Πέμπτη 26 Σεπτεμβρίου 2013

Ελένη Κοφτερού, βιβλιοκριτική: Δ. Γ. Μαγριπλή, «Δέκα μικρές εικονογραφημένες ιστορίες», Νέος Αστρολάβος / Ευθύνη, Αθήνα 2012)

ΚΡΙΤΙΚΗ ΠΡΩΤΟΔΗΜΟΣΙΕΥΜΕΝΗ ΣΤΟ ΔΙΑΣΤΙΧΟ http://www.diastixo.gr



Πολλές συζητήσεις έχουν γίνει και πολλά έχουν γραφτεί για το τι και το πώς της συγγραφής. Η επικρατούσα άποψη ότι στη λογοτεχνία δεν έχει και τόση σημασία τι γράφει κανείς αλλά πώς το γράφει, έχει ανατραπεί (ευτυχώς) από πολλούς νέους συγγραφείς χωρίς καμία έκπτωση στο πώς. Με τι καταπιάνεται ένας συγγραφέας, τι κατοικεί μέσα του, τι τον κεντρίζει και γεννά την αδήριτη ανάγκη να το μοιραστεί με τους αναγνώστες;

Στο τελευταίο βιβλίο του, με τίτλο Δέκα μικρές εικονογραφημένες ιστορίες, ο Δημήτρης Μαγριπλής έχει πετύχει με γοητευτικό για τον αναγνώστη τρόπο το τι και το πώς της γραφής. «Ζωγραφίζει» με λιτό ύφος τις ιστορίες του και μας τις προσφέρει κυριολεκτικά εικονογραφημένες με τη συνδρομή του Παντελή Σταματέλου, δίνοντας μια ιδιαίτερη εικαστική διάσταση στο βιβλίο, μια χρωματιστή δυνατή ανάσα, συναπάντημα λυγμικού αναστεναγμού με γνήσιο επιφώνημα χαράς.

Και οι δέκα ιστορίες διαδραματίζονται στους τόπους της ψυχής (πριν αποτυπωθούν στις ξεχωριστές ζωγραφιές) και αγγίζουν τρυφερά τον αναγνώστη, άλλοτε με της οικειότητας το χάδι κι άλλοτε με το τράνταγμα της αφύπνισης.

Το κυρίαρχο όμως υλικό όλων των διηγημάτων είναι η αγάπη. Στης αγάπης το θεμέλιο χτίζονται οι δέκα ιστορίες και το οικοδόμημα της γραφής, συγκινητικό για τον αναγνώστη.

Αγάπη για τον δικό μας «Άγιο» που δεν μπόρεσε να προσανατολιστεί σ’ αυτή τη γη και «κόπηκε», όπως ήταν αναμενόμενο.

Αγάπη τρεμάμενη και ανυπεράσπιστη σαν τις χρωματιστές, λαμπυρίζουσες «γυάλινες μπίλιες» της ζωής που αναμετρούνται καθημερινά μ’ εκείνη τη μαύρη, του θανάτου.

Αγάπη και κατανόηση ακόμη και για τον «Αναμορφωμένο», που προσκύνησε για λίγο τον φόβο. Αγάπη που μεταπλάθεται στα εργαστήρια του ονείρου και συνομιλεί ποιητικά με μια χελώνα στο διήγημα «Υποβρύχια αποστολή», για να μετατραπεί σε λίγο σε αγάπη παρηγορητική για όλους «τους άρχοντες της ήττας» (η κοινή μας μοίρα, άλλωστε, είναι αυτού του είδους η αρχοντιά), καθώς σηκώνει το ασήκωτο βάρος της «μαύρης πέτρας».

Αγάπη για τη σταγόνα που αποζητά «ο στερεμένος ποταμός» για να την κάνει «ενθύμηση» και ζητιανεύουν τα «βουβά πρόσωπα» για να «την κάνουν ήχο». «Ακούς πως κυλά;»

Σε κάποια από τα διηγήματα αναδεικνύεται με αριστοτεχνικό τρόπο η αβάσταχτη τρυφερότητα, η ομορφιά της παιδικής ηλικίας, εκεί όπου ζει και αναπνέει η ατόφια αγάπη. Η αναπόφευκτη απώλεια της αθωότητας συνοδεύεται απ’ τον παροξυσμό της εφηβείας, όπου παίζουν κρυφτό ο παραλογισμός με τη σεξουαλικότητα και δίνουν μια από τις τρυφερές ιστορίες του βιβλίου.

Οι ιστορίες κλείνουν με το διήγημα «Χάρης ο βαρκάρης», ένα κείμενο για την απώλεια, τη μόνη σταθερή βεβαιότητα στη ρευστή ύλη του χρόνου. Η απώλεια γίνεται έρεισμα της αγάπης για τους πεθαμένους αγγέλους μας, μετουσιώνεται σε φυλαχτό σαν αυτά που είχε καρφιτσωμένα στον κόρφο της η γιαγιά μας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Μη μαζεύεις μου λες…

  Όλο παραπονιέσαι πως κουράζεσαι. Πως δεν αντέχεις τον κόσμο τον πολύ και τα γούστα του και κάθε χρόνο αφαιρούμε σερβίτσια από το γιορτινό ...