Τρίτη 22 Ιανουαρίου 2013

Τόλης Νικηφόρου, «Ο δρόμος για την Ουρανούπολη» και άλλα διηγήματα

Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 2008 (σχεδιασμός εξωφύλλου: Δημήτρης Στεβής ).


 Για την κριτική ανάγνωση
Δημήτρης Γ. Μαγριπλής


Για τον Τόλη Νικηφόρου πολλά έχουν γραφτεί και ακόμη περισσότερα θα γραφτούν.*Συνολικά έχουν κυκλοφορήσει 26 βιβλία του, 14 ποιητικά(μαζί με την συγκεντρωτική έκδοση,Ο πλοηγός του απείρου, Νέα Πορεία, 2004) και 12 πεζογραφίας(3 μυθιστορήματα, 6 συλλογές διηγημάτων και 3 παραμύθια για μεγάλους). Το τελευταίο βιβλίο του «Ο δρόμος για την Ουρανούπολη», που εκδόθηκε από τον εκδοτικό οίκο  Νεφέλη, απέσπασε το κρατικό βραβείο διηγήματος για το 2009.
Φυσικά ως εραστής της κλειστής φόρμας το αγόρασα και το διάβασα, ή για να ακριβολογώ ξενύχτησα συνομιλώντας με τον ποιητή, που με περισσή αρχοντιά με ξενάγησε στον όμορφο κόσμο του. Και ενώ αρχικά πίστευα ότι άλλος ένας Θεσσαλονικιός ασχολείται με την όμορφη πόλη της Χαλκιδικής και τα φυσικά σύνορα μεταξύ κόσμου και μοναχικής πολιτείας, σύντομα κατάλαβα πως ο συγγραφέας μιλά για την δική του Ουρανούπολη, «…μια χώρα μυστική και δίχως μονοπάτι…» (σ.100). Όσο όμως κι αν ο δρόμος για αυτή την κρυμμένη πολιτεία είναι απόλυτα προσωπικός, ο αναγνώστης δεν κινδυνεύει να χαθεί σε αοριστίες και υποκειμενικές φιλοσοφίες, ούτε να νοιώσει μόνος σε σκοτεινές και επικίνδυνες διαδρομές. Ακόμη και στην έκπληξη που αποτελεί το κλείσιμο ενός προσωπικού ρυθμού που απογειώνεται στο τέλος κάθε προσπάθειας « ο συγγραφέας (μας ) κρατάει το χέρι… και (μας) προσφέρει τον ώμο του για το ταξίδι»(σ. 16). Δεν πρόκειται επομένως για μια περιγραφή τοπίων ή γλυκασμούς, χαϊδέματα και  «βαρετές ιστορίες που αναδύονται από παλιά τεφτέρια»(σ. 23). Ο συγγραφέας περιγράφει «τη χώρα όπου όλοι οι ωραίοι πίνακες είναι αναρτημένοι απ’ την αρχή του κόσμου» (σ.23). «Ο δρόμος για την Ουρανούπολη»(σσ. 17 – 24), έχει για οδηγό τον  Λουκά τον γιο του ζαχαροπλάστη που μας περιμένει όλους « με μια αδιόρατη έκφραση ευδαιμονίας στο πρόσωπο και με μια λέξη που προξενεί αμηχανία στα χείλη» (ό.π.). Στον τόπο αυτό η δόξα δεν έχει σημασία και οι ιδεολογικές στοχεύσεις και άλλα ουσιώδη είναι απλές λεπτομέρειες. Η μνήμη επαναφέρει μόνο τα ταπεινά και «Η θέα από την εξέδρα»(σσ. 24 – 30), εντοπίζει ως σημαντικά:  «Την απορία, ίσως και δέος, σε κάποια βλέμματα, κάποια αυθόρμητη χαρά σε άλλα, την πόρτα που άνοιξα απερίσκεπτα σε κάποιους άγνωστους μεσάνυχτα στην Καστανιά. Θυμάμαι ακόμη χρώματα και μυρωδιές και γεύσεις. Θυμάμαι ιδίως πρόσωπα, ένα – ένα στην παρέα. Κάτι ελάχιστο χαμόγελο, ματιά ή γκριμάτσα, κάτι πολύτιμο και φωτεινό αποκλειστικά δικό τους.» (σ. 29). Έτσι οι «Επευφημίες και τα χειροκροτήματα»(σσ. 30 – 36), στον κόσμο του συγγραφέα είναι ματαιότητες που ταιριάζουν μόνο σε αλλότρια πλάσματα που κυριαρχούν στον λογοτεχνικό ζωολογικό κήπο(σ. 35). Αυτά τα πλάσματα είναι «Συναρμολογημένα και προγραμματισμένα στην εντέλεια, λειτουργικά και αδίστακτα. Ευειδή, ευτελή και ευπώλητα. Αυτά που τους αξίζει ένας τέτοιος κόσμος…»(σ. 35). Ένας κόσμος που θεωρεί σημαντικά την φήμη, την καριέρα, το χρήμα, την άνεση, τις απολαύσεις. Ενώ «Τα σπουδαία και τα σημαντικά»(σσ. 36 – 47), στην Ουρανούπολη του Νικηφόρου είναι τα ανθρώπινα καθημερινά που εγείρουν τις αισθήσεις και προσφέρουν στον κάθε ένα από εμάς τη χαρά και την απόλαυση, μια ανάσα, που κρύβει μέσα της όλο το νόημα της ζωής (σ. 46).  Αυτό του το δίδαξε και μας το δίδαξε (τουλάχιστον όσοι έχουμε την τύχη να έχουμε παιδιά), «…η μεγάλη ευθύνη και η μεγαλύτερη περιπέτεια της ζωής μας, να μεγαλώσουμε ένα παιδί σε έναν τέτοιο κόσμο.» (σ. 52). Κατ’ ουσία στο «Μαθητής και μαθητευόμενος»(σσ. 47 – 53), οι ρόλοι αντιστρέφονται και το παιδί διδάσκει τον ενήλικα. Από «…αρσενικό βαρύ κι ασήκωτο» (σ. 52), μεταμορφωνόμαστε ή μάλλον καλύτερα επαναπροσδιοριζόμαστε με βάση τη φύση μας. Γινόμαστε πάλι παιδιά. Και «Όπως η γάτα με το ποντίκι»(σσ. 53 – 60), παίζουν ένα παιχνίδι θανάτου, έτσι κάνει κι ο άνθρωπος με τον χρόνο, αν και πάντοτε αυτός είναι το αιλουροειδές και μείς στο τέλος με μια νυχιά πέρα ως πέρα στην κοιλιά κειτόμαστε στην ρίζα του δένδρου(σ. 59).  Βεβαίως αυτό το ξεχνάμε στην διαδρομή της ζωής. Γι’ αυτό και φτιάχνουμε κοινωνίες και κόσμους άδικους, ταξικούς, όπου οι πελατειακές σχέσεις κυριαρχούν στην συλλογική ζωή και  «Ο Ευρύτερος του Δημοσίου»(σσ. 60 – 67), τομέας μετατρέπει την Ελληνική πραγματικότητα σε μια οικονομία αδύνατη και μια κοινωνία αναξιοκρατίας και υποκρισίας. Η ευθύνη ανήκει σε όλους. Δεξιά και αριστερά συνειδητά, προτάσσοντας το κομματικό συμφέρον πάνω από το συλλογικό και το κοινωνικό, οδήγησαν την χώρα σε ερείπια (σ. 66)και τους πολίτες στην απόγνωση. «Οι ανθρώπινοι πόροι» (σσ. 67 – 78),ταπεινωμένοι. Η κοινωνική λειτουργικότητα που απαιτεί την γνωριμία και το μέσον, που μετατρέπει το δικαίωμα στην εργασία σε όπλο των ισχυρών και σε μέσο για την εξαθλίωση και φθορά των συνειδήσεων. Που κάνει τους νέους να έχουν σκυμμένο το κεφάλι και να εκλιπαρούν για το δικαίωμα στην εργασία. Που μετατρέπει αυτούς που σέβονται την δικαιοσύνη στην αξιολόγηση και την επιλογή, αιρετικούς και επικίνδυνους για το σύστημα, που παρά τις κριτικές ζει και βασιλεύει ανεπηρέαστο και ακέραιο σε μια χώρα που πνέει τα λοίσθια. Σε τούτη την Ελλάδα ο «Δείκτης νοημοσύνης»(σσ.79 – 83) και το κριτήριο ευφυΐας βρίσκεται σε πλήρη σύγχυση. Έξυπνος είναι εκείνος που σε άλλες εποχές απλά τον λέγαμε απατεώνα και σήμερα λαμόγιο και βλάξ είναι ο τίμιος και ταπεινός που με ευλάβεια προφέρει τη λέξη αρετή και επιμένει στην ονειροφαντασία του με τρεις και εξήντα(σ. 83). Αυτός που «απλώς εφαρμόζει όσα με απόλυτη σαφήνεια προέβλεψε άγνωστος και παντελώς ακατανόητος νομοθέτης. Δηλαδή,…στη ζωή αυτή ανταμείβεται ο έξυπνος, ενώ ο βλάξ εναποθέτει τις προσδοκίες του στην επόμενη. Που όταν μάλιστα αδυνατεί να την πιστέψει, μένει και χωρίς την τελευταία ελπίδα»(σ. 83).  Σε ένα τέτοιο κόσμο η  «Πολιτιστική αναγέννηση» (σσ.84 – 93),είναι απλά μια θύμηση που τοποθετείται σε περασμένες δεκαετίες. Τα πάντα έγιναν εμπόρευμα, οι πολυτέλειες ως βασικές ανάγκες και η φρενίτιδα της κατανάλωσης (σ. 92), οδήγησαν στο παράλογο και το φτηνό σε όλες τις εκφάνσεις της πολιτιστικής ζωής. Στην εποχή μας το κτήριο της Λέσχης Γραμμάτων και Τεχνών Βορείου Ελλάδος γίνεται κομμωτήριο και της Πανελλήνιας Πολιτιστικής Κίνησης γραφείο ταξιδίων (σ. 92). Μα τότε τι;
Δεν μας αφήνει έτσι ο ποιητής. Από την αρχή αυτής της παρουσίασης μαρτύρησα ότι μας κρατά σφιχτά από το χέρι. Τουλάχιστον αυτούς που συμμερίζονται τις σκέψεις του, μαγεύονται από τις ίδιες εικόνες, ορέγονται με τις ίδιες αισθήσεις και επιμένουν να ονειρεύονται έναν κόσμο καλύτερο. Επιπλέον  «Ο καθένας μας γνωρίζει τι είναι εκείνο που του δόθηκε, ποια είναι η κληρονομιά του. Απ’ τους γονείς του και από μια μακριά γραμμή προγόνων που χάνεται στο παρελθόν. Προγόνων που πέθαναν νέοι…που δεν γνώρισε ποτέ κι όμως κυλούν στις φλέβες του και δίνουν φως στα μάτια του, προγόνων που είναι η δική του Ουρανούπολη…»(σ. 100). Και η συμβουλή: σαν την «Ανεξάρτητη μεραρχία»(σσ. 93 – 100), που είχε μια άλλη περηφάνια. «Την περηφάνια του καθημερινού ανθρώπου που, όσες φορές κι αν πέσει, βρίσκει τη δύναμη να σηκωθεί, την περηφάνια εκείνου που, μπροστά σε συντριπτικά υπέρτερες δυνάμεις, δεν παραδίδεται». Έτσι μένει άσβεστη στο επέκεινα «Η φωτιά με τα θλιμμένα μάτια» (σσ. 9- 17) και ο αναγνώστης ευφραίνεται την συνάντηση με ένα αληθινό λογοτέχνη.

Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό λογοτεχνικό περιοδικό « Στον Ίσκιο του Ήσκιου»

http://www.iskiosiskiou.com/2010/04/blog-post_27.html
 

2 σχόλια:

Ένα καράβι με σημαία ελληνική

  Ταξιδεύοντας με «Ένα καράβι με σημαία ελληνική», που ενώ όλα δείχνουν πως πρέπει να το εγκαταλείψουμε, εμείς επιμένουμε. Σεργιανάμε στο ασ...