Δημήτρης Γ.
Μαγριπλής *
Εκείνο το
πρωινό, κατά γενική ομολογία, όλα ήταν λαμπρά και ανοιξιάτικα. Πλούσιος καιρός,
όπως έλεγε ο κυρ Μήτσος, ο γείτονας του Γρηγόρη. Η θάλασσα φαινόταν από ψηλά ντυμένη στα πιο βαθιά μπλε χρώματά της. Ο ήλιος έπαιζε με τις σταγόνες της πρωινής δροσιάς λίγο προτού φύγουν στο
ταξίδι του αποχωρισμού τους από την απτή
πραγματικότητα. Σε αυτό το παιχνίδι, ιδιαίτερα αυτή την εποχή, πάντοτε
κερδισμένο βγαίνει το φως. Έτσι, όσο κι αν προσπαθούν να μεταμορφωθούν σε
χρώματα οι δροσιές, εκτός από μια στιγμιαία μεταλλαγή τους σε ουράνιο τόξο δεν
καταφέρνουν τίποτα παραπάνω. Με το που παίρνει λίγο ο χρόνος η ζέστη καταφέρνει
να αναιρέσει τις ισορροπίες και το μασκάρεμα καταλήγει σε άτακτη υποχώρηση. Ως
εκ τούτου επιστρέφει κανείς σύντομα στον πρωινό του καφέ. Οι εικόνες δίνουν την
θέση τους στις σκέψεις και αυτές με την σειρά τους άλλοτε μας τυραννούν και
άλλοτε μας ξεκουράζουν, φτιάχνοντας πάντα μια ξύλινη πανοπλία στα δικά μας
μέτρα, με την οποία θα πορευθεί η διάθεσή
μας το υπόλοιπο της ημέρας. Εκτός κι αν τούτη η πολυτέλεια διασαλευτεί από
γεγονότα αντικειμενικά που απαιτούν απλούστατα προσαρμογή.
Με αυτά και άλλα
πλεούμενα στην καλοσύνη της θάλασσας, του μυαλού και των ματιών μας γλιστρούσε
η ώρα και ο καφές, ξυπνώντας τους τόπους εντός και γύρω μας. Καλημερίσαμε
λοιπόν την ανάγκη μας για επικοινωνία και αφεθήκαμε στην ιστορία του κυρ
Μήτσου, που σαν παλιός ήξερε περισσότερο να δουλεύει την φαντασία του από το να
χειρίζεται με την δική μας μαεστρία το τηλεκοντρόλ του. Και βέβαια κανείς δε
νοιαζόταν κατά πόσον τα εξιστορούμενα ήταν αληθή ή όχι. Ο αφηγητής έφερε τον
έπαινο της ομήγυρης, διότι ο νους του επικοινωνούσε κατευθείαν με την καρδιά
του, γεγονός σπάνιο και ταλέντο αξεπέραστο αφού οδηγούσε σε διδακτικές μυθοπλασίες
ή αφηγήσεις που, όσο κι αν αποκάλυπταν, πάντοτε σέβονταν τους διαπλεκόμενους,
ώστε ποτέ κανείς δεν τα χαρακτήρισε χυδαία κουτσομπολιά.
Το θέμα της ημέρας ήταν ο Γρηγόρης ο Ταχής.
Της γνωστής για τα επαρχιακά μας δεδομένα οικογενείας των Ταχήδων. Πλούσιας
καταγωγής, με αστικές συνήθειες και προτεσταντική ηθική. Ορθόδοξοι ήταν οι
άνθρωποι αλλά, όπως έλεγε και ο καφενόβιος βιογράφος τους, πιο πολύ πίστευαν
στον χρυσό παρά στον Χριστό. Όλοι έμποροι. Άλλος με τον καφέ, άλλος με τα ρούχα
και ο Γρηγόρης με τα λάδια και τις ελιές. Το επάγγελμα το κληρονόμησε από τον
πατέρα του, έναν καθώς πρέπει γέροντα που έζησε χρόνια ολόκληρα πάνω από μία
ταμειακή μηχανή, αναγνωρίζοντας ως νέα μόνο αυτά που του ψιθύριζαν οι αριθμοί
κατά τη διάρκεια του φορολογικού έτους. Οι Ταχήδες λοιπόν δεν κατάλαβαν κατοχή,
εμφύλιο, δικτατορία, μεταπολίτευση. Πολλοί υποστήριζαν ότι δεν αντιλήφθηκαν
ποτέ Χριστούγεννα, Πάσχα, ονομαστικές εορτές. Οι άγιοι και οι γιορτές τους ήταν
ευκαιρίες για περισσότερα ή λιγότερα κέρδη. Μόνο από αυτούς άκουγες εκφράσεις όπως ο άγιος
Νικόλαος φέτος ήτανε φτωχός ή πλούσιος ο Αϊ Γιώργης. Υπονοώντας πάντοτε με
αυτόν τον οικογενειακό τρόπο τα έσοδα και τα έξοδα, τη μόνη διαφορά στο χρόνο
που - όπως για κάθε συνεπή έμπορο - σήμαινε χρήμα και πλουτισμό. Είχαν το
καλύτερο σπίτι στην μικρή μας πόλη. Πέτρινο, διώροφο, με κήπο και αυλή. Εκεί
μεγάλωσε ο Γρηγόρης. Όνομα και πράγμα. Αν και ποτέ δεν ασχολήθηκε με τον αθλητισμό ήταν ο γρηγορότερος άνθρωπος
στην πόλη μας. Αν μάλιστα στο επίθετό του υπήρχε το ύψιλον αντί του ήτα, τότε όλοι θα υποθέταμε ότι
τούτο το παιδί αποτελούσε μεταφυσική ενσάρκωση ενός εμπορικού δαιμονίου.
Άλλωστε περισσότερη σχέση είχε με τον Γρηγόρη των φαναριών κίνησης παρά με τον
άγιό του. Τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά μόνο ένας παραδοσιακός χαλβάς,
κεκλεισμένων των θυρών, κάθε χρόνο του τον θύμιζε.
-Όταν ανέβαινε στην Αθήνα, έκανε τον σταυρό
του σε κάθε πράσινο φανάρι, έλεγε ειρωνικά ο μπάρμπα Μήτσος.
Ο Γρηγόρης ο
φαναριώτης λοιπόν ησυχία δεν είχε. Πρώτος άνοιγε το μαγαζί, τελευταίος το έκλεινε.
Την περίοδο μάλιστα του ράβδου κάποιοι έλεγαν δεν κοιμόταν καθόλου. Ολημερίς
και ολονυχτίς έτρεχε για να κλείσει δουλειές, για να ανοίξει δουλειές, για να
πάρει λεφτά, για να δώσει λεφτά, για να φτιάξει τα κιτάπια του, για να
ξεμπερδέψει τους λογαριασμούς του. Τι άνθρωπος! Κινούμενο αερικό. Σε καφενείο
δεν έκατσε ποτέ. Μια ζωή γρήγορη δεν
έχει χρόνο για σπατάλη και χαζολόγημα. Αστός με τα όλα του. Όλα τα έκανε
τάχιστα. Παράτησε νωρίς το σχολείο, άλλωστε για την οικογενειακή του παράδοση
οι σπουδές ήταν περιττές. Αν και αργότερα τέλειωσε στο τεχνικό λύκειο λογιστής,
γιατί όπως έλεγε και ο πατέρας του το σύγχρονο της εποχής απαιτούσε γνώσεις για
να μην στα παίρνει τσάμπα το κράτος. Από νωρίς μπήκε στην δουλειά και νωρίς
ανάλαβε την διαχείρισή της. Αφού ένα πρωινό ξαφνικά ο γερο Ταχής έκανε τεμενά,
όπως πικρόχολα ακούστηκε, πάνω στην ταμειακή του μηχανή. Νωρίς παντρεύτηκε, στα τριάντα του είχε κιόλας τρία
παιδιά , το μεγαλύτερο οκτώ ετών. Χώρισε στα τριανταδύο και παντρεύτηκε μια
Βουλγάρα που δούλευε στο μαγαζί του. Με αυτήν δεν έκανε παιδιά. Ήταν η
καθυστερημένη του εφηβεία που αναδύθηκε, ή ίσως ο έρωτας, αφού και τη γυναίκα
του ακόμη την είχε διαλέξει με προξενιό ο πατέρας του. Για να ενώσουν τις
περιουσίες τους με έναν συνάδελφό του, λαδέμπορο και αυτόν και κατά σύμπτωση
επίσης Γρηγόρη στο όνομα και στην ουσία. Ο Γρηγόρης λοιπόν
έτρεχε, τώρα αν έκανε και κάτι άλλο κανείς με βεβαιότητα δεν μπορεί να το
υποστηρίξει. Μια γυναίκα μαρτύρησε ότι τον είχε δει ένα καυτό καλοκαιρινό
μεσημέρι να κάνει μπάνιο στην παραλία, αλλά και αυτό αναιρέθηκε σύντομα, αφού
εκτός του ότι δεν έβλεπε καλά - είχε
κάνει εγχείρηση στα μάτια της πρόσφατα -, την ίδια ώρα ο ήρωάς μας τραπέζωνε
κάποιους Ιταλούς εμπόρους σε ψαροταβέρνα στην προκυμαία. Ένας άλλος είπε ότι τον
πέτυχε βράδυ να ψαρεύει στο λιμάνι, αλλά από μεθυσμένο που δε βλέπει τη μύτη
του μην περιμένεις αλήθεια. Την τελευταία φορά που κάτι ακούστηκε ήταν από ένα
βοσκό , ότι δήθεν μάζευε σπαράγγια στο ρέμα δίπλα στον άγιο Σώστη. Παραμύθια,
σπαράγγια στο κατακαλόκαιρο. Μάλλον
πρέπει να δωροδοκήθηκε από τον Ταχή, διότι με βάση το μάρκετινγκ, όπως
το είχε καταλάβει από ένα άρθρο σε μια οικονομική εφημερίδα, έκρινε και αυτός
ότι έπρεπε να αποκτήσει φιλικότερο στο εμπορικό και καταναλωτικό κοινό πρόσωπο.
Έτσι έβλεπε τους συνανθρώπους του. Και πολλά πολλά δεν είχε με κανέναν. Μόνο
πάνω στη δουλειά. Εκεί ήταν εξπέρ. Πέραν
τούτου όμως μηδέν. Πόλεμος στη Σερβία, δεν βαριέσαι. Όπως έλεγε απερίφραστα και
ο ίδιος:
-
Εμένα εκτός της οικογενείας μου
και της τσέπης μου δεν με ενδιαφέρει τίποτα άλλο.
Ήταν άλλωστε και ο λόγος που τον έκανε
τόσο αυτόν όσο και την οικογένειά του κυρίους στην τοπική μας κοινωνία.
Νομοταγείς και ευυπόληπτους πολίτες. Ψήφιζε αστικά κόμματα και μάλιστα ενίσχυε οικονομικά και κάποιους
βουλευτές στο νομό. Αυτή ήταν και η μόνη φιλανθρωπία που έκανε, αν μπορεί να
χαρακτηριστεί έτσι ο τζόγος όπως ο ίδιος αποκαλούσε την εν λόγω χρηματοδότηση.
-
Άλλος με το χρηματιστήριο, άλλος
με τις εκλογές, έλεγε γελώντας. Στο κάτω- κάτω έχω μεγαλύτερη ασφάλεια για το
κεφάλαιό μου, υψηλότερους τόκους και σίγουρη επένδυση.
Κάποτε έδωσε
όμως για την αποπεράτωση μιας εκκλησίας.
Αν και μετά από χρόνια σε μια ζάλη του ο παπάς αποκάλυψε ότι τον είχε
υποχρεώσει αυτόν και άλλους ενορίτες να του πουλήσουν το λάδι τους σε
εξευτελιστική τιμή. Έδινε δάνεια, με τόκους
μικρότερους των τραπεζών βεβαίως και άμα δεν είχες να τον ξεχρεώσεις σου έκανε
κατάσχεση αδιαφορώντας για την συνέχεια. Όχι τη δική του, αφού τα ήξερε όλα ή
έτσι τουλάχιστον απαντούσε σε όποιον έκανε το λάθος να τον ορμηνέψει για
οτιδήποτε. Όπως τότε που η θεία του, από την μάνα του, η χήρα, βλέποντάς τον να
τρέχει αλύπητα του φώναζε μέσα στο μαγαζί του:
-Πού τρέχεις
παιδάκι μου, τι τρέχεις έτσι και πας σαν πιωμένος στο ραντεβού;
Αυτό του το έλεγε συχνά. Ποτέ δεν τη ρώτησε για ποιο ραντεβού του
μιλούσε, υπέθετε πάντοτε ότι η θεία ήξερε το πρόγραμμα της ημέρας του. Η θεία
του δεν ήξερε ούτε τι μέρα είναι, τουλάχιστον από τότε που εκτελέστηκε το
μονάκριβο παιδί της στον εμφύλιο. Ήξερε μόνο αυτά που ήθελε, και ο Γρηγόρης,
όσο κι αν ποτέ δεν της έδωσε καμιά ιδιαίτερη σημασία, της θύμιζε το γιο της,
σαν εικόνα έστω που η συγγένεια μόνο μπορεί να δώσει. Την ένοιαζε αυτό το
παιδί. Όμως δεν άκουγε κανέναν.
-Τι βιάζεσαι,
παιδάκι μου, του έλεγε ξανά και ξανά. Το μόνο σίγουρο είναι το ραντεβού σε
αυτήν την ζωή.
Αλλού ο Γρηγόρης. Πάει, τα έχασε η θεία μου, έλεγε
όταν την άκουγε να του φωνάζει και συνέχιζε να τρέχει για να προλάβει το
κύλισμα των νομισμάτων και το κατρακύλισμα της ουσίας της ζωής του. Ώσπου μια
μέρα τρέχοντας έφτασε στο μαγαζί. Τρέχοντας άνοιξε την μηχανή, είχε κρατήσει
την ίδια με τον πατέρα του. Τρέχοντας άνοιξε το κουτί με τα λεφτά. Μέτρησε,
χαμογέλασε και έπεσε πάνω τους. Σε μια στιγμή έφυγε τρέχοντας στο πιο προσωπικό
του ραντεβού, το ραντεβού του θανάτου. Ο Γρηγόρης ο ταχύς, όπως γρήγορα
γεννήθηκε κατά πως έλεγε ο πατέρας του, γρήγορα έφυγε όπως όλοι συμφωνήσαμε τη
μοναδική μέρα που μας κέρασε καφέ, τον
πιο πικρό όπως και να ‘χει, στην πλατεία της πάνω πόλης.
Ο μπάρμπα Μήτσος
έστριψε τσιγάρο, κοίταξε κατά τη θάλασσα και αναρωτήθηκε αν ο γιος του έπιασε
τίποτα με τα δίκτυα.
Χαιρετηθήκαμε
και ο καθένας έφυγε για τον κόσμο του.
* Από την συλλογή: Φώτης Αδάμης (λογοτεχνικό
ψευδώνυμο του Δ. Γ. Μαγριπλή), «Μαθήματα Κηπουρικής και άλλα διηγήματα»,
Σοκόλης, Αθήνα 2007.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου