Παρασκευή 11 Ιανουαρίου 2013

Ηλίας Κεφάλας, «Χώμα Χώματα – Διηγήματα»

εκδόσεις Γαβριηλίδης, Αθήνα 2007


Για την κριτική ανάγνωση
Δημήτρης Γ. Μαγριπλής 


Στην εποχή μας η ποίηση και το διήγημα, αν και παραμένουν απογείωση της λογοτεχνικής δημιουργίας, δυστυχώς δεν πουλούν και τούτο σημαίνει ότι όλο και περισσότερο οι εμπορικοί εκδοτικοί οίκοι αδιαφορούν για την έκδοσή τους. Έτσι είναι αρκετά σπάνιο να φτάσει μια άριστη δουλειά στα χέρια των νέων αναγνωστών και φυσικά σχεδόν αδύνατο να διαφημιστεί η κλειστή φόρμα και γενικά η αφαιρετική προσπάθεια που χαρακτηρίζει το «διήγημα» σε ένα κύκλο πέραν των υποψιασμένων.  Αυτό που συνήθως ακούγεται είναι, θα έλεγε κανείς, εκείνο που δεν ξεφεύγει από την μετριότητα και που ως τέτοια ασχολείται με θέματα της γενετήσιας ορμής ή και της διαστροφής της και τυφλής βίας. Ζητήματα που έθρεψαν αγωνίες και που ζωγράφισαν φωστήρες της λογοτεχνικής πένας είναι εκτός εμπορίου και λόγος περί θανάτου, έρωτος και ουτοπίας παραμένουν μοναχικές διαδρομές. Ως τέτοιες εμφανίζονται σπάνια και ακόμη σπανιότατα έχουν το ύψος και τη χάρη μιας σύγχρονης αποτύπωσης από τη φιλολογική σκοπιά. Τολμώ να πω ότι βιβλία όπως το «Ζητείται ελπίς» του αείμνηστου Α. Σαμαράκη, όχι μόνο δεν θα εκδίδονταν στις μέρες μας αλλά και κανείς δεν θα στεκόταν με κριτική διάθεση απέναντί τους.
Μια έκπληξη ήταν το «Χώμα και Χώματα», του Ηλία Κεφάλα. Ποιητής , δοκιμιογράφος, πεζογράφος, παραμυθάς άριστος, με ένα έργο αξιοθαύμαστο τόσο στην παραγωγή όσο και στην ποιότητα από τις αρχές του ’80 έως σήμερα. Το βιβλίο φιλοξένησαν εκδοτικά οι εκδόσεις Γαβριηλίδης (2007). Το αισθητικό αποτέλεσμα είναι τέχνη και αποφεύγοντας τα περιττά στολίδια, για άλλη μια φορά ο συγκεκριμένος εκδοτικός οίκος, μας χάρισε ένα όμορφο έργο.
Η εν λόγω συλλογή διηγημάτων αποτελείται από δύο μέρη. Στο πρώτο μέρος διαβάζουμε δώδεκα διηγήματα και στο δεύτερο μέρος ένα, που ίσως θα μπορούσε να χαρακτηριστεί λόγω όγκου περισσότερο ως μικρή νουβέλα. Από τον «Άγγελο» (σ. 9 – 19), το πρώτο διήγημα της συλλογής,  διακρίνει κανείς την ποιότητα του περιεχομένου και την ειλικρινή πρόθεση του συγγραφέα να μοιραστεί μαζί μας αγωνίες όπως αυτή της στιγμής της μετάβασης από το εδώ στο άγνωστο και από την φυσική στην μεταφυσική της αιώνιας Αρχής όπως ονομάζει την αθανασία. Στα «Ξερά Κυπαρισσόμηλα» (σ. 19 – 26)μας προτρέπει να θυμηθούμε εικόνες από τα χρόνια της αθωότητας και σαν παιδιά να ακούσουμε το κουδούνισμα του χρόνου που φεύγει και να ανάψουμε κεριά στη μνήμη των νεκρών αναμνήσεων. Στο «Παλιοχώρι» (σ. 27 - 42), οι δυο μικροί  ήρωές του, πάντα απροετοίμαστοι και αδιάβαστοι εντελώς, γίνονται μάρτυρες της εγκατάλειψης και τις μιζέριας μιας ελληνικής επαρχίας που δέσποζε η αυταρχικότητα του δάσκαλου και επικρατούσε η βασιλεία της απόλυτης βίας.  Το παιδί δίπλα στην ψυχορραγούσα λεχώνα, το πάρσιμο των αυγών, η συνάντηση με τον οπλισμένο δάσκαλο, σκηνές θα έλεγε κανείς της περιόδου του εμφυλίου ή και κάθε πεδίου μαχών. Η σύγκρουση και ο θάνατος του ισχυρού, δεν είναι έγκλημα μα θα έλεγε κανείς εκδίκηση των αδυνάτων απέναντι στην εξουσία αυτών που κάνουν τον κόσμο σωρούς από πέτρες και κεραμίδια και σπέρνουν κόκκαλα – κόκαλα πολλά. «Ο Χαμένος» (σ. 43 - 62 ), είναι μια βόλτα στο δάσος. Το πρόσχημα είναι το κυνήγι μα η ουσία είναι μια συνάντηση με τις σκιές. Αμέτρητες πεταλούδες, αισθήσεις στο έπακρο, παράξενα πουλιά – ονειροκλέφτες, νεράιδες, γεφύρια και νερά, κατευοδώνουν εν τέλει μια ψυχή που αποχωρίζεται το σώμα και χάνεται μέσα στο φως. Το ομώνυμο «Χώμα και χώματα» (σ. 63 – 79) είναι ένας σπαρακτικός μονόλογος. Μια ζωντανή κατάδειξη της σημασίας του πιο σημαντικού στοιχείου της ίδιας της ζωής. Το χώμα γίνεται το πιο εύχρηστο κλειδί για τη λειτουργία όλων των αισθήσεων. Είναι η αρχή της ύλης και το τέλος. Η  είσοδος στο Αδιαίρετο Όλον. Ο «Δρυμός» (σ. 79 –  101),εκκλησιάζει  και αναζητά. Στο βυζαντινό μοναστήρι αναπαύεται η ανθρώπινη ψυχή. Εκεί θεραπεύεται η θλίψη και η δυστυχία. Η απόκρυφη μυσταγωγία απογειώνει την αίσθηση  της σωτηρίας, μετατρέποντας την στιγμή σε χρόνο άχρονο. Ο «Ανεπίληπτος φίλος» (σ. 103 – 119), θα μπορούσε να είναι μια ζωντανή κριτική της λογοτεχνικής παραγωγής των ημερών μας και φυσικά (όπως σωστά καταλήγει ο συγγραφέας),πολλά θα είχε κερδίσει η λογοτεχνία μας αν πολλοί δήθεν μεγαλόσχημοι δημιουργοί είχαν την αυτοσυγκράτηση, του ήρωα του διηγήματος και παρέμεναν μακριά από το δοκιμασμένο χώρο της. «Ο άνεμος» (σ. 121 - 130), είναι ένας παράξενος διάλογος. Ο άνθρωπος, εν προκειμένω μια γυναίκα, μιλά με το στοιχείο της φύσης. Και ενώ μια διάθεση μαγείας κάνει τα πάντα να στροβιλίζονται, στο τέλος γίνεται στοιχειό που για να καταλαγιάσει  παίρνει αντίτιμο μια ζωή. «Η μηχανή του χρόνου» (σ. 131 –  146), θυμίζει παραμύθι. Βεβαίως για μεγάλα παιδιά που ο χρόνος δεν είναι μια απλή μετάβαση μα πόνος και αμνησία και η χρονομηχανή μια εφεύρεση που κι αν ήταν γεγονός,  μάλλον θα απαιτούσε ειδική μεταχείριση και προσεκτική εμπειρία. Το «Bar In time»(σ. 147 – 169 / αφιερωμένο στον ποιητή Γ. Μαρκόπουλο), είναι απόλυτα σύγχρονο σαν περιβάλλον και άκρως αστικό σαν αίσθηση. Διάφοροι χαρακτήρες γιορτάζουν τις μοναξιές τους. Οι διάλογοι είναι όμορφοι και τόσο ζωντανοί που νοιώθεις ότι είσαι συνδαιτυμόνας στην σκοτεινή αίθουσα του μπαρ. Το  σπάσιμο της τζαμαρίας στο τέλος κλείνει τον κόσμο της νύχτας θριαμβικά. Τα «Όνειρα Ονείρων» (σ. 171 - 184 ), δεν είναι τίποτα άλλο παρά η δοκιμασία του ύπνου. Και αυτή η δοκιμασία είναι με μαστοριά δοσμένη από το συγγραφέα. Τόσο ώστε στο τέλος αναρωτιέσαι αν το σκέφτηκες εσύ ή αυτός. Αν και τα όνειρα πάντα είναι μια προσωπική υπόθεση. «Ο Ψυχούλας» (σ. 185 - 202), σε μια διαδρομή προς την Καλαμάτα, στο χωριό του Ν. Γκάτσου, στην Ασέα, είναι μια σκιά. Ή ένας αλαφροΐσκιωτος από εκείνους που συντηρεί ακόμη η νύχτα  στην ύπαιθρο. Όπως και αν οριστεί είναι μια παράξενη συνάντηση του συγγραφέα, μια νύχτα του χειμώνα από εκείνες που χιονίζει και οι σόμπες ζεσταίνουν έντονα.
Στο δεύτερο μέρος ξετυλίγεται «Εκείνο πίσω από τη πόρτα» (σ. 205 -  240). Πρόκειται για μια άσκηση φαντασίας αριστοτεχνικά δοσμένης από τον Η. Κεφάλα. Ένα πλάσμα από τον συμπαντικό κόσμο παρουσιάζεται στη ζωή κάποιου, οδηγώντας τον σε μια παράφρονη αίσθηση που καταλήγει στην έκρηξη μιας απόλυτης καταστροφής.  Μια μουσική κλίμακα αποκαλύπτει το πλάσμα που εφορμά μέσα από μια κόγχη βιβλίου και κατακλύζει τον κόσμο της λογικής αποκαλύπτοντας τα ελάχιστα όριά του από τον κόσμο της αχαλίνωτης σκέψης. Θα έλεγα μοναδικό στο είδος του μακρό διήγημα που εγείρει έντονα τις αισθήσεις.        
Το βιβλίο κλείνει με κάποιες αναφορές σε πρώτες δημοσιεύσεις ορισμένων διηγημάτων(σ. 243).
Ο κόσμος του Η. Κεφάλα είναι ένας μοναδικός – όμορφος κόσμος που αξίζει να τον επισκεφτεί κάθε στοχαστικός και ανικανοποίητος αναγνώστης. Είναι λογοτεχνία και μάλιστα από τα ελάχιστα δείγματα της εποχής.

Πρωτοδημοσιεύτηκε στη σελίδα "Παραθέματα λόγου",  στο ηλεκτρονικό λογοτεχνικό περιοδικό "Στον Ίσκιο του Ήσκιου" 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ένα καράβι με σημαία ελληνική

  Ταξιδεύοντας με «Ένα καράβι με σημαία ελληνική», που ενώ όλα δείχνουν πως πρέπει να το εγκαταλείψουμε, εμείς επιμένουμε. Σεργιανάμε στο ασ...