Για τον Δημήτρη Πετσετίδη έχουν γραφτεί πολλά και θα γραφτούν ακόμη και άλλα. Ενδεικτική είναι η ιστοσελίδα του συγγραφέα (http://www.petsetidis.gr/index.php), όπου φιλοξενεί πλήθος επώνυμων κριτικών για κάθε βιβλίο και γενικότερα για το έργο του. Τι θα μπορούσε να προσθέσει κανείς;
Να επιβεβαιώσει ότι πρόκειται για κορυφαίο διηγηματογράφο. Έναν εραστή του είδους, που αφιέρωσε χρόνο πολύτιμο στην υπηρεσία των ελληνικών γραμμάτων και απέδωσε με τον πιο περίτεχνο τρόπο εικόνες, στιγμές, συναισθήματα που ο χρόνος χάρισε απλόχερα στο ταλέντο του.
Να διαπιστώσει ότι η γραφή του είναι ανατρεπτική. Δηλαδή πρόκειται για μια παιγνιώδη διάθεση που ξεδιπλώνεται με βάση ένα κεντρικό θέμα, ικανό να σε συναρπάσει από την πρώτη σειρά. Αντιθέτως της όποιας προσδοκίας στο τέλος πάντα εκπλήσσεσαι.
Να κρίνει ότι το σύνολο του έργου του πρόκειται για μια λογοτεχνική καταγραφή της περιόδου 1940 - 50. Αυτό το καταφέρνει αποφεύγοντας τις κακοτοπιές της μετατροπής της λογοτεχνίας σε ερασιτεχνική ιστορική αφήγηση. Έτσι όσο κι αν παρελαύνουν Γερμανοί, Ιταλοί, ταγματασφαλίτες, χίτες και αντάρτες, σκοπός του συγγραφέα δεν είναι μια χωρίς κόπο και χωρίς τους κανόνες που απαιτεί η επιστημονική γραφή, αναδιαπραγμάτευση ιστορικών γεγονότων ή κατοχύρωση μιας ιδεολογικά φορτισμένης άποψης. Το γεγονός παραμένει σκηνογραφία. Οι επιδρομές και ολονύχτιες μάχες, τα πολυβόλα που κροταλίζουν, τα φυσεκλίκια και τα πιστόλια δεν είναι η ουσία του έργου. Αν και άριστο, δεν επιδιώκεται απλά ένα εικαστικό αποτέλεσμα. Αντικείμενο δεν είναι η περιγραφή της Λακωνικής γης ή του αστικού τοπίου, αλλά η φωτογράφηση ανθρώπινων συναισθημάτων, κυρίως σε πρώτο πρόσωπο, άλλοτε σε δεύτερο και μερικές φορές με πολυφωνική διάθεση. Ο άνθρωπος πάσχει, γελά, παίζει, πονά. Πιστεύει έως πάθους, προδίδει, λατρεύει και αφιερώνεται. Πίνει, μεθά και παραλογίζεται. Ερωτεύεται, απατά, βιάζει και βιάζεται. Απειθεί, σκέφτεται και πράττει ηρωικά. Φοβάται, λυπάται, σκοτώνει και σκοτώνεται. Πεθαίνει αν και καμιά φορά ενυπάρχει ως σκιά και ορίζεται μεταφυσικά ωσεί παρών.
Να ορίσει ότι ο κόσμος του Πετσετίδη είναι κοντύτερα στο κοινωνιολογικό επιχείρημα και ως τέτοιο αποτελεί απαραίτητο βοήθημα στην όποια επιστημονική καταγραφή της περιόδου. Σε αυτό που ο ίδιος δόκιμα (υπήρξε εκπαιδευτικός καθ’ όλο τον επαγγελματικό βίο του), σημειώνει: «Οι νέοι σήμερα δεν ξέρουν τίποτε από όσα τραβήξαμε, ούτε καταλαβαίνουν…»(Λυσσασμένες Αλεπούδες, Κέδρος, 2η έκδοση, Αθήνα 2008, σ. 22), αρκεί να προσθέσουμε ότι αν θέλει κανείς να οσμισθεί τα συναισθήματα του κοινωνικού υποκειμένου της περιόδου, θα πρέπει να μελετήσει το σύνολο του έργου του. Η κατοχή, ο εμφύλιος, τα πέτρινα χρόνια είναι δοσμένα τόσο ζωντανά που ξεπερνούν τις όποιες ιδεοληψίες μας και μας χαρίζουν πίσω από όρους μια αντικειμενικότητα, που απαιτείται για περαιτέρω εντρύφηση της περιόδου. Η λογοτεχνική μελέτη λειτουργεί ως καθαρτήριο και απολέπιση της κατάστασης. Εξοικειώνεται κανείς με λέξεις όπως: συμμορίτης, κουκουλοφόρος, προδότης, χίτης, αντάρτης, καπετάνιος, επιρροή, δικός μας και δικός τους και είναι έτοιμος να κρίνει και να κριθεί μπαίνοντας μέσα στην ιστορία. Άλλοτε ταυτίζεσαι με τον αντάρτη και ονειρεύεσαι τα ψηλά βουνά, άλλοτε κρύβεσαι με τους ταγματασφαλίτες στα χωριά και αφήνεσαι στην δήθεν λεβεντιά που σου χαρίζουν τα όπλα του κατακτητή. Μερικές φορές μεθάς από την εξουσία του συνεργάτη και σπάνια ταυτίζεσαι ακόμη και με τον ελληνομαθή Γερμανό λοχαγό(ο.π., σ. 27 -34). Μασκαρεύεσαι με την κουκούλα του προδότη, σκοτώνεις με μίσος, εκδικείσαι με πάθος, ερωτεύεσαι και πεινάς. Πεινάς για ύλη, για αξίες και ήθος. Για το δίκαιο που εκτελείται σε πράξεις, δίκες και έργα μιας τρελής εξουσίας που χτίζει την μεταπολεμική Ελλάδα. Μια πατρίδα που φυλακίζει, εκτελεί, αμαυρώνει αυτούς που πολέμησαν για την λευτεριά της και επαινεί, βραβεύει, στηρίζεται και επανδρώνεται με κείνους που θεώρησαν αντίσταση την συνεργασία και την υποταγή.
Να δει ή και να ξαναδεί το δράμα μέσα από τα μάτια ενός παιδιού. «Ήμουν πιτσιρικάς, ήταν καλοκαίρι και έπαιζα στον δρόμο με τα χώματα. Έφτιαχνα τους δικούς μου δρόμους, τους ναρκοθετούσα, είχα στήσει πολυβολεία για ενέδρες, είχα ανοίξει χαρακώματα, όπου συντελούνταν άγριες μάχες με πέτρες και χαλίκια για οβίδες και άφθονο χώμα για τον καπνό της μάχης.»( ό.π., σ. 48). Με άλλα λόγια να μπορέσουμε να ονειρευτούμε όσο και δύσκολα να είναι τα χρόνια. Γιατί και τότε όπως και σήμερα, που η κατάσταση είναι εξίσου δύσκολη και ο κατακτητής αν και αόρατος πλανάτε γύρω μας, τα παιδικά μας μάτια, θα μας λυτρώσουν. Έτσι ο άνθρωπος με την κουκούλα γίνεται μασκαράς (ό.π., σ. 83), τα ρούχα της ΟΥΝΡΑ όνειρο και περηφάνια(ό.π., σ. 89 – 90), η αξία του μικρού κοκκινολαίμη κρίνεται ισότιμη με την ανθρώπινη ζωή (ό.π., σ. 123), τα φύλα της φραγκοσυκιάς χαραγμένα με μηνύματα από τους επισκέπτες της νύχτας (αντάρτες και χίτες), καρποφορούν λαχταριστούς καρπούς (ό.π., σ. 145). Γιατί ακόμη και μέσα στην κατοχή και τον εμφύλιο τα παιδιά έπαιζαν και οι έφηβοι ερωτεύονταν και οι άνθρωποι - άνθρωποι ήσαν. Καμιά εποχή δεν είναι στην ουσία μόνο ηρωική ή μόνο τραγική.
Ο Δ. Πετσετίδης με τρόπο κοφτό και άμεσο, με διάθεση γλυκόπικρη, με ένταση και ρυθμό ποιητικό καταφέρνει και μας κερνά κομμάτι της συλλογικής μας μνήμης. Πικρός καφές με γλυκό κουταλιού και νερό μπούζι στην Σπάρτη, ή με άλλα λόγια τέρψη αισθήσεων και μάθημα γραφής. Όπως ρητά ορίζει και ο ποιητής Αργύρης Χιόνης* (παραλλάσσοντας εδώ την λέξη ποίηση με τον γενικό ορισμό λογοτεχνία):
Η «λογοτεχνία» πρέπει να ‘ναι
Ένα ζαχαρωμένο βότσαλο
Πάνω που θα ‘χεις γλυκαθεί
Να σπας τα δόντια σου
Το παραπάνω διδάσκει και ο Δ. Πετσετίδης. Το διήγημα του οφείλει πολλά.
Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό λογοτεχνικό περιοδικό « Στον Ίσκιο του Ήσκιου»
http://www.iskiosiskiou.com/2010/04/blog-post_27.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου