Ήμασταν
στοιβαγμένοι στο σπιρτόκουτο. Έτσι λέγαμε το σπίτι γιατί ήτανε μικρό. Το μήνα
Αύγουστο σπάσαμε κάθε προηγούμενο. Τριάντα ψυχές, ο ένας πάνω στον άλλο. Δεν
μπορούσες να γυρίσεις ούτε πλευρό. Κάθε πρωί περίμενες να βγούνε οι πρώτοι και
ύστερα κατηφόριζες τη σκάλα για την έξοδο. Απέναντι από το σπίτι υπήρχε μια μαρκέτα. Όποιος είχε λεφτά αγόραζε ψωμί
και έτρωγε, οι υπόλοιποι σχολιάζαμε τις μπουκιές του. Ο ντόπιος μπακάλης μας
κοίταζε αφ υψηλού. Ακόμη και τα ρέστα τα έδινε από απόσταση. Δεν ήθελε επαφές
και αγγίγματα. Ήμασταν αναγκαίο κακό. Φυσικά θα προτιμούσε να του αδειάσουμε
τον τόπο, θα έχανε όμως χρήματα και αυτό
μέτραγε περισσότερο. Την ίδια άποψη είχαν όλοι στην γειτονιά.
-
Απολίτιστοι, μαυριδεροί και αντίχριστοι,
μας τραγουδούσε μια γιαγιά κάθε βράδυ προτού την βάλει η κόρη της μέσα. Ήταν η
μόνη που μας μιλούσε. Οι άλλοι μας έλεγαν καλημέρα μόνο όταν ήταν να εισπράξουν
ενοίκιο. Έβαζαν τα λεφτά μέσα σε σακούλες και φτύνοντας έφευγαν.
-
Πως κατάντησε η γειτονιά; σχολίαζε με
πίκρα ο μπακάλης. Όλοι ζούσαμε στο φόβο
και στην έκπληξη.
-
Ξένοι
και ανεπιθύμητοι, έλεγε ο ένας στον άλλο. Στον ύπνο μας βλέπαμε συχνά ότι μας έπιανε το ιμιγρέσιο και μας έστελνε πίσω.
-
Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα, μου
ψιθύριζε ο διπλανός μου και κανονίζαμε
πλευρό για τον ύπνο. Είχαμε αρχίσει να πιστεύουμε όσα ακούγονταν.
Κατακάθια, κλέφτες, εγκληματίες, παράσιτα. Κυκλοφορούσαμε κουρελήδες και
βρωμιάρηδες. Κάναμε ότι μας ζητούσαν για ελάχιστα χρήματα. Νόμιμα και παράνομα.
Καθαρίζαμε βόθρους, σκάβαμε δρόμους, πουλούσαμε πράγματα, προστατεύαμε κορμιά, πολλοί επαιτούσαν και άλλοι γύριζαν μισόγυμνοι
στο κρύο και απελπισμένοι. Σχεδόν μισότρελοι καταριόταν τους πράκτορες που μας
υποσχέθηκαν τη Γη της Επαγγελίας και
έψαχναν τον κρυμμένο θησαυρό ανάμεσα στα πεταμένα στις προκυμαίες.
-
Είστε ακατάλληλοι για πολίτες στη χώρα
μας, να γυρίσετε πίσω, μου τόνισε ο κύριος
έξω από το μέγαρο. Του γέλασα και κείνος απόρησε. Έσκυψα πήρα το γλυκό
που πέταξε και το απόλαυσα μελετώντας την αρχιτεκτονική του κτηρίου. Μου θύμισε
την πατρίδα μου. Αυτός άρχισε να φωνάζει. Ο σεκουριτάς
με πλησίασε μα σιχαινόταν να με δείρει. Τη γλύτωσα. Γύρισα πίσω στο στάβλο που
μέναμε. Απέξω κόσμος σαν διαδήλωση.
-
Τι έγινε; ρώτησα έναν συγκάτοικο.
-
Μπήκε η αστυνομία. Μας έβγαλε έξω και απολύμανε
τον χώρο. Δεν μπαίνει κανείς. Στο δρόμο πια…, και έφυγε προς άγνωστη
κατεύθυνση.
Είχα
στην τσέπη ελάχιστα χρήματα. Τα φύλαγα για μια τέτοια ώρα. Πήγα στο σταθμό και
ανέβηκα στο πρώτο μπάσι για επαρχία.
Δεν ξέρω πια. Μετά από ώρες έφτασα σε μια όμορφη πόλη. Εκεί αντάμωσα ένα αράπη.
Με λυπήθηκε. Με πήρε στο σπίτι του και κοιμήθηκα στην αποθήκη. Έμεινα καιρό
κοντά του. Με φρόντισε έγινα πάλι άνθρωπος και κάποτε έβγαλα και πράσινη κάρτα.
Χριστούγεννα
και είπα να βγούμε. Γυναίκα παιδιά και πάνω στο κάρο. Στο κέντρο σταμάτησα. Πεινούσαμε όλοι.
-
Εδώ, τους είπα και μπήκαμε στο
στολισμένο μαγαζί. Κάτσαμε και περιμέναμε. Μα περιμέναμε ώρα και ύστερα από
κάποιες διευκρινίσεις βρεθήκαμε πάλι στο δρόμο. Κοίταξα πίσω στο τζάμι.
Διακριτικά μια επιγραφή τόνιζε:
«Αμιγώς
αμερικανικό. Όχι ποντίκια. Όχι Έλληνες»*
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου