Εκδόσεις Γαβριηλίδης, Αθήνα 2009 (με σχέδια της Εύης Τσακνιά).
Για την κριτική ανάγνωση
Δημήτρης Γ. Μαγριπλής
Ένας από τους κορυφαίους σύγχρονους διηγηματογράφους είναι, ο καταγόμενος από τον Πύργο της Ηλείας, στρατιωτικός Ιατρός, Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος. Μαζί με τους ποιητές Τάκη Σινόπουλο και Γιώργη Παυλόπουλο θα έλεγε κανείς ότι αποτελούν το κόσμημα, αλλά και ιδιαίτερο κεφάλαιο στην πολιτιστική γεωγραφία του ελληνικού νότου.
Τολμώ να πω ότι μέχρι πριν κάποια χρόνια δεν ήξερα ιδιαίτερα το έργο του. Άλλωστε δεν νομίζω ότι αποτελώ εξαίρεση. Στην εποχή μας η λογοτεχνική παραγωγή είναι απίστευτα ογκώδης και φυσικά προβάλετε όχι το άριστο αλλά το αρεστό στους επιχειρηματίες της τέχνης. Με άλλα λόγια αυτό που έχει σημασία είναι η προώθηση εύκολης πνευματικής τροφής και όχι η προβολή αληθινών λογοτεχνικών βιβλίων. Λείπουν βλέπετε και οι εκδότες, όπως ο Γιάννης Δουβίτσας(Νεφέλη), που φιλοξένησε το σύνολο του έργου του συγγραφέα, με απόλυτο σεβασμό και ιδιαίτερες καλλιτεχνικές ανησυχίες στο στήσιμο και την παρουσίαση της λογοτεχνικής του έκφρασης.
Στην μνήμη του αφιερώνεται η «Πρωτοχρονιά!» ένα από τα διηγήματα που περιλαμβάνονται στη συλλογή. Μια νοσταλγική αναφορά σε χρόνους που ήταν απούσα η σύγχρονη νεοελληνική κακογουστιά των εμπορικών Χριστουγέννων και «άπασα η μικρή πόλη όπου γεννήθηκα, ανεβοκατέβαινε (υπό βροχήν, συνήθως) στους κεντρικούς δρόμους, με σφυρίγματα, πειράγματα και αλαλαγμούς, ενώ τα παιδιά τραβολογούσαν τους γονείς τους στα μεγάλα βιβλιοπωλεία, προκειμένου να εξασφαλίσουν το δώρο τους – καμιά σφυρίχτρα, ένα τόπι, ή (σπανιότερα) μια φυσαρμόνικα»(σ. 40). Για πρώτη φορά «οι νότιοι» (σ.43), αντικρίζουν το χριστουγεννιάτικο δένδρο, με «…στρώσεις βάμβακος (χιονίζει δήθεν…) και με άλλα ετερόκλητα και ετεροθαλή μπιχλιμπίδια.» (σ.43), στην Ιατρική Στρατιωτική Σχολή. Εκεί θα γευτούν «…την αηδή γεύση της σούπας…» και θα αναγκαστούν, υπό το αγριωπό βλέμμα του τραπεζάρχη, να καταπιούν το κρέας από τις πιατέλες «…με κάτι τεράστια κουφάρια: επρόκειτο για γεμιστές γαλοπούλες…»(σ. 46). Με λόγο αφαιρετικό και την επίσημη μπλε στολή, το διήγημα καταγράφει τα συναισθήματα της πρώτης εξόδου του στρατιώτη σε τόπο ξένο. Ο παγωμένος βαρδάρης, ο συνάδελφος με τον μακρινό συγγενή στην παραλία, το διαμέρισμα γεμάτο κόσμο, η παρέα των νέων που έπαιζαν τυφλόμυγα, ο τέως βαρύτονος, το κατευόδιο, η αφιλόξενη πόλη, η επιστροφή στη σχολή, η υπόσχεση του έρωτα.
Ο λόγος του Η. Χ. Παπαδημητρακόπουλου, είναι χωρίς γλυκασμούς, κοφτός και ακαριαίος. Σαν την λάμψη του φλάς μιας φωτογραφικής μηχανής που φωταγωγεί το σκηνικό. Στο «Λιούμπιτελ 2» (σσ. 51-70), αυτό γίνεται απόλυτα αισθητό: Καβάλα 1962, Βέροια 1957, Αγία Ελένη - Αναστενάρια, με τον Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη στην Μονή της Εικοσιφοινίσσης, Ξάνθη 1961, Λεπτή Ορεστιάδας 1967, με τον Τάκη Σινόπουλο και τον Αλέξανδρο Κοτζιά στον Πύργο το 1974 και στο «Κάστρο των Παραμυθιών» στα Φιλιατρά. Επιστροφή μέσω Αιγίου στην Αθήνα, Τουρκολίμανο με τον Νίκο Καββαδία το 1974, με την Νιόβη (στην οποία αφιερώνεται το βιβλίο – αλλά και όλα τα βιβλία που εξέδωσε στην Νεφέλη και τουλάχιστον έχω υπόψη μου) στα Επτάνησα το 1975, Καλάβρυτα – οδοντωτός το 1976, Πύργος – περιγραφή των εξαίρετων ταφικών μνημείων του νεκροταφείου της πόλης.
Τολμώ να πω ότι τα κείμενα του συγγραφέα είναι σαν μια λεπίδα κοφτή στα έσωθεν της ψυχής μου, όπως το «Άροτρο» (σσ. 72 - 76) που οργώνει την γη: Πάρος - Σεπτέμβρης του 1970, πατέρας και κόρη οργώνουν, ο συγγραφέας παρατηρεί, κάθεται κοντά τους, μιλά και αφουγκράζεται τα ανίατα βάσανα. Τα χρόνια περνούν και ξάφνου το άροτρο, άχρηστο μπροστά στο τρακτέρ, δικαίως περνά στα χέρια του γιατρού, που ξέρει να καλλιεργεί το λόγο και σκάβει στο παρελθόν μνήμες που αφηγείται στην «Αντιπαροχή» (σσ. 79 – 81): Ο τρελός στο σπιτάκι με τη σημαία και την μηχανή με το καλάθι, που καταλήγει στο υπόγειο της νεόδμητης πολυκατοικίας. Το καλάθι «Το άφησαν στο πεζοδρόμιο. Εκείνος έβγαινε, κάθε απομεσήμερο που έγερνε ο ήλιος, και κάθονταν μέχρις αργά, αμίλητος, μέσα στο καλάθι. Μια ημέρα το περιμάζεψε ένα αυτοκίνητο της Δημοτικής Αρχής, ειδοποιημένης προφανώς από κάποιον περίοικο, καθ’ ότι είχε καταντήσει εστία μικροβίων»(σ. 81).
Το «Πλασμώδιο falciparum» (σσ. 10 – 21) φυσικά δεν είναι ένα απλό μικρόβιο. «- Πρόκειται για κακοήθη τριταίο,…»(σ. 15). Η ελονοσία προπολεμικά μάστιζε την νοτιοδυτική Ελλάδα. Ο συγγραφέας μας μεταφέρει τη δοκιμασία του και παράλληλα μια άλλη εποχή που τα παιδιά (σκαστά από τον υποχρεωτικό μεσημεριανό ύπνο),αναρριχούνταν στα δέντρα του χτήματος, ο οικογενειακός γιατρός κατέφθανε άψογα ντυμένος φορώντας στο κεφάλι τον απαραίτητο «παναμά» και με σοβαρό ύφος, κοιτώντας αφ’ υψηλού όσους τον περιστοίχιζαν ανακοίνωνε με ουδέτερη φωνή τη διάγνωση. Στην συνέχεια η «αλλαγή αέρος» θα τον οδηγήσει στην Αθήνα του Αρχαιολογικού μουσείου, του Πεδίου του Άρεως, του Σινεάκ, στο Παλιό Φάληρο στο σπίτι της θείας και του ξάδερφου του Άγγελου. Ένα υπέροχο κείμενο μια φωτογραφία από πλανόδιο φωτογράφο με την υπογραφή: «Φλοίσβος, 19 Σεπτεμβρίου 1939». Η μνήμη αναδύθηκε από το πορτοφόλι του ξάδερφου, όταν το 1949 ένας χωροφύλακας παρέδωσε τα προσωπικά του είδη στην οικογένεια του συγγραφέα(προφανώς θύμα του εμφυλίου).
«Η δεκαοχτούρα» (σσ.24 – 34), αποτελεί δείγμα άριστης διηγηματικής γραφής, όπως άλλωστε, ο συγγραφέας, μας έχει συνηθίσει από παλιά με τις «φρακασάνες»* (1962 - το πρώτο του διήγημα), και εντεύθεν. Ξεχωρίζω τη σκηνή : « Ακούμε, ξαφνικά, κάποιο χλιμίντρισμα ζώου και (ταυτοχρόνως) βλέπουμε δύο άλογα, ένα λευκό κι ένα καφέ, να παίρνουν φόρα και να υπερπηδούν το συρματόπλεγμα, που όριζε τα σύνορα του χτήματος από τον βορειοδυτικό δημόσιο χωματόδρομο.»(σ. 25-6). Σας ομολογώ ότι περίμενα να δω τον άγιο Γεώργιο και τον άγιο Δημήτριο. Έλεγα μέσα μου όλα είναι δυνατά στη φαντασία και τα μάτια των παιδιών. Γιατί μέσα από τέτοια μάτια γράφει ο Η. Παπαδημητρακόπουλος. Όμως «Τα ίππευαν δύο Ιταλοί εν στολή»(σ.26). Μέσα σε λίγες σειρές το σκηνικό από τον παράδεισο (γιατί έτσι είχε το χτήμα ο πατέρας του), αρχίζει να εκπίπτει και να μετατρέπεται σε μια αλήθεια που μόνο ο πόλεμος μπορεί να κατορθώσει: «…στο χτήμα είχε κατασκηνώσει, αθόρυβα τη νύχτα, μια ιταλική μονάδα μεταγωγικών, με ένα αμέτρητο πλήθος μουλαριών. Κάτω από κάθε δένδρο, κυρίως στις αμυγδαλιές, τις αχλαδιές και τις συκιές, βρισκόταν δεμένο από ένα μουλάρι, που είχε ήδη αρχίσει να μασάει τη φλούδα του κάθε κορμού.»(σ.27). Η οικογενειακή καταστροφή. Ο πατέρας πεθαίνει, το χτήμα ξεραμένα παλούκια, ο σεισμός και η κατάρρευση της μεγάλης αποθήκης, η μετακόμιση, η τελευταία ματιά, η δεκαοχτούρα κουρνιασμένη στο κεραμίδι ακίνητη στο κρύο και τη βροχή. Και ενώ όλα σφίγγουν το στομάχι, η μάννα – πρόσωπο τραγικό και συνάμα δύναμη: «…μπήκε αθόρυβα στο δωμάτιο και, χωρίς να πει τίποτα, γύρισε το διακόπτη του ηλεκτρικού, ανάβοντάς μου το φως.»(σ.34).
«Ο θησαυρός των Αηδονιών», αφιερωμένο στη μνήμη του αδελφού του Γιάννη, αποτελεί μια ιδιότυπη μαρτυρία. Αρχίζει με την εξομολόγηση της εμμονής του συγγραφέα για το δελτίο καιρού και ακολουθεί μια μοναδική περιηγητική προτροπή για τόπους ανάλογα τους καιρούς και τη χλωρίδα της περιοχής. Και ενώ ανύποπτα διαβάζουμε για την εκδρομή του στο μουσείο της Νεμέας, με αφορμή την έκθεση του περίφημου «θησαυρού των αηδονιών», τη συλλογή των κτερισμάτων από το ομώνυμο μυκηναϊκό νεκροταφείο, αρχίζει η έκπληξη. Στο πάρκινγκ του αρχαίου λατομείου, επί της εθνικής οδού μετά τα διόδια της Νεστάνης, ένα τεράστιο βυτιοφόρο φρενάρει. Ο διάλογος που ακολουθεί με τον οδηγό του, αποκαλύπτει ίσως και την αιτία θανάτου του αδελφού του συγγραφέα. Το τελευταίο δεν μπορεί κανείς να το υποστηρίξει με βεβαιότητα αλλά την τελευταία φράση του διηγήματος θα πρέπει να την πάρουμε στα σοβαρά: « - Να προσέχεις τα πάρκινγκ της εθνικής. Έχει φαγωθεί κόσμος εκεί μέσα.»(σ.92).
Το βιβλίο κλείνουν πέντε μικρά διηγήματα, υπό το γενικό τίτλο: «Παιδαριώδεις ιστορίες» (ξεκινούν με στίχους του Χρήστου Ρουμελιωτάκη). Πρόκειται για «Τα γαϊδουράκια» (σ. 95 – 96), «Ο χοίρος» (σ. 97 – 98), «Το σκυλί» (σ. 99- 101), «Το μουλάρι» (σ.102 – 103) και «Ο τράγος» (σ. 104 – 105). Και τα πέντε είναι υποδειγματικές γραφές νανοδιηγημάτων ή «ιστοριών μπονζάι» όπως προκρίνεται στα ελληνικά από τον κύκλο του περιοδικού «Πλανόδιον» που επιμελείται και μιας σχετικής ιστοσελίδας στο διαδίκτυο: http://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com/ . Η απόλυτη διηγηματική πλοκή μέσα σε ελάχιστες σειρές γραπτού λόγου μεταφέρουν εικόνες, νοήματα, βαθιούς στοχασμούς και πάνω από όλα οικολογική ευαισθησία και δυνατά συναισθήματα.
Κοιτώ και χαίρομαι το βιβλίο αυτό. Είναι στολίδι για την βιβλιοθήκη μου. Όπως και όλα τα βιβλία του Η. Χ. Παπαδημητρακόπουλου. Οι εκδόσεις Γαβριηλίδη δείχνουν ότι μπορούν να καλύψουν το κενό της παλαιάς Νεφέλης ή τουλάχιστον ξέρουν να φιλοξενούν συγγραφείς του επιπέδου του γιατρού, που ως γνήσιος “νότιος” φαίνεται να μην ξεχνά τις χειμωνιάτικες νύχτες, όταν οι αστραπές ανοίγουν τις κουρτίνες του ορίζοντα και ξαφνικά φωταγωγείτε το ιερό, (για την ποίησή μας), νησί της Ζακύνθου. Τέτοια είναι η γραφή του. Ξαφνικό φως.
Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό λογοτεχνικό περιοδικό « Στον Ίσκιο του Ήσκιου»http://www.iskiosiskiou.com/2010/04/blog-post_27.html
Για την κριτική ανάγνωση
Δημήτρης Γ. Μαγριπλής
Ένας από τους κορυφαίους σύγχρονους διηγηματογράφους είναι, ο καταγόμενος από τον Πύργο της Ηλείας, στρατιωτικός Ιατρός, Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος. Μαζί με τους ποιητές Τάκη Σινόπουλο και Γιώργη Παυλόπουλο θα έλεγε κανείς ότι αποτελούν το κόσμημα, αλλά και ιδιαίτερο κεφάλαιο στην πολιτιστική γεωγραφία του ελληνικού νότου.
Τολμώ να πω ότι μέχρι πριν κάποια χρόνια δεν ήξερα ιδιαίτερα το έργο του. Άλλωστε δεν νομίζω ότι αποτελώ εξαίρεση. Στην εποχή μας η λογοτεχνική παραγωγή είναι απίστευτα ογκώδης και φυσικά προβάλετε όχι το άριστο αλλά το αρεστό στους επιχειρηματίες της τέχνης. Με άλλα λόγια αυτό που έχει σημασία είναι η προώθηση εύκολης πνευματικής τροφής και όχι η προβολή αληθινών λογοτεχνικών βιβλίων. Λείπουν βλέπετε και οι εκδότες, όπως ο Γιάννης Δουβίτσας(Νεφέλη), που φιλοξένησε το σύνολο του έργου του συγγραφέα, με απόλυτο σεβασμό και ιδιαίτερες καλλιτεχνικές ανησυχίες στο στήσιμο και την παρουσίαση της λογοτεχνικής του έκφρασης.
Στην μνήμη του αφιερώνεται η «Πρωτοχρονιά!» ένα από τα διηγήματα που περιλαμβάνονται στη συλλογή. Μια νοσταλγική αναφορά σε χρόνους που ήταν απούσα η σύγχρονη νεοελληνική κακογουστιά των εμπορικών Χριστουγέννων και «άπασα η μικρή πόλη όπου γεννήθηκα, ανεβοκατέβαινε (υπό βροχήν, συνήθως) στους κεντρικούς δρόμους, με σφυρίγματα, πειράγματα και αλαλαγμούς, ενώ τα παιδιά τραβολογούσαν τους γονείς τους στα μεγάλα βιβλιοπωλεία, προκειμένου να εξασφαλίσουν το δώρο τους – καμιά σφυρίχτρα, ένα τόπι, ή (σπανιότερα) μια φυσαρμόνικα»(σ. 40). Για πρώτη φορά «οι νότιοι» (σ.43), αντικρίζουν το χριστουγεννιάτικο δένδρο, με «…στρώσεις βάμβακος (χιονίζει δήθεν…) και με άλλα ετερόκλητα και ετεροθαλή μπιχλιμπίδια.» (σ.43), στην Ιατρική Στρατιωτική Σχολή. Εκεί θα γευτούν «…την αηδή γεύση της σούπας…» και θα αναγκαστούν, υπό το αγριωπό βλέμμα του τραπεζάρχη, να καταπιούν το κρέας από τις πιατέλες «…με κάτι τεράστια κουφάρια: επρόκειτο για γεμιστές γαλοπούλες…»(σ. 46). Με λόγο αφαιρετικό και την επίσημη μπλε στολή, το διήγημα καταγράφει τα συναισθήματα της πρώτης εξόδου του στρατιώτη σε τόπο ξένο. Ο παγωμένος βαρδάρης, ο συνάδελφος με τον μακρινό συγγενή στην παραλία, το διαμέρισμα γεμάτο κόσμο, η παρέα των νέων που έπαιζαν τυφλόμυγα, ο τέως βαρύτονος, το κατευόδιο, η αφιλόξενη πόλη, η επιστροφή στη σχολή, η υπόσχεση του έρωτα.
Ο λόγος του Η. Χ. Παπαδημητρακόπουλου, είναι χωρίς γλυκασμούς, κοφτός και ακαριαίος. Σαν την λάμψη του φλάς μιας φωτογραφικής μηχανής που φωταγωγεί το σκηνικό. Στο «Λιούμπιτελ 2» (σσ. 51-70), αυτό γίνεται απόλυτα αισθητό: Καβάλα 1962, Βέροια 1957, Αγία Ελένη - Αναστενάρια, με τον Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη στην Μονή της Εικοσιφοινίσσης, Ξάνθη 1961, Λεπτή Ορεστιάδας 1967, με τον Τάκη Σινόπουλο και τον Αλέξανδρο Κοτζιά στον Πύργο το 1974 και στο «Κάστρο των Παραμυθιών» στα Φιλιατρά. Επιστροφή μέσω Αιγίου στην Αθήνα, Τουρκολίμανο με τον Νίκο Καββαδία το 1974, με την Νιόβη (στην οποία αφιερώνεται το βιβλίο – αλλά και όλα τα βιβλία που εξέδωσε στην Νεφέλη και τουλάχιστον έχω υπόψη μου) στα Επτάνησα το 1975, Καλάβρυτα – οδοντωτός το 1976, Πύργος – περιγραφή των εξαίρετων ταφικών μνημείων του νεκροταφείου της πόλης.
Τολμώ να πω ότι τα κείμενα του συγγραφέα είναι σαν μια λεπίδα κοφτή στα έσωθεν της ψυχής μου, όπως το «Άροτρο» (σσ. 72 - 76) που οργώνει την γη: Πάρος - Σεπτέμβρης του 1970, πατέρας και κόρη οργώνουν, ο συγγραφέας παρατηρεί, κάθεται κοντά τους, μιλά και αφουγκράζεται τα ανίατα βάσανα. Τα χρόνια περνούν και ξάφνου το άροτρο, άχρηστο μπροστά στο τρακτέρ, δικαίως περνά στα χέρια του γιατρού, που ξέρει να καλλιεργεί το λόγο και σκάβει στο παρελθόν μνήμες που αφηγείται στην «Αντιπαροχή» (σσ. 79 – 81): Ο τρελός στο σπιτάκι με τη σημαία και την μηχανή με το καλάθι, που καταλήγει στο υπόγειο της νεόδμητης πολυκατοικίας. Το καλάθι «Το άφησαν στο πεζοδρόμιο. Εκείνος έβγαινε, κάθε απομεσήμερο που έγερνε ο ήλιος, και κάθονταν μέχρις αργά, αμίλητος, μέσα στο καλάθι. Μια ημέρα το περιμάζεψε ένα αυτοκίνητο της Δημοτικής Αρχής, ειδοποιημένης προφανώς από κάποιον περίοικο, καθ’ ότι είχε καταντήσει εστία μικροβίων»(σ. 81).
Το «Πλασμώδιο falciparum» (σσ. 10 – 21) φυσικά δεν είναι ένα απλό μικρόβιο. «- Πρόκειται για κακοήθη τριταίο,…»(σ. 15). Η ελονοσία προπολεμικά μάστιζε την νοτιοδυτική Ελλάδα. Ο συγγραφέας μας μεταφέρει τη δοκιμασία του και παράλληλα μια άλλη εποχή που τα παιδιά (σκαστά από τον υποχρεωτικό μεσημεριανό ύπνο),αναρριχούνταν στα δέντρα του χτήματος, ο οικογενειακός γιατρός κατέφθανε άψογα ντυμένος φορώντας στο κεφάλι τον απαραίτητο «παναμά» και με σοβαρό ύφος, κοιτώντας αφ’ υψηλού όσους τον περιστοίχιζαν ανακοίνωνε με ουδέτερη φωνή τη διάγνωση. Στην συνέχεια η «αλλαγή αέρος» θα τον οδηγήσει στην Αθήνα του Αρχαιολογικού μουσείου, του Πεδίου του Άρεως, του Σινεάκ, στο Παλιό Φάληρο στο σπίτι της θείας και του ξάδερφου του Άγγελου. Ένα υπέροχο κείμενο μια φωτογραφία από πλανόδιο φωτογράφο με την υπογραφή: «Φλοίσβος, 19 Σεπτεμβρίου 1939». Η μνήμη αναδύθηκε από το πορτοφόλι του ξάδερφου, όταν το 1949 ένας χωροφύλακας παρέδωσε τα προσωπικά του είδη στην οικογένεια του συγγραφέα(προφανώς θύμα του εμφυλίου).
«Η δεκαοχτούρα» (σσ.24 – 34), αποτελεί δείγμα άριστης διηγηματικής γραφής, όπως άλλωστε, ο συγγραφέας, μας έχει συνηθίσει από παλιά με τις «φρακασάνες»* (1962 - το πρώτο του διήγημα), και εντεύθεν. Ξεχωρίζω τη σκηνή : « Ακούμε, ξαφνικά, κάποιο χλιμίντρισμα ζώου και (ταυτοχρόνως) βλέπουμε δύο άλογα, ένα λευκό κι ένα καφέ, να παίρνουν φόρα και να υπερπηδούν το συρματόπλεγμα, που όριζε τα σύνορα του χτήματος από τον βορειοδυτικό δημόσιο χωματόδρομο.»(σ. 25-6). Σας ομολογώ ότι περίμενα να δω τον άγιο Γεώργιο και τον άγιο Δημήτριο. Έλεγα μέσα μου όλα είναι δυνατά στη φαντασία και τα μάτια των παιδιών. Γιατί μέσα από τέτοια μάτια γράφει ο Η. Παπαδημητρακόπουλος. Όμως «Τα ίππευαν δύο Ιταλοί εν στολή»(σ.26). Μέσα σε λίγες σειρές το σκηνικό από τον παράδεισο (γιατί έτσι είχε το χτήμα ο πατέρας του), αρχίζει να εκπίπτει και να μετατρέπεται σε μια αλήθεια που μόνο ο πόλεμος μπορεί να κατορθώσει: «…στο χτήμα είχε κατασκηνώσει, αθόρυβα τη νύχτα, μια ιταλική μονάδα μεταγωγικών, με ένα αμέτρητο πλήθος μουλαριών. Κάτω από κάθε δένδρο, κυρίως στις αμυγδαλιές, τις αχλαδιές και τις συκιές, βρισκόταν δεμένο από ένα μουλάρι, που είχε ήδη αρχίσει να μασάει τη φλούδα του κάθε κορμού.»(σ.27). Η οικογενειακή καταστροφή. Ο πατέρας πεθαίνει, το χτήμα ξεραμένα παλούκια, ο σεισμός και η κατάρρευση της μεγάλης αποθήκης, η μετακόμιση, η τελευταία ματιά, η δεκαοχτούρα κουρνιασμένη στο κεραμίδι ακίνητη στο κρύο και τη βροχή. Και ενώ όλα σφίγγουν το στομάχι, η μάννα – πρόσωπο τραγικό και συνάμα δύναμη: «…μπήκε αθόρυβα στο δωμάτιο και, χωρίς να πει τίποτα, γύρισε το διακόπτη του ηλεκτρικού, ανάβοντάς μου το φως.»(σ.34).
«Ο θησαυρός των Αηδονιών», αφιερωμένο στη μνήμη του αδελφού του Γιάννη, αποτελεί μια ιδιότυπη μαρτυρία. Αρχίζει με την εξομολόγηση της εμμονής του συγγραφέα για το δελτίο καιρού και ακολουθεί μια μοναδική περιηγητική προτροπή για τόπους ανάλογα τους καιρούς και τη χλωρίδα της περιοχής. Και ενώ ανύποπτα διαβάζουμε για την εκδρομή του στο μουσείο της Νεμέας, με αφορμή την έκθεση του περίφημου «θησαυρού των αηδονιών», τη συλλογή των κτερισμάτων από το ομώνυμο μυκηναϊκό νεκροταφείο, αρχίζει η έκπληξη. Στο πάρκινγκ του αρχαίου λατομείου, επί της εθνικής οδού μετά τα διόδια της Νεστάνης, ένα τεράστιο βυτιοφόρο φρενάρει. Ο διάλογος που ακολουθεί με τον οδηγό του, αποκαλύπτει ίσως και την αιτία θανάτου του αδελφού του συγγραφέα. Το τελευταίο δεν μπορεί κανείς να το υποστηρίξει με βεβαιότητα αλλά την τελευταία φράση του διηγήματος θα πρέπει να την πάρουμε στα σοβαρά: « - Να προσέχεις τα πάρκινγκ της εθνικής. Έχει φαγωθεί κόσμος εκεί μέσα.»(σ.92).
Το βιβλίο κλείνουν πέντε μικρά διηγήματα, υπό το γενικό τίτλο: «Παιδαριώδεις ιστορίες» (ξεκινούν με στίχους του Χρήστου Ρουμελιωτάκη). Πρόκειται για «Τα γαϊδουράκια» (σ. 95 – 96), «Ο χοίρος» (σ. 97 – 98), «Το σκυλί» (σ. 99- 101), «Το μουλάρι» (σ.102 – 103) και «Ο τράγος» (σ. 104 – 105). Και τα πέντε είναι υποδειγματικές γραφές νανοδιηγημάτων ή «ιστοριών μπονζάι» όπως προκρίνεται στα ελληνικά από τον κύκλο του περιοδικού «Πλανόδιον» που επιμελείται και μιας σχετικής ιστοσελίδας στο διαδίκτυο: http://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com/ . Η απόλυτη διηγηματική πλοκή μέσα σε ελάχιστες σειρές γραπτού λόγου μεταφέρουν εικόνες, νοήματα, βαθιούς στοχασμούς και πάνω από όλα οικολογική ευαισθησία και δυνατά συναισθήματα.
Κοιτώ και χαίρομαι το βιβλίο αυτό. Είναι στολίδι για την βιβλιοθήκη μου. Όπως και όλα τα βιβλία του Η. Χ. Παπαδημητρακόπουλου. Οι εκδόσεις Γαβριηλίδη δείχνουν ότι μπορούν να καλύψουν το κενό της παλαιάς Νεφέλης ή τουλάχιστον ξέρουν να φιλοξενούν συγγραφείς του επιπέδου του γιατρού, που ως γνήσιος “νότιος” φαίνεται να μην ξεχνά τις χειμωνιάτικες νύχτες, όταν οι αστραπές ανοίγουν τις κουρτίνες του ορίζοντα και ξαφνικά φωταγωγείτε το ιερό, (για την ποίησή μας), νησί της Ζακύνθου. Τέτοια είναι η γραφή του. Ξαφνικό φως.
Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό λογοτεχνικό περιοδικό « Στον Ίσκιο του Ήσκιου»http://www.iskiosiskiou.com/2010/04/blog-post_27.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου