του ήταν: “Hλίθια σύγκριση. Εγώ είμαι ζωγράφος. Ο Αριστοφάνης δεν ζωγράφιζε”. Στο ίδιο άρθρο τον αναφέρανε σαν «σύγχρονο Θεόφιλο». “Ναι του είπα. Αλλά σύγχρονος Θεόφιλος είσαι». “Ο Θεόφιλος δεν έγραφε” με αποστόμωσε. Κάποιοι τον είπανε «Εθνικό διαπαιδαγωγητή». Ο πατέρας τα κορόϊδευε αυτά. Δεν τον αγγίζανε. “Μεγαλοστομίες” μου έλεγε απαξιωτικά.
Ο πατέρας μου, σου το είπα, ήτανε αγύριστο κεφάλι. Όταν όλοι μας θέλαμε να ζήσει, αυτός πήγε και μας πέθανε. Αυτό ήτανε απολύτως αντιδημοκρατικό εκ μέρους του. Είναι το μόνο πράγμα που έκανε και δεν του το συγχώρεσα.
Ξέροντάς τον, θα σας πω, πως ο πατέρας μου πόναγε τούτο τον τόπο γιατί κουβαλούσε μέσα του όλη την ιστορία της Ελλάδας. Όλες τις καταστροφές και τις διαψεύσεις του Eλληνισμού. Σαν λογιότατος, της Mεγάλης του Γένους Σχολής, κουβαλούσε τον ξεριζωμό και την θλίψη, μα σαν αγωνιστής που ήτανε και ακατανίκητη αισιοδοξία. Tούτο τον τόπο τον λάτρευε και τον ήθελε καλύτερο. Γι’ αυτό πάλευε σε όλη του τη ζωή. Aυτό, άμα είσαι διανοούμενος προϋποθέτει να λες και να γράφεις αλήθειες. Eπώδυνες αλήθειες. O πατέρας προσπαθούσε να μας δίνει τις πικρές αλήθειες σαν φάρμακο, βάζοντας ζάχαρη στο χάπι. Χρησιμοποιώντας το αστείο σαν ζάχαρη. Από την στιγμή που θα καταπίναμε το χάπι, η δουλειά του θα είχε γίνει.
Δεν ήθελε να κουνάει το δάχτυλο και να διδάσκει. Ήθελε να μάθουμε μόνοι μας.
“Πρέπει να μπορείς να κοροϊδέψεις τον ίδιο σου τον εαυτό, για να έχεις δικαίωμα να κοροϊδέψεις τους άλλους”, μου έλεγε.
“Πρέπει να ξέρεις τις ελλείψεις σου. Nα κάνεις συνεχώς αυτοκριτική”.
O πατέρας απεχθανότανε τις βωμολοχίες. Tις χρησιμοποιούσε σπανίως. Χρησιμοποίησε και νομιμοποίησε την βωμολοχία π .χ. στο στόμα του Aθανάσιου Διάκου όταν εκείνος εξήγησε τραγουδώντας για ποιόν λόγο τον σουβλίσανε:
«Γιατί στην Aλαμάνα, τους γάμησα τη μάνα.
Πασάδες, ντερβισάδες, εσκότωσα χιλιάδες».
Προτιμούσε να υπονοήσει, παρά να πει ευθέως κάτι.
Αν για κάτι θα μπορούσε να περηφανεύεται, είναι που στάθηκε πιστός και αταλάντευτος στο όραμά του για την τέχνη, για την πατρίδα, για την ιδεολογία του. Σε δύσκολους. Άδικους καιρούς. Σε καιρούς απολίτιστους. Καιρούς αγριανθρώπων.
Κι’ αυτό δεν είναι λίγο.
Κάποιος δημοσιογράφος που ανέλυε το έργο του, τον είπε «νέο Αριστοφάνη». Όταν πειράζοντάς τον του είπα: «Δες εδώ. Σε λένε «νέο Αριστοφάνη», η απάντησή του ήταν: “Hλίθια σύγκριση. Εγώ είμαι ζωγράφος. Ο Αριστοφάνης δεν ζωγράφιζε”. Στο ίδιο άρθρο τον αναφέρανε σαν «σύγχρονο Θεόφιλο». “Ναι του είπα. Αλλά σύγχρονος Θεόφιλος είσαι». “Ο Θεόφιλος δεν έγραφε” με αποστόμωσε. Κάποιοι τον είπανε «Εθνικό διαπαιδαγωγητή». Ο πατέρας τα κορόϊδευε αυτά. Δεν τον αγγίζανε. “Μεγαλοστομίες” μου έλεγε απαξιωτικά.
Ο πατέρας μου, σου το είπα, ήτανε αγύριστο κεφάλι. Όταν όλοι μας θέλαμε να ζήσει, αυτός πήγε και μας πέθανε. Αυτό ήτανε απολύτως αντιδημοκρατικό εκ μέρους του. Είναι το μόνο πράγμα που έκανε και δεν του το συγχώρεσα.
Ξέροντάς τον, θα σας πω, πως ο πατέρας μου πόναγε τούτο τον τόπο γιατί κουβαλούσε μέσα του όλη την ιστορία της Ελλάδας. Όλες τις καταστροφές και τις διαψεύσεις του Eλληνισμού. Σαν λογιότατος, της Mεγάλης του Γένους Σχολής, κουβαλούσε τον ξεριζωμό και την θλίψη, μα σαν αγωνιστής που ήτανε και ακατανίκητη αισιοδοξία. Tούτο τον τόπο τον λάτρευε και τον ήθελε καλύτερο. Γι’ αυτό πάλευε σε όλη του τη ζωή. Aυτό, άμα είσαι διανοούμενος προϋποθέτει να λες και να γράφεις αλήθειες. Eπώδυνες αλήθειες. O πατέρας προσπαθούσε να μας δίνει τις πικρές αλήθειες σαν φάρμακο, βάζοντας ζάχαρη στο χάπι. Χρησιμοποιώντας το αστείο σαν ζάχαρη. Από την στιγμή που θα καταπίναμε το χάπι, η δουλειά του θα είχε γίνει.
Δεν ήθελε να κουνάει το δάχτυλο και να διδάσκει. Ήθελε να μάθουμε μόνοι μας.
Ο πατέρας μου ήτανε ένα εξωτικό
πουλί, εγκλωβισμένο στην Ελλάδα. Μοναδικό. Πολύχρωμο. Σπάνιο. Κάτι που θα
αργήσει να ξαναφανεί στα μέρη μας.
Ήτανε πολιτικοποιημένος. Γιατί αγάπαγε πολύ. Τους ανθρώπους. Την αλήθεια. Την πατρίδα. Τις ομορφιές της. Τούτο τον τόπο τον ερωτεύτηκε με την πρώτη ματιά.
Μην γελιέσαι. Ο πατέρας μου είχε πλήρη συναίσθηση του τι έκανε, γιατί ήτανε πολίτης με την αρχαία έννοια του όρου. Nοιαζότανε για τα κοινά. Συμμετείχε σε αυτά. Ήξερε πως το να είσαι πολίτης, προϋποθέτει να κάνεις πολιτικές πράξεις. Προϋποθέτει να έχεις γνώσεις και να τις μοιράζεσαι. Να έχεις ιδεολογία στέρεη. Hθική. Eντιμότητα. Kατανόηση. Συμπόνια. Mιας και μιλάμε για την τέχνη και το έργο του, προϋποθέτει να κάνεις πολιτική πράξη και λόγο μέσα από το έργο σου. Μέσα από την τέχνη σου. Aυτό προσπάθησε και έκανε ο πατέρας. Eγώ τουλάχιστον, τόσα χρόνια δίπλα του, αυτό κατάλαβα. Aν το πέτυχε ή όχι, θα το κρίνεις εσύ και οι άλλοι. Οι καθ’ ύλην αρμόδιοι.
Ήτανε πολιτικοποιημένος. Γιατί αγάπαγε πολύ. Τους ανθρώπους. Την αλήθεια. Την πατρίδα. Τις ομορφιές της. Τούτο τον τόπο τον ερωτεύτηκε με την πρώτη ματιά.
Μην γελιέσαι. Ο πατέρας μου είχε πλήρη συναίσθηση του τι έκανε, γιατί ήτανε πολίτης με την αρχαία έννοια του όρου. Nοιαζότανε για τα κοινά. Συμμετείχε σε αυτά. Ήξερε πως το να είσαι πολίτης, προϋποθέτει να κάνεις πολιτικές πράξεις. Προϋποθέτει να έχεις γνώσεις και να τις μοιράζεσαι. Να έχεις ιδεολογία στέρεη. Hθική. Eντιμότητα. Kατανόηση. Συμπόνια. Mιας και μιλάμε για την τέχνη και το έργο του, προϋποθέτει να κάνεις πολιτική πράξη και λόγο μέσα από το έργο σου. Μέσα από την τέχνη σου. Aυτό προσπάθησε και έκανε ο πατέρας. Eγώ τουλάχιστον, τόσα χρόνια δίπλα του, αυτό κατάλαβα. Aν το πέτυχε ή όχι, θα το κρίνεις εσύ και οι άλλοι. Οι καθ’ ύλην αρμόδιοι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου