Κυριακή 6 Απριλίου 2025

Μια συνομιλία με τον φίλο συγγραφέα, Βασίλη Χουλιαρά, με αφορμή το νέο του βιβλίο: "Πέρα από την άκρη του κόσμου", Ενύπνιο , Αθήνα 2024.


Τον φίλο Βασίλη τον γνώρισα λογοτεχνικά , μετά από παραίνεση του ποιητή Σωτήρη Κακίση και φυσικά έδειξα ενδιαφέρον και αναζήτησα τα βιβλία του. Αμέσως ενθουσιάστηκα με τη γραφή του αλλά επιπλέον με τον κόσμο που αναδύεται μέσα από αυτήν. Φανταστικά τοπία που εδράζονται στην δική του αλήθεια και πρόσωπα σαν μέσα από καθρέφτη, εικόνες του κοινωνικού εαυτού μας. Ο Βασίλης Χουλιαράς ανήκει στην ποιοτική λογοτεχνία, εκεί που ο χρόνος ως κύκλος, ακολουθεί μια ευθεία γραμμή και τα ερωτήματα παραμένουν συμπαντικά και αιώνια. Αυτό δεν σημαίνει ότι απαντά , άλλωστε δεν υπάρχει διδακτισμός στην προσπάθειά του, Ένα ταξίδι είναι , μακριά από το φτηνό και πρόσκαιρο των πολλών σύγχρονων λογοτεχνικών κατορθωμάτων. Ο συγγραφέας ζει μόνιμα στο Μεσολόγγι, ένα πανέμορφο αλλά και ιερό τόπο , μια πόλη που η αλήθεια ζυμώνεται με τον μύθο και τα δειλινά ακόμη αντανακλούν στην λιμνοθάλασσα, το βασίλειο του ονείρου. Το "Πέρα από την άκρη του κόσμου , είναι το πέμπτο βιβλίο του και στάθηκε η αφορμή για να μας πει εδώ περισσότερα:



1. Ένας Μηχανολόγος που γράφει λογοτεχνία… για να λυτρώνεται ή να κατασκευάζει τον κόσμο καλύτερα;

Αν και ο βαθύτερος λόγος για τον οποίο γράφω λογοτεχνία μπορεί να μου διαφεύγει, ωστόσο μπορώ να σκεφτώ αρκετούς για τους οποίους αυτό συμβαίνει. Ας αναφέρω και εδώ τέσσερις από αυτούς: Πρώτος λόγος: όπως κάπως παρόμοια έχει γράψει και ο Πεσσόα, είναι και αυτός ένας ακόμα τρόπος για να περάσει κάποιος το χρόνο του. Δεύτερος λόγος: γιατί το γράψιμο βοηθά στο να απαλυνθούν κάπως οι δαγκωματιές του χρόνου, καθώς μεταλλάσσεις όλα όσα έχεις βιώσει σε κάτι άλλο. Ουσιαστικά είναι ένας τρόπος νοηματοδότησης και, κατά ένα τρόπο, δικαίωσης τη ζωή σου. Τρίτος λόγος: γιατί η γραφή είναι ένας τρόπος συνομιλίας με τον εαυτό σου. Ίσως μάλιστα, κάποιες φορές, είναι ένας τρόπος συνομιλίας με κάτι πέραν του εαυτού σου ή, αν δε θέλουμε να το πάμε τόσο μακριά, με κομμάτια του εαυτού σου που δεν ήξερες καν ότι υπάρχουν. Και τέλος: όπως έγραφα και στο «Ο Φάρος του Σόρενσον», διότι η γραφή είναι και αυτή μια προσευχή και μια μετάνοια.


2. Αφαιρετικός στην γραφή σου και εραστής της μικρής φόρμας , ακολουθείς την καταγραφή της εικόνας της φαντασίας, ή μιας πραγματικότητας που βιώνεις;

Ό,τι προσπαθώ κάθε φορά με τη γραφή είναι πρώτα να συγκρατήσω και μετά να ακολουθήσω την όποια έμπνευση έχω, η οποία, τις περισσότερες φορές, με οδηγεί σε τοπία που μοιάζουν της φαντασίας, καθώς πολλές φορές στις ιστορίες μου δεν υπάρχει συγκεκριμένος ή υπαρκτός τόπος, ούτε και προσδιορισμένος χρόνος, ενώ ενίοτε υπεισέρχονται σε αυτές και υπερρεαλιστικά ή παραμυθικά στοιχεία. Ωστόσο όσο κι αν οι ιστορίες αυτές επιφανειακά μοιάζουν δημιουργήματα του νου, αν δεν εδράζονταν σε στοιχεία της πραγματικότητας που βιώνω και βιώνουμε όλοι, ούτε θα μπορούσαν να σταθούν, ούτε ασφαλώς και να συνομιλήσουν με οποιονδήποτε από τους αναγνώστες τους.

3. Τι υπάρχει πέρα από την άκρη του κόσμου Βασίλη;

Ένας επιπλέον λόγος για την ενασχόληση μου με τη λογοτεχνική γραφή —για να επανέλθουμε στην πρώτη σου ερώτηση: του γιατί γράφω— είναι γιατί δεν έχω τις απαντήσεις, και η λογοτεχνία μου δίνει το χώρο να τις αναζητήσω και να τις συζητήσω. Συνεπώς για το τι υπάρχει πέρα από την άκρη του κόσμου —μια ερώτηση για την οποία δεν είναι καθόλου εύκολο να δοθεί μια απάντηση, μιας και τα όριά μας σταματούν σε ετούτο τον κόσμο— μπορούν μόνο να προταθούν κάποιες ιδέες ή να ευχηθούμε για αυτές. Έτσι πέρα από την άκρη του κόσμου ίσως να υπάρχει εκείνο το μέρος που καθετί, όπως κι αν βρήκε τον τρόπο στο εδώ να υπάρξει, καθώς θα χαθεί, εντέλει αφομοιωθεί και γίνει ένα με το όλο.

4. Και το εδώ πόσο θυμίζει λαβύρινθο και τι περιθώρια διαφυγής έχει;

Ναι, πολλές φορές ο κόσμος στον οποίο ζούμε, μας δημιουργεί την αίσθηση ενός ατέλειωτου λαβύρινθου. Ωστόσο η αίσθηση αυτή είναι φορές που είτε γίνεται λιγότερο έντονη ή χάνεται εντελώς. Αυτό συμβαίνει, για να αναφέρω κάποιες τέτοιες περιπτώσεις, σαν βυθιζόμαστε στην Τέχνη ή την αγάπη. Ίσως μόνο μια πιθανή διαφορά μεταξύ αυτών των δύο οδών να είναι πως με την αγάπη μπορείς να πετάξεις πάνω από τα διαχωριστικά τείχη, ενώ η Τέχνη σε οδηγεί σε ένα βαθύτερο επίπεδο όπου τείχη δεν υπάρχουν. Ποιος ξέρει; ίσως εντέλει τα τείχη να υπάρχουν μόνο σε αυτό το επίπεδο. 



5. Ο χρόνος ως μια ευθεία γραμμή ή ως αέναος κύκλος;

Ελπίζω ως ευθεία γραμμή. Μπορεί ο αέναος κύκλος να έχει λογοτεχνικό ενδιαφέρον, ωστόσο μέσα σε αυτόν η έννοια της προόδου, τόσο η προσωπική όσο και της κοινωνίας, απομειώνεται, καθώς καθετί δεν είναι κάτι άλλο παρά στοιχείο μιας παράστασης που επαναλαμβάνεται συνεχώς —σε μια τέτοια περίπτωση άραγε για ποιον και για ποιο λόγο; και η οποία, τουλάχιστον στο επίπεδο που εμείς βρισκόμαστε, μοιάζει, σε εμένα, κουραστική και ανώφελη.

6. Ο άνθρωπος ως μια κοινωνική κατασκευή ή μια εικόνα μέσα από ένα προσωπικό καθρέφτη;

Περισσότερο θα έλεγα ότι είναι κάτι ενδιάμεσο. Πορευόμαστε στην εποχή που έχουμε βρεθεί και με τις συμβάσεις που αυτή φέρει, αλλά την ίδια στιγμή μέσα σε αυτή ο καθένας μας προσπαθεί να προσδιορίσει και το ποιος είναι. Έτσι παρόλο που όλοι μας είμαστε άνθρωποι της εποχής μας, την ίδια ώρα είμαστε και εκείνοι — άλλος πιο πολύ, άλλος πιο λίγο— που καταφέρνουμε και μεταβάλλουμε την εποχή και την κοινωνία.

7. Το όνειρο ως μέτρο της όποιας αλήθειας μας, ή η αλήθεια μας ως εφαλτήριο για το όνειρο;

Νομίζω το δεύτερο. Χωρίς πρωταρχική ουσία την αλήθεια όλα τα άλλα είναι επικίνδυνες κατασκευές. Και βέβαια πάντα ελπίζοντας ότι η αλήθεια μας είναι αρκετά κοντά στην αλήθεια. .



Πέμπτη 6 Μαρτίου 2025

Μια συνέντευξη του ποιητή Ηλία Κεφάλα, με αφορμή το νέο του βιβλίο : «Μισοφέγγαρα», Θράκα , Λάρισα , 2024.

 



Ο φίλος Ηλίας Κεφάλας είναι από τους ποιητές που ξεχωρίζουν , τόσο για το σύνολο της λογοτεχνικής του δημιουργίας , όσο και για το πρόσωπό του που υποστηρίζει την αλήθεια που ξεπηδά μέσα από την ακούραστη πέννα του. Μόνιμος κάτοικος στην γενέθλια γη του, τον Μέλιγος – Τρικάλων , ζει και υπάρχει μέσα στην φύση και διαπραγματεύεται τα βαθύτερα ερωτήματα της ζωής, που γεννούν την ποίηση, στην ποιο κρυστάλλινη και αληθινή της μορφή. Πολυγραφότατος. Τελευταίο βιβλίο του τα «Μισοφέγγαρα», μια συλλογή που αποτελείται από 225 επιγράμματα, από τις εκδόσεις Θράκα , Λάρισα, 2024. Αυτό ήταν η αφορμή για την παρακάτω συνέντευξη :







1. Επιγράμματα, δηλαδή χαράσσεις, εγχαράσσεις σε μια επιφάνεια;

Αρχικά ναι. Είναι το κείμενο που χαράσσεται σε μια επιφάνεια, συνήθως επιτάφια, και δηλώνει τον δημιουργό του ή τον τιμώμενο και την αιτία της συγγραφής του, που συνήθως είναι η τιμή προς τον νεκρό ή τον θεό. Είναι μια λακωνική επιγραφή που με την καλλιέργειά της μέσα στον χρόνο κατέληξε να γίνει ένα λογοτεχνικό μικροτέχνημα. Εδώ, βέβαια, διαστέλλεται η έννοιά του, ξεπερνάει τον ταφικό θρήνο και, κρατώντας την απαρασάλευτη μορφή του, διευρύνει τη θεματική και υπεισέρχεται στις καθημερινές καταστάσεις που βιώνει ο άνθρωπος. Μικροχαρές, απέραντες μελαγχολίες, εκπλήξεις και φιλοσοφικές καταφυγές αποδίδονται σε ποιητικά μονόστιχα και δίστιχα μέσα σε μια προσπάθεια ακαριαίας εκφοράς.



2. Τα επιγράμματά σου είτε αναφέρονται στην φύση , είτε στον άνθρωπο ακολουθούν την νομοτέλεια ότι όλα φθείρονται , όλα πεθαίνουν.

Αυτό είναι το βασικό και κυρίαρχο βλέμμα της ποίησης. Η παρακολούθηση της φθοράς. Όμως όλα αυτά που συμβαίνουν μέσα μας είναι απόρροια των όσων συμβαίνουν εκεί έξω στη φύση. Πιστεύω ότι για να επιλύσουμε ένα οποιοδήποτε πρόβλημα που ταλανίζει τον ανθρώπινο βίο θα πρέπει να το εντάξουμε μέσα στις διαδικασίες της φύσης κι εκεί θα δούμε τον τρόπο που η φύση το αντιμετωπίζει και να το αντιγράψουμε. Η φύση είναι ο μέγιστος και αδιάψευστος δάσκαλος κι εμείς δυστυχώς οι κακοί μαθητές, που δεν μάθαμε να τιμούμε και να προστατεύουμε.



3. Ο θρήνος μετατρέπεται σε έπαινο και το σκοτάδι σε φως;





Όλα αυτά βρίσκονται μέσα στις προθέσεις του ποιήματος και διακονούνται ανάλογα με τον συναισθηματικό εμπλουτισμό και τις αντιλήψεις του δημιουργού. Οι κάθε είδους τροπές και μετατροπές είναι πάντα υψηλότατες αρετές στον λόγο. Η αρμονία είναι η ένωση των αντιθέτων και η ποίηση αποβαίνει πάντα ο καταλληλότερος καταλύτης για την ένωση αυτή.





4. Γιατί επιλέγεις αυτή την μορφή ποιητικής έκφρασης;

Δεν είναι η μόνιμη μορφή έκφρασης στην ποίησή μου, καθόσον η κύρια προτίμησή μου είναι το «κανονικό» ποίημα σε ελεύθερο στίχο και μικρό αριθμό στίχων. Ουδέποτε το ποίημά μου διεκδικεί πολλές σελίδες. Το σύντομο ποίημά μου σε μάκρος συνήθως μισής σελίδας είναι ο οδηγός μου. Το ζητούμενο για μένα είναι να προλάβω και να πω αυτό που θέλω με όσο το δυνατόν λιγότερες λέξεις. Τα μακρόπνοα ποιήματα δεν είναι για τους σημερινούς καιρούς. Ο αναγνώστης πρέπει να μπορεί να ευχαριστηθεί ένα ποιητικό βιβλίο μέσα στη διάρκεια ενός χαλαρού καφέ. Έχω γράψει ένα βιβλίο με ποιήματα στη μορφή του σονέτου, 3 βιβλία με ποιήματα χάικου και δύο βιβλία με επιγράμματα. Η μαγεία του ελάχιστου με μαγνητίζει και με προκαλεί. Κι εγώ ανταποκρίνομαι όσο καλύτερα μπορώ. Αν μπορώ.




5. Ακολουθείς κάποιο κανόνα, σε αυτή την καλλιτεχνική σου φόρμα;

Δεν υπάρχει κάποιος εμφανής κανόνας, παρά η ανάγκη έκφρασης μιας ολοκληρωμένης συγκίνησης που εγείρεται μέσα από μια αιφνίδια εικόνα ή μια ιδέα. Πολλές φορές επιτυγχάνεται αυτομάτως με την πρώτη γραφή. Άλλες φορές υπεισέρχεται στη αγωνιώδη διαδικασία του εργαστηρίου. Η συγγραφή είναι πάντα άσκηση και δοκιμασία.




 
6. Ως λογοτεχνικό είδος τα επιγράμματά σου χαρακτηρίζονται από προσωπικό

και συναισθηματικό τόνο , εντάσσονται σε μια θεματική διεύρυνση;



Βεβαίως από προσωπικό τόνο, διαφορετικά δεν θα είχε κανένα νόημα να ασχοληθεί ή να καταφύγει κανείς στη συγγραφή της ποίησης. Και βεβαίως συναισθηματικό, επειδή όλοι οι ποιητές είναι συναισθηματικοί χαρακτήρες σε βαθμό μεγαλύτερο από τον μέσο όρο των ανθρώπων. Θεματικά θα έλεγα ότι πάντα ο ποιητής στοχεύει στο ίδιο θέμα, αλλά κάθε φορά το βλέπει με διαφορετικό βλέμμα. Έχει λεχθεί από πολλούς και το έχω ενστερνισθεί και διατυπώσει πολλές φορές στο παρελθόν ότι το μόνιμο θέμα της ποίησης είναι ο θάνατος. Την πόρτα αυτού του φάσματος χτυπάει ο ποιητής με κάθε ποίημά του.









7. Τα επιγράμματα συνομιλούν με τον σύγχρονο άνθρωπο της εικονικής

πραγματικότητας;

Το κάθε ποίημα, επομένως και το επίγραμμα, δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένας καθρέφτης που καθρεφτίζει τον άνθρωπο με όλες τις μεταβολές και διαφοροποιήσεις του. Το ποίημα μας ακολουθεί παντού, για να μην πω ότι μερικές φορές μας δείχνει και τον δρόμο.







Παρασκευή 17 Ιανουαρίου 2025

Μια συζήτηση με τον Κυπαρίσσιο, Γιώργο Μαυροειδή, με την ευκαιρία της έκδοσης του μυθιστορήματός του : "Σκοτεινή Σπάρτη"

 




Τον φίλο Γιώργο Μαυροειδή τον πρωτογνώρισα ως καθηγητή Φυσικής, λόγω των παιδιών μου,   και τον εμπιστεύτηκα, λόγω της εικοσαετούς και πλέον εμπειρίας του στον χώρο της ιδιωτικής εκπαίδευσης.  Επιπλέον μου προξένησαν ενδιαφέρον οι  παράλληλες,  σοβαρές  επαγγελματικές ενασχολήσεις του, υπεύθυνος σε επιχείρηση ελέγχου και απώθησης παρασίτων υγειονομικής σημασίας και ως σύμβουλος ακινήτων, αλλά κυρίως η αγάπη του για την γη και η φροντίδα του για την πανίδα και χλωρίδα του τόπου μας. Η συγγραφική του δραστηριότητα ήταν έκπληξη για μένα και το βιβλίο του άξιο για την παρακάτω συζήτηση:     

 



·         

1. Από την επιστήμη της Φυσικής στην λογοτεχνική συγγραφή. Πως άνοιξε αυτό το μονοπάτι ;

Η  σπουδή  στη φυσική ήταν επιλογή μου. Από πολύ μικρή ηλικία, μπορώ να ανακαλέσω στη μνήμη μου το τεράστιο ενδιαφέρον που είχα για τη φυσική πειραματική και τη φυσική ιστορία  που διδασκόμασταν στο δημοτικό. Είχα πολύ νωρίς αποφασίσει πως οι φυσικές επιστήμες ήταν  το αντικείμενο που με ενδιέφερε, από την άλλη η λογοτεχνία με είχε αιχμαλωτίσει από τότε που έμαθα ανάγνωση και παρέμεινε απόλαυση αλλά και καταφύγιο σε όλη μου τη ζωή. Δεν νομίζω ότι οι δυο τομείς ,θετικές επιστήμες και λογοτεχνία είναι τόσο ασύνδετοι κι ας φαντάζουν έτσι σε πολλούς. Η ακρίβεια και η αυστηρότητα στην μελέτη και απόδοση των εννοιών και των φαινομένων δεν στερεί, κάθε άλλο, μάλλον απαιτεί, να δίνεται χώρος στη φαντασία και το όραμα. Άλλωστε η πλειονότητα των ανθρώπων των θετικών επιστημών κάθε επιπέδου, είναι λάτρεις της λογοτεχνίας, της ιστορίας, της γλώσσας, της φιλοσοφίας, της αρχαίας γραμματείας κ.τ.λ. 

2. Λογοτεχνία, πρότυπα και αναγνώσεις .

Διάβαζα ότι έπεφτε στα χέρια μου. Είχα την τύχη να μένω δίπλα σε έναν θείο μου που είχε μια πραγματικά μεγάλη για τα δεδομένα της μικρής μας επαρχιακής πόλης  βιβλιοθήκη. Κυρίως  Έλληνες: Τερζάκη, Βενέζη , Ουράνη, Λουντέμη, Καρκαβίτσα αλλά και κάποιους κλασσικούς ξένους, Ιούλιος Βερν φυσικά, αλλά  θυμάμαι την «Ανάσταση» του Τολστόι, τον Χέρμαν Εσσε και άλλους πολλούς. Κάποια στιγμή με πήραν χαμπάρι συγγενείς και φίλοι οπότε στις γιορτές μου έφερναν βιβλία. Τα διαβάζαμε όλα τα παιδιά μανιωδώς στο σπίτι, ενίοτε βέβαια τα χρησιμοποιούσαμε ως βλήματα στους μεταξύ μας τσακωμούς οπότε δεν ήταν μόνο το διάβασμα η αιτία που σύντομα γίνονταν κουρέλια. {Πολλά μάλιστα δεν τα πολύ καταλάβαινα.  Μου έδωσε κάποιος όταν ήμουν στην πρώτη γυμνάσιου το «Πως δενόταν το ατσάλι» του Οστρόφσκι και  την «Άλωση της πόλης» του Ρανσιμαν και δυσκολεύτηκα ,δεν είχα το ιστορικό υπόβαθρο για να τα καταλάβω. Ωστόσο σιγα σιγά μπήκαν σε μια σειρά μέσα στο μυαλό μου. Δεν παρέλειπα φυσικά όλα τα κόμικς της εποχής, τα Βίπερ, τα Αρλεκιν της θείας μου, το Ρομάντζο που διάβαζα στο κουρείο της γειτονιάς… Ήμουν μανιώδης αναγνώστης και αυτών. Αργότερα στο γυμνάσιο και το  λύκειο αποτύπωνα κάθε εντύπωση από τα κείμενα της νεοελληνικής λογοτεχνίας και ύστερα έψαχνα να βρω το βιβλίο του συγγραφέα για να το διαβάσω. Στο πανεπιστήμιο πια διάβασα τους Αμερικανούς κλασσικούς , αλλά και τους Ρώσους:  Σολοχωφ, Γκορκι, Ντοστογιέφσκι, Γκογκο, Τολστοί…  Μου άρεσαν ιδιαίτερα οι Ρώσοι καθώς και ο Τζακ Λόντον με τον περιπετειώδη τρόπο γραφής του. Τώρα πια διαβάζω περισσότερο ιστορικές μελέτες και λιγότερο λογοτεχνία. 

3. Μυθιστόρημα ή ιστορική μελέτη;

Μυθιστόρημα χωρίς αμφιβολία. Το μυθιστόρημα δίνει την απαιτούμενη ελευθερία στο συγγραφέα να κινηθεί στο χώρο και το χρόνο χωρίς να είναι δέσμιος της αυστηρότητας μιας ιστορικής μελέτης. Δεν μπορεί φυσικά να γράφει άσχετα πράγματα αλλά, να εισάγει τον αναγνώστη στο κλίμα της εποχής  -όπως το φαντάζεται ο ίδιος- χωρίς να περιορίζεται από τους κανόνες μιας επιστημονικής εργασίας. Το βιβλίο «Σκοτεινή Σπάρτη» είναι χωρίς αμφιβολία ένα ιστορικό μυθιστόρημα. 

4. Η αρχαία Σπάρτη μέσα από τα μάτια των κατακτημένων Μεσσηνίων  ή μια ιστορία έρωτα, δολοπλοκίας και επανάστασης;

Όλα αυτά μαζί. Ο έρωτας δεν μπορεί να λείπει από ένα μυθιστόρημα. Είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ανθρώπινης ύπαρξης και κινητήριος δύναμη .Χωρίς τον έρωτα το μυθιστόρημα θα ήταν άνοστο. Ευτυχώς ο ίδιος ο Παυσανίας παρέχει άφθονο υλικό  οπότε δεν χρειάστηκε να αυθαιρετήσω. Η ζωή του Αριστομένη σώζεται από μία Σπαρτιάτισσα ιέρεια που είναι ερωτευμένη μαζί του, όταν συλλαμβάνεται αιχμάλωτος. Η  ίδια η ήττα τον Μεσσηνίων οφείλεται στην παράνομη ερωτική σχέση μιας Μεσσήνιας με έναν Σπαρτιάτη βουκόλο… Προσωπικά  έπρεπε μονάχα να τα εντάξω μέσα στο πνεύμα της ιστορίας μου.

 5. Μέσα από την καταγραφή των γεγονότων του δεύτερου Μεσσηνιακού πολέμου , αντικρίζουμε πολλά λαογραφικά στοιχεία και μάλιστα πλήθος σημαντικών λεπτομερειών όπως καλλιεργητικές πρακτικές, χρήση θεραπευτικών βοτάνων και ψυχοτρόπων, σπλαχνομαντεία, οιωνοσκοπία, ονειρομαντεία κ.ά. Επιδίωξη σου αυτή η ιδιαίτερη μελέτη και γιατί σε μια μυθιστορηματική γραφή;

Ζώντας στην ύπαιθρο και έχοντας την τύχη από μικρός να συναναστραφώ με ανθρώπους άντρες αλλά κυρίως γυναίκες αυθεντικούς που ζούσαν στη φύση χωρίς να ρωτούν πολλά «γιατί», μακριά από τον σημερινό ορθολογισμό που προσπαθεί να ερμηνεύσει κι εξηγήσει τα πάντα. Άνθρωποι μιας άλλης εποχής , δεν νομίζω ότι υπάρχουν πια τέτοιοι σήμερα που μάντευαν το μέλλον από τη σπάλα του αρνιού, αμπόδεναν με μάγια τα ζώα τους από την επιβουλή ζώου ή ανθρώπου, μάζευαν βοτάνια και μαντζούνια από τις ρεματιές, έστηναν ξόβεργες, πλακοπαγίδες και σουρτοθηλιές, γνώριζαν την ήρα, το παραισθησιογόνο παράσιτο των σιτηρών και το απομάκρυναν με τον αρίλογο από τον καθαρό καρπό… Όταν αργότερα διάβασα το έργα και ημέρες του Ησίοδου που ουσιαστικά δίνει οδηγίες στον αδελφό του για το πως να επιβιώνει με επιτυχία ως καλλιεργητής, μου φάνηκε η ατμόσφαιρα του έργου τόσο κοντινή και οικεία… Αργότερα ψάχνοντας πηγές για τις ανάγκες του μυθιστορήματος διάβασα μερικά πιο ξεχασμένα έργα του Ξενοφώντα π.χ τον κυνηγετικό, το περί ιππικής, εργασίες πολλών αρχαιολόγων και ιστορικών για το είδος της διατροφής, τις μεθόδους κυνηγιού, τα φυτά που καλλιεργούνταν για τροφή και ένδυση ανέτρεξα ακόμα και σε οικονομικά αρχεία της δεκαετίας του τριάντα για να δω τις αποδόσεις σε καρπό των ορεινών χωραφιών της περιοχής στην οποία ξετυλίγονται τα γεγονότα του μυθιστορήματος. Η καλλιέργεια μέχρι τη δεκαετία του 50 γινόταν με τον ησιόδειο τρόπο, δεν υπήρχαν τεχνητά λιπάσματα, τα εργαλεία ήταν χειροποίητα και φυσικά όλες οι δουλειές γίνονταν με ζώα. Θέλοντας να είμαι όσο το δυνατόν πιο ακριβής διάβασα ακόμα και απομνημονεύματα διωκόμενων-ξεκομμένων- ανταρτών που ζούσαν πραγματικά σαν τα αγρίμια κατά και μετά τη λήξη του εμφυλίου για να συλλέξω στοιχεία για την επιβίωση και τον επισιτισμό ανθρώπων που ζουν ως κυνηγημένοι στα βουνά καθώς και για να γνωρίζω το χρόνο που διαρκούσαν οι μετακινήσεις από μέρος σε μέρος (πεζή πάντα). Όλα αυτά θέλησα να τα εντάξω στο μυθιστόρημα και είναι αλήθεια ότι ίσως το παράκανα…

6. Πρόθεσή σου να κάνεις τον αναγνώστη  κοινωνό της εποχής του 7ου π.Χ. αιώνα ή θεωρείς πως παραμένει επίκαιρο το όποιο μήνυμα αποκομίζει κανείς διαβάζοντας το βιβλίο σου ;

Τα προβλήματα των ανθρώπων δεν αλλάζουν στην πορεία της ιστορίας ,αλλάζουν μόνο τα μέσα . Μιλάμε για μια εποχή που η Γη και τα ζωικό κεφάλαιο καθορίζουν την οικονομική ισχύ των ανθρώπων. Η εξουσία είναι κληρονομική και την ασκούν οι ευγενείς γαιοκτήμονες ενώ γύρω από αυτούς φυτοζωούν οι μικροκαλλιεργητές που πασχίζουν να επιβιώσουν με τους μικρούς κλήρους τους καθώς και οι τεχνίτες. Στις πόλεις κράτη ξεσπούν αναταραχές και Τύραννοι εμφανίζονται ως διεκδικητές της εξουσίας χρησιμοποιώντας την οργή του λαού. Η ανάπτυξη της τεχνολογίας και του εμπορίου φέρνει στην επιφάνεια μια άλλη τάξη αυτή των εμπόρων που πλουτίζουν με το εμπόριο και τα θαλάσσια ταξίδια διεκδικώντας και αυτοί μερίδιο στην εξουσία. Δεν μου φαίνονται και τόσο μακρινά όλα αυτά…

 7. Προσδοκίες μέσα από την λογοτεχνική συγγραφή.

Προσδοκίες ; Είναι  νωρίς ακόμα. Προς  ώρας απολαμβάνω την έκδοση της πρώτης συγγραφικής μου προσπάθειας και χαίρομαι γιατί τα μηνύματα από τους αναγνώστες είναι ενθαρρυντικά. Φυσικά έχω σκοπό να συνεχίσω να γράφω και ελπίζω σύντομα να παρουσιάσω και άλλα πράγματα που τριγυρίζουν στο μυαλό μου.

Δευτέρα 13 Ιανουαρίου 2025

Μια συζήτηση με τον ποιητή Άγγελο Καλογερόπουλο , με την ευκαιρία του νέου βιβλίου του : " Θέρος , τρύγος , πόλεμος "

 




Τον Άγγελο τον γνωρίζω χρόνια , είναι φίλος αγαπητός. Κατά βάση ποιητής , αλλά και μουσικός και πεζογράφος . Ανήσυχο πνεύμα που μας έχει χαρίσει όμορφα βιβλία , γνήσια ακούσματα και πολλά μα πάρα πολλά πεζά . Τελευταίο βιβλίο του  το : "Θέρος , τρύγος , πόλεμος " , από τις εκδόσεις Εν πλω , Αθήνα 2024. Πρόκειται για μια ακολουθία ποιημάτων και τραγουδιών (όλη η δουλειά παρουσιάζεται στην πλατφόρμα : https://distrokid.com.) Είναι ένα εξαιρετικό αποτέλεσμα και νομίζω ότι ο ίδιος ο συγγραφέας μπορεί να μας την παρουσιάσει καλύτερα, μέσα από τις απαντήσεις του, στην παρακάτω συνέντευξη. Απολαύστε τον ....  




Γιατί «Θέρος‒Τρύγος‒Πόλεμος»;

Πρόκειται για μια λαϊκή έκφραση: στη δύσκολη στιγμή σηκώνουμε τας μανίκια κι όλοι μαζί πολεμάμε για τον κοινό σκοπό. Στην περίπτωση αυτού του βιβλίου, η πρώτη ενότητα των ποιημάτων («θέρος») έχει ως θέμα της το καλοκαίρι, τον έρωτα, τις διακοπές και την ευζωΐα που υπήρξαν το όραμα μιας γενιάς. Της γενιάς της εσωτερικής μετανάστευσης.  Η γενιά που εγκατέλειπε, στη δεκαετία του 60 και του 70 κυρίως, την επαρχία και αναζητούσε μια πιο καλή και πιο ελεύθερη ζωή στα αστικά κέντρα. Οι διακοπές και η ευζωΐα ήταν ο τρόπος της να γευτεί τον σύγχρονο κόσμο, να ξεφύγει από τους κλειστούς ορίζοντες του επαρχιωτισμού, να χαρεί αλλά και να απογοητευτεί.

Η δεύτερη ενότητα («τρύγος») έχει να κάνει με τον κόσμο που παρέλαβε αυτή η γενιά, έναν κόσμο μιας νοσηρής θρησκευτικότητας, πολιτικών διχασμών, τα τραύματα του εμφυλίου, τους πολιτικούς αγώνες που κατέληξαν σε μια ατομιστική ασωτεία και που οδήγησαν σε μια δανεική ευμάρεια και μεγάλα μαύρα τζιπ που θύμιζαν … νεκροφόρες.

Η τρίτη ενότητα («πόλεμος») έχει να κάνει με όσα προβλήματα έχει μπροστά της αυτή η γενιά της εσωτερικής μετανάστευσης και τα κληροδοτεί στην νεότερη γενιά: την απώλεια του εσωτερικού της κόσμου και τη βίωση μιας διαρκούς απειλής η οποία βρήκε την προσωποποίησή της στην μουσουλμανική βία και στην μεταναστευτική εισβολή. Προσεγγίζει τον κόσμο μέσα από γενικές και αφηρημένες έννοιες, χωρίς να συναντάται με το πρόσωπο του διπλανού, του πλησίον, του οικείου και του ξένου. Ο ξένος που είναι απέναντἰ μας, ο ένας, ο συγκεκριμένος, δεν είναι ούτε απειλή ούτε κίνδυνος, είναι ένας καθρέφτης που φανερώνει πτυχές του εαυτού μας.

Και γιατί Ακολουθία ποιημάτων και τραγουδιών;

Η λέξη «ακολουθία», ακόμα και στην εκκλησιαστική υμνογραφία, σημαίνει «σειρά». Κι είναι μια σειρά διαφόρων μορφών (ψαλμών, ωδών, ευχών που απαγγέλλονται ή ψάλλονται) οι οποίες  συγκροτούν ένα όλο. Η πρώτη φορά που με απασχόλησε συνειδητά η μορφή μιας ποιητικής και μουσικής ταυτόχρονα «σύνθεσης» ήταν την εποχή που έγραφα το «Σύρραμμα». Τότε συγκρότησα ένα σύνολο από κομμάτια που θα μπορούσαν να σταθούν και αυτόνομα κι ήταν σα να τα συρράπτει κανείς σε ένα ενιαίο έργο (εξ ου και «σύρραμμα», λέξη που τη συνάντησα σε εφημερίδα του 19ου αιώνα).Έτσι έχουμε ένα αποτέλεσμα, «αρχιτεκτονικά» διαρθρωμένο, όπου το κάθε μέρος αποτελείται από τέσσερα ποιήματα, ένα τραγούδι, τρία χορικά κι ένα ανάγνωσμα. Στην ίδια δομή, περίπου, ακολούθησαν τα Αργά Μαθήματα, αλλά και η Ανακομιδή και το Θέρος, τρύγος, πόλεμος. Με συγκίνηση, ανέσυρα πρόσφατα από κάποιο ξεχασμένο συρτάρι ένα νεανικό μου έργο (ανέκδοτο με τίτλο «Αλαγούδης» ‒ το λαϊκο όνομα της Διονυσιάδας πηγής στη γενέτειρά μου Κυπαρισσία) που είχε ακριβώς την ίδια δομή.

Αισθάνεσαι περισσότερο ποιητής ή τραγουδοποιός;

Ούτε το ένα ούτε το άλλο. Γράφω ποιήματα και τραγούδια. Διακονώ, και μέσα από τις σελίδες του περιοδικού ΤΟ ΚΟΙΝΟΝ τῶν ὡραίων τεχνῶν, την ματιά εκείνη που θέλει τις τέχνες συγκοινωνούντα δοχεία με τελική κατάληξη την όντως πνευματική ζωή. Διαπιστώνω την έκπληξη που δημιουργεί αυτή η ματιά στις λιγοστές κριτικές που γράφτηκαν γι’αυτό το βιβλίο. Τόσο για τα ποιήματα όσο και για τα τραγούδια. Και κυρίως για την εσωτερική τους σχέση. Μάλιστα, στο βιβλίο αυτό υπάρχουν και κάποιες σκηνοθετικές, θα έλεγα, οδηγίες στην περίπτωση που το όλο δημιούργημα παρουσιαστεί με τη μορφή ενός βίντεο. Η τέχνη του λόγου εκφράζεται πολλαχῶς: από τον μοναχικό σιωπηλό αναγνώστη ή τον σιωπηλό ακροατή στο μοναχικό γραφείο, στους χώρους κοινωνικής συνάθροισης με τη μορφή παρουσιάσεων ή προβολής βίντεο. Η ποίηση γράφεται όχι μόνο για να διαβάζεται αλλά και για να ακούγεται και το τραγούδι όχι μόνο για να ακούγεται αλλά και για να διαβάζεται. Και τα δύο μαζί μπορούμε να τα βλέπουμε κιόλας. Η τέχνη πρέπει να ξυπνάει όλες τις αισθήσεις.

Ποια είναι η εσωτερική σχέση των τραγουδιών και των ποιημάτων;

Ξεκινάμε με ένα ερωτικό, νεανικό τραγούδι μου, το «Αισθηματάκια θερινά» που μιλάει για μια ερωτική αποτυχία για να μπούμε στην ενότητα «Θέρος» όπου οι διακοπές, ο έρωτας, η ευζωΐα παρουσιάζονται σαν το αδιέξοδο όραμα μιας γενιάς. Κι έρχονται οι «Διακοπές» στηριγμένες στις πρώτες νότες του satisfaction και σε ρεμπέτικα μοτίβα του Βαμβακάρη να δουν σκωπτικά το αδιέξοδο αυτό και να μας καλέσουν να πάρουμε τα βουνά! Ο «τεμπέλης» σκιαγραφεί το πρόσωπο του νεοέλληνα όπως προέκυψε από τις πρόσφατες ιστορικές μας περιπέτειες. Ενώ ο «Μετανάστης στα Πατήσια» έρχεται να μας θυμίσει ότι ο εχθρός μας στην ενότητα «Πόλεμος» δεν είναι ο ξένος αλλά ο ίδιος μας ο εαυτός. Είναι άλλο οι ξένοι κι άλλο ο ξένος. Ο ξένος είναι καθρέφτης του εαυτού που κρύβουμε. Αυτή η βαθύτερη ενότητα των ανθρώπων που μας οδηγεί στην πνευματική οδό της «γραμμής του ορίζοντος» του τελευταίου κειμένου της συλλογής, επισφραγίζεται με τον «Δεκαπενταύγουστο», ένα τραγούδι που μιλά για αυτή τη λιτανεία του καλοκαιριού που γκρεμίζει τα τείχη αυτού του ρηχού και γυαλιστερού κόσμου για να μας φανερώσει τον «άνω βυθὀ».

Γίνεσαι σε κάποια σημεία αιχμηρός και οξύς, πράγμα που δεν το συνηθίζεις στα γραπτά σου.

Προέκυψε αυθορμήτως όταν ήρθε η ώρα να μιλήσω για τον εαυτό μου. Κρατάμε στα χέρια μας, εμείς της γενιάς της εσωτερικής μετανάστευσης που αυτοπροσδιοριζόμαστε ως ορθόδοξοι χριστιανοί, έναν θησαυρό κι αυτό που παραδίδουμε στις νεότερες γενιές είναι η απώλεια του εσωτερικού μας κόσμου και η …αποκάλυψη μιας διαρκούς απειλής που προέρχεται από τα σκοτεινά κέντρα που εξαπολύουν μουσουλμάνους, ιούς, ομοφυλόφιλους ή ρομπότ με σκοπό να διαλύσουν την ελληνορθοδοξία μας! Προσεγγίζουμε τον κόσμο μέσα από αφηρημένες έννοιες και δεν συναντιόμαστε με το συγκεκριμένο πρόσωπο του πλησίον. Γι’ αυτό «δεν είδε πρόσωπο Θεοῦ κανεὶς στὸ πρόσωπό μας». Γιατί αντί για την αγάπη που μας μαθαίνει την αλήθεια κι αυτή με τη σειρά της μας ελευθερώνει, συρρικνώσαμε την παράδοση αυτή σε μια φαρισαϊκού τύπου εθνικοθρησκευτική ιδεολογία ή σε μια ανώδυνη και χλιαρή θεολογικούρα που συνομιλεί τάχα με τον σύγχρονο κόσμο αλλά τα έχει πάντα καλά με την εξουσία. Όχι οι άλλοι. Ο καθένας από μας ξεχωριστά. Και «πρώτος και καλύτερος» εγώ!

Μια συνομιλία με τον φίλο συγγραφέα, Βασίλη Χουλιαρά, με αφορμή το νέο του βιβλίο: "Πέρα από την άκρη του κόσμου", Ενύπνιο , Αθήνα 2024.

Τον φίλο Βασίλη τον γνώρισα λογοτεχνικά , μετά από παραίνεση του ποιητή Σωτήρη Κακίση και φυσικά έδειξα ενδιαφέρον και αναζήτησα τα βιβλία τ...