Τον Άγγελο τον γνωρίζω χρόνια , είναι φίλος αγαπητός. Κατά βάση ποιητής , αλλά και μουσικός και πεζογράφος . Ανήσυχο πνεύμα που μας έχει χαρίσει όμορφα βιβλία , γνήσια ακούσματα και πολλά μα πάρα πολλά πεζά . Τελευταίο βιβλίο του το : "Θέρος , τρύγος , πόλεμος " , από τις εκδόσεις Εν πλω , Αθήνα 2024. Πρόκειται για μια ακολουθία ποιημάτων και τραγουδιών (όλη η δουλειά παρουσιάζεται στην πλατφόρμα : https://distrokid.com.) Είναι ένα εξαιρετικό αποτέλεσμα και νομίζω ότι ο ίδιος ο συγγραφέας μπορεί να μας την παρουσιάσει καλύτερα, μέσα από τις απαντήσεις του, στην παρακάτω συνέντευξη. Απολαύστε τον ....
Γιατί
«Θέρος‒Τρύγος‒Πόλεμος»;
Πρόκειται
για μια λαϊκή έκφραση: στη δύσκολη στιγμή σηκώνουμε τας μανίκια κι όλοι μαζί
πολεμάμε για τον κοινό σκοπό. Στην περίπτωση αυτού του βιβλίου, η πρώτη ενότητα
των ποιημάτων («θέρος») έχει ως θέμα της το καλοκαίρι, τον έρωτα, τις διακοπές
και την ευζωΐα που υπήρξαν το όραμα μιας γενιάς. Της γενιάς της εσωτερικής
μετανάστευσης. Η γενιά που εγκατέλειπε,
στη δεκαετία του 60 και του 70 κυρίως, την επαρχία και αναζητούσε μια πιο καλή
και πιο ελεύθερη ζωή στα αστικά κέντρα. Οι διακοπές και η ευζωΐα ήταν ο τρόπος
της να γευτεί τον σύγχρονο κόσμο, να ξεφύγει από τους κλειστούς ορίζοντες του
επαρχιωτισμού, να χαρεί αλλά και να απογοητευτεί.
Η
δεύτερη ενότητα («τρύγος») έχει να κάνει με τον κόσμο που παρέλαβε αυτή η
γενιά, έναν κόσμο μιας νοσηρής θρησκευτικότητας, πολιτικών διχασμών, τα
τραύματα του εμφυλίου, τους πολιτικούς αγώνες που κατέληξαν σε μια ατομιστική
ασωτεία και που οδήγησαν σε μια δανεική ευμάρεια και μεγάλα μαύρα τζιπ που
θύμιζαν … νεκροφόρες.
Η τρίτη
ενότητα («πόλεμος») έχει να κάνει με όσα προβλήματα έχει μπροστά της αυτή η
γενιά της εσωτερικής μετανάστευσης και τα κληροδοτεί στην νεότερη γενιά: την
απώλεια του εσωτερικού της κόσμου και τη βίωση μιας διαρκούς απειλής η οποία
βρήκε την προσωποποίησή της στην μουσουλμανική βία και στην μεταναστευτική
εισβολή. Προσεγγίζει τον κόσμο μέσα από γενικές και αφηρημένες έννοιες, χωρίς
να συναντάται με το πρόσωπο του διπλανού, του πλησίον, του οικείου και του
ξένου. Ο ξένος που είναι απέναντἰ μας, ο ένας, ο συγκεκριμένος, δεν είναι ούτε
απειλή ούτε κίνδυνος, είναι ένας καθρέφτης που φανερώνει πτυχές του εαυτού μας.
Και γιατί
Ακολουθία ποιημάτων και τραγουδιών;
Η λέξη «ακολουθία», ακόμα και στην εκκλησιαστική υμνογραφία,
σημαίνει «σειρά». Κι είναι μια σειρά διαφόρων μορφών (ψαλμών, ωδών, ευχών που
απαγγέλλονται ή ψάλλονται) οι οποίες
συγκροτούν ένα όλο. Η πρώτη φορά που με απασχόλησε συνειδητά η μορφή
μιας ποιητικής και μουσικής ταυτόχρονα «σύνθεσης» ήταν την εποχή που έγραφα το
«Σύρραμμα». Τότε συγκρότησα ένα σύνολο από κομμάτια που θα μπορούσαν να σταθούν
και αυτόνομα κι ήταν σα να τα συρράπτει κανείς σε ένα ενιαίο έργο (εξ ου και
«σύρραμμα», λέξη που τη συνάντησα σε εφημερίδα του 19ου αιώνα).Έτσι
έχουμε ένα αποτέλεσμα, «αρχιτεκτονικά» διαρθρωμένο, όπου το κάθε μέρος
αποτελείται από τέσσερα ποιήματα, ένα τραγούδι, τρία χορικά κι ένα ανάγνωσμα.
Στην ίδια δομή, περίπου, ακολούθησαν τα Αργά
Μαθήματα, αλλά και η Ανακομιδή
και το Θέρος, τρύγος, πόλεμος. Με
συγκίνηση, ανέσυρα πρόσφατα από κάποιο ξεχασμένο συρτάρι ένα νεανικό μου έργο
(ανέκδοτο με τίτλο «Αλαγούδης» ‒ το λαϊκο όνομα της Διονυσιάδας πηγής στη
γενέτειρά μου Κυπαρισσία) που είχε ακριβώς την ίδια δομή.
Αισθάνεσαι
περισσότερο ποιητής ή τραγουδοποιός;
Ούτε το ένα ούτε το άλλο. Γράφω ποιήματα και τραγούδια. Διακονώ,
και μέσα από τις σελίδες του περιοδικού ΤΟ ΚΟΙΝΟΝ τῶν ὡραίων τεχνῶν, την ματιά
εκείνη που θέλει τις τέχνες συγκοινωνούντα δοχεία με τελική κατάληξη την όντως
πνευματική ζωή. Διαπιστώνω την έκπληξη που δημιουργεί αυτή η ματιά στις
λιγοστές κριτικές που γράφτηκαν γι’αυτό το βιβλίο. Τόσο για τα ποιήματα όσο και
για τα τραγούδια. Και κυρίως για την εσωτερική τους σχέση. Μάλιστα, στο βιβλίο
αυτό υπάρχουν και κάποιες σκηνοθετικές, θα έλεγα, οδηγίες στην περίπτωση που το
όλο δημιούργημα παρουσιαστεί με τη μορφή ενός βίντεο. Η τέχνη του λόγου
εκφράζεται πολλαχῶς: από τον μοναχικό σιωπηλό αναγνώστη ή τον σιωπηλό ακροατή
στο μοναχικό γραφείο, στους χώρους κοινωνικής συνάθροισης με τη μορφή
παρουσιάσεων ή προβολής βίντεο. Η ποίηση γράφεται όχι μόνο για να διαβάζεται
αλλά και για να ακούγεται και το τραγούδι όχι μόνο για να ακούγεται αλλά και
για να διαβάζεται. Και τα δύο μαζί μπορούμε να τα βλέπουμε κιόλας. Η τέχνη
πρέπει να ξυπνάει όλες τις αισθήσεις.
Ποια είναι
η εσωτερική σχέση των τραγουδιών και των ποιημάτων;
Ξεκινάμε με ένα ερωτικό, νεανικό τραγούδι μου, το «Αισθηματάκια
θερινά» που μιλάει για μια ερωτική αποτυχία για να μπούμε στην ενότητα «Θέρος»
όπου οι διακοπές, ο έρωτας, η ευζωΐα παρουσιάζονται σαν το αδιέξοδο όραμα μιας
γενιάς. Κι έρχονται οι «Διακοπές» στηριγμένες στις πρώτες νότες του satisfaction και σε ρεμπέτικα μοτίβα του Βαμβακάρη
να δουν σκωπτικά το αδιέξοδο αυτό και να μας καλέσουν να πάρουμε τα βουνά! Ο
«τεμπέλης» σκιαγραφεί το πρόσωπο του νεοέλληνα όπως προέκυψε από τις πρόσφατες
ιστορικές μας περιπέτειες. Ενώ ο «Μετανάστης στα Πατήσια» έρχεται να μας
θυμίσει ότι ο εχθρός μας στην ενότητα «Πόλεμος» δεν είναι ο ξένος αλλά ο ίδιος
μας ο εαυτός. Είναι άλλο οι ξένοι κι άλλο ο ξένος. Ο ξένος είναι καθρέφτης του
εαυτού που κρύβουμε. Αυτή η βαθύτερη ενότητα των ανθρώπων που μας οδηγεί στην
πνευματική οδό της «γραμμής του ορίζοντος» του τελευταίου κειμένου της
συλλογής, επισφραγίζεται με τον «Δεκαπενταύγουστο», ένα τραγούδι που μιλά για
αυτή τη λιτανεία του καλοκαιριού που γκρεμίζει τα τείχη αυτού του ρηχού και
γυαλιστερού κόσμου για να μας φανερώσει τον «άνω βυθὀ».
Γίνεσαι σε
κάποια σημεία αιχμηρός και οξύς, πράγμα που δεν το συνηθίζεις στα γραπτά σου.
Προέκυψε αυθορμήτως όταν ήρθε η ώρα να μιλήσω για τον εαυτό μου.
Κρατάμε στα χέρια μας, εμείς της γενιάς της εσωτερικής μετανάστευσης που
αυτοπροσδιοριζόμαστε ως ορθόδοξοι χριστιανοί, έναν θησαυρό κι αυτό που
παραδίδουμε στις νεότερες γενιές είναι η απώλεια του εσωτερικού μας κόσμου και
η …αποκάλυψη μιας διαρκούς απειλής που προέρχεται από τα
σκοτεινά κέντρα που εξαπολύουν μουσουλμάνους, ιούς, ομοφυλόφιλους ή ρομπότ με
σκοπό να διαλύσουν την ελληνορθοδοξία μας! Προσεγγίζουμε τον κόσμο μέσα από
αφηρημένες έννοιες και δεν συναντιόμαστε με το συγκεκριμένο πρόσωπο του
πλησίον. Γι’ αυτό «δεν είδε πρόσωπο Θεοῦ κανεὶς στὸ πρόσωπό μας». Γιατί αντί
για την αγάπη που μας μαθαίνει την αλήθεια κι αυτή με τη σειρά της μας
ελευθερώνει, συρρικνώσαμε την παράδοση αυτή σε μια φαρισαϊκού τύπου
εθνικοθρησκευτική ιδεολογία ή σε μια ανώδυνη και χλιαρή θεολογικούρα που
συνομιλεί τάχα με τον σύγχρονο κόσμο αλλά τα έχει πάντα καλά με την εξουσία.
Όχι οι άλλοι. Ο καθένας από μας ξεχωριστά. Και «πρώτος και καλύτερος» εγώ!